Τόσο οι δηλώσεις του υπουργού εξωτερικών κ. Νίκου
Κοτζιά όσο και η απρόσμενη απόφαση της κυβέρνησης να μην συνταχθεί με τις
θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων κατά της Ρωσίας,
λόγω του Ουκρανικού ζητήματος και την υποστήριξη των αυτονομιστών του Ντόνεσκ
από την Μόσχα, επέφεραν κάτι λιγότερο από νευρικό κλονισμό στην έκπληκτη
Ευρωπαϊκή ηγεσία ενώ δημιούργησαν εκτενείς και οργισμένες αντιδράσεις, πίσω από
κλειστές πόρτες, ως προς την λογική και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης Τσίπρα.
Δηλαδή να τολμά να διαφοροποιείται από τις
mainstream
Ευρωπαϊκές
θέσεις απέναντι στη Ρωσία την στιγμή που η Αθήνα προσπαθεί εναγωνίως να πείσει
Βρυξέλλες και Βερολίνο για την ανάγκη μίας συνολικής διαπραγμάτευσης για το
χρέος και την οικονομική υποστήριξη της Ε.Ε. γενικότερα.
Ως γνωστό εδώ και δέκα μήνες η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την απροκάλυπτη και αφόρητη πίεση των ΗΠΑ, έχει λάβει σειρά μέτρων ιδίως στον τραπεζικό τομέα, κατά της Ρωσίας με στόχο να πλήξει τις εμπορικές σχέσεις της με τις Ευρωπαϊκές χώρες και την οικονομία της γενικότερα. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει πετύχει εάν κρίνουμε από την δραματική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης το τελευταίο διάστημα και το αρνητικό πρόσημο για το 2015, με προβλέψεις της EBRD να κάνουν λόγο για συρρίκνωση της Ρωσικής οικονομίας 3.5-4.0%. Αυτό, βέβαια, οφείλεται και στην απότομη και σοβαρή μείωση της τιμής του πετρελαίου το οποίο έχει απολέσει σχεδόν 60% της αξίας του μέσα σε λιγότερα από επτά μήνες. Τώρα η άρνηση της κυβέρνησης Τσίπρα να συμμορφωθεί με την κοινή Ευρωπαϊκή γραμμή έρχεται να σπάσει το δήθεν άρρηκτο Ευρωπαϊκό μέτωπο κατά της Ρωσίας.
Στην ουσία όμως η τοποθέτηση της εκφράζει και αρκετές άλλες χώρες που έχουν αντιρρήσεις ως προς την ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στη Ρωσία όπως λ.χ. η Αυστρία, η Ρουμανία, η Γαλλία αλλά και ισχυρά βιομηχανικά lobbies που δεν επιθυμούν την εμβάθυνση του ρήγματος μεταξύ Ευρώπης – Ρωσίας με την κατακρήμνιση των εμπορικών σχέσεων (προς όφελος των ΗΠΑ), ένα μεγάλο μέρος των οποίων κινείται με άξονα την ενέργεια. Γιατί δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι η Ευρώπη εξαρτάται σήμερα για το 30% της συνολικής προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία (η οποία κάλυπτε το 50% των εισαγωγών φυσικού αερίου) και σχεδόν 40% των πετρελαϊκών της αναγκών.
Στην δε περίπτωση της Ελλάδας η εξάρτηση από Ρωσικές ενεργειακές πρώτες ύλες είναι κάτι περισσότερο από κρίσιμη αφού το 65-70% των εισαγωγών μας σε φυσικό αέριο καλύπτεται από τη Ρωσία όπως και το 40-50% των εισαγωγών αργού πετρελαίου. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα τελευταία 60 χρόνια βασικό μέρος του πετρελαϊκού εφοδιασμού της χώρας εβασίζετο σε Ρωσικά πετρέλαια ποικιλίας Urals- με τα διυλιστήρια μας να είναι ειδικά προσαρμοσμένα να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές της ανωτέρω ποικιλίας. Μάλιστα μετά το πετρελαϊκό εμπάργκο της Ε.Ε. από τις αρχές του 2011 κατά του Ιράν (πάλι υπό την πίεση των ΗΠΑ) τα Ελληνικά διυλιστήρια (δηλ. ΕΛΠΕ, Motoroil) σταμάτησαν να προμηθεύονται εντελώς Ιρανικό αργό (το οποίο το επρομηθεύοντο με αρκετά ελκυστικούς όρους) και αύξησαν σημαντικά τις εισαγωγές τους από την Ρωσία, κυρίως λόγω προδιαγραφών, σε βαθμό που ορισμένα τρίμηνα οι εισαγωγές να αντιστοιχούν ακόμη και στο 70% της συνολικής προμήθειας της χώρας.
Σε ότι αφορά το φυσικό αέριο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εισαγωγή του στην Ελλάδα επετεύχθη χάρις στην στενή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας την περίοδο 1985-1996 όπου βασικό μέρος των απαραίτητων υποδομών(κύριος αγωγός και κλάδοι) υλοποιήθηκαν από Ρωσικές κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες και διέθεταν την βασική τεχνογνωσία. Θα πρέπει ακόμη να υπενθυμίσουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός του δικτύου ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ όταν αυτή δημιουργούσε την παραγωγική της βάση σε Πτολεμαΐδα- Κοζάνη (1955-1970) αλλά και στα νησιά βασίστηκε σε Ρωσικές μονάδες οι οποίες τότε διατέθηκαν χωρίς η χώρα μας να καταβάλλει μετρητά στην ΕΣΣΔ (που δεν είχε!) μέσω του συστήματος ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, του γνωστού clearing.
Άρα βλέπουμε ότι μεγάλο μέρος του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος εξαρτάται από τις Ρωσικές ενεργειακές πρώτες ύλες και εξοπλισμό και άρα η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να διατηρήσει άριστες σχέσεις με την Μόσχα. Υπό αυτό το πρίσμα οι θέσεις της νέας κυβέρνησης ως προς την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων κατά της Μόσχας ήτο πλήρως δικαιολογημένη και εντάσσεται στην νέα αντίληψη (αλλά παλαιά ως σύλληψη) περί πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα όντας μία μικρή χώρα αλλά σε μία γεωγραφικά ευαίσθητη περιοχή και εξαρτώμενη κατά 70% από εισαγωγές για την λειτουργία του ενεργειακού της συστήματος, έχει κάθε συμφέρον να επιθυμεί την διατήρηση καλών σχέσεων με τους βασικούς προμηθευτές της αλλά και την ανάπτυξη οικονομικά επωφελών συνεργασιών με νέους. Οι ανάγκες αυτές πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν στην διαμόρφωση της εξωτερικής μας πολιτικής.
Ορισμένοι διπλωμάτες και αναλυτές στο εξωτερικό αντιλαμβάνονται την παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης εναντίον των κυρώσεων ως κίνηση αντιπερισπασμού της νέας κυβέρνησης εν όψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης της χώρας, ενώ άλλοι τη θεωρούν ως ένα ακόμη παράδειγμα της εξάπλωσης της ρωσικής επιρροής στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Απ΄ό, τι πληροφορούμεθα, οι αξιωματούχοι υπηρεσιών ασφαλείας της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ παρακολουθούν πλέον στενά τις επαφές ανάμεσα στο Κρεμλίνο και σε ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του εταίρου στην κυβέρνηση συνασπισμού, του κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Το γεγονός ότι ο πρώτος ξένος αξιωματούχος τον οποίο προσκάλεσε ο κ. Τσίπρας στο Μέγαρο Μαξίμου στην Αθήνα ήταν ο Ρώσος πρέσβης Αντρέβ Μασλόφ ενισχύει τις ανησυχίες τους. Όμως όλες σχεδόν οι Ελληνικές κυβερνήσεις, με μικρές διαφοροποιήσεις, διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την Μόσχα και άρα από την σημερινή επαναπροσέγγιση η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν έχουν να φοβούνται τίποτα. Για την Αθήνα είναι business as usual.
http://energia.gr/article.asp?art_id=90142
Ως γνωστό εδώ και δέκα μήνες η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την απροκάλυπτη και αφόρητη πίεση των ΗΠΑ, έχει λάβει σειρά μέτρων ιδίως στον τραπεζικό τομέα, κατά της Ρωσίας με στόχο να πλήξει τις εμπορικές σχέσεις της με τις Ευρωπαϊκές χώρες και την οικονομία της γενικότερα. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει πετύχει εάν κρίνουμε από την δραματική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης το τελευταίο διάστημα και το αρνητικό πρόσημο για το 2015, με προβλέψεις της EBRD να κάνουν λόγο για συρρίκνωση της Ρωσικής οικονομίας 3.5-4.0%. Αυτό, βέβαια, οφείλεται και στην απότομη και σοβαρή μείωση της τιμής του πετρελαίου το οποίο έχει απολέσει σχεδόν 60% της αξίας του μέσα σε λιγότερα από επτά μήνες. Τώρα η άρνηση της κυβέρνησης Τσίπρα να συμμορφωθεί με την κοινή Ευρωπαϊκή γραμμή έρχεται να σπάσει το δήθεν άρρηκτο Ευρωπαϊκό μέτωπο κατά της Ρωσίας.
Στην ουσία όμως η τοποθέτηση της εκφράζει και αρκετές άλλες χώρες που έχουν αντιρρήσεις ως προς την ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στη Ρωσία όπως λ.χ. η Αυστρία, η Ρουμανία, η Γαλλία αλλά και ισχυρά βιομηχανικά lobbies που δεν επιθυμούν την εμβάθυνση του ρήγματος μεταξύ Ευρώπης – Ρωσίας με την κατακρήμνιση των εμπορικών σχέσεων (προς όφελος των ΗΠΑ), ένα μεγάλο μέρος των οποίων κινείται με άξονα την ενέργεια. Γιατί δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι η Ευρώπη εξαρτάται σήμερα για το 30% της συνολικής προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία (η οποία κάλυπτε το 50% των εισαγωγών φυσικού αερίου) και σχεδόν 40% των πετρελαϊκών της αναγκών.
Στην δε περίπτωση της Ελλάδας η εξάρτηση από Ρωσικές ενεργειακές πρώτες ύλες είναι κάτι περισσότερο από κρίσιμη αφού το 65-70% των εισαγωγών μας σε φυσικό αέριο καλύπτεται από τη Ρωσία όπως και το 40-50% των εισαγωγών αργού πετρελαίου. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα τελευταία 60 χρόνια βασικό μέρος του πετρελαϊκού εφοδιασμού της χώρας εβασίζετο σε Ρωσικά πετρέλαια ποικιλίας Urals- με τα διυλιστήρια μας να είναι ειδικά προσαρμοσμένα να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές της ανωτέρω ποικιλίας. Μάλιστα μετά το πετρελαϊκό εμπάργκο της Ε.Ε. από τις αρχές του 2011 κατά του Ιράν (πάλι υπό την πίεση των ΗΠΑ) τα Ελληνικά διυλιστήρια (δηλ. ΕΛΠΕ, Motoroil) σταμάτησαν να προμηθεύονται εντελώς Ιρανικό αργό (το οποίο το επρομηθεύοντο με αρκετά ελκυστικούς όρους) και αύξησαν σημαντικά τις εισαγωγές τους από την Ρωσία, κυρίως λόγω προδιαγραφών, σε βαθμό που ορισμένα τρίμηνα οι εισαγωγές να αντιστοιχούν ακόμη και στο 70% της συνολικής προμήθειας της χώρας.
Σε ότι αφορά το φυσικό αέριο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εισαγωγή του στην Ελλάδα επετεύχθη χάρις στην στενή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας την περίοδο 1985-1996 όπου βασικό μέρος των απαραίτητων υποδομών(κύριος αγωγός και κλάδοι) υλοποιήθηκαν από Ρωσικές κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες και διέθεταν την βασική τεχνογνωσία. Θα πρέπει ακόμη να υπενθυμίσουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός του δικτύου ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ όταν αυτή δημιουργούσε την παραγωγική της βάση σε Πτολεμαΐδα- Κοζάνη (1955-1970) αλλά και στα νησιά βασίστηκε σε Ρωσικές μονάδες οι οποίες τότε διατέθηκαν χωρίς η χώρα μας να καταβάλλει μετρητά στην ΕΣΣΔ (που δεν είχε!) μέσω του συστήματος ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, του γνωστού clearing.
Άρα βλέπουμε ότι μεγάλο μέρος του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος εξαρτάται από τις Ρωσικές ενεργειακές πρώτες ύλες και εξοπλισμό και άρα η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να διατηρήσει άριστες σχέσεις με την Μόσχα. Υπό αυτό το πρίσμα οι θέσεις της νέας κυβέρνησης ως προς την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων κατά της Μόσχας ήτο πλήρως δικαιολογημένη και εντάσσεται στην νέα αντίληψη (αλλά παλαιά ως σύλληψη) περί πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα όντας μία μικρή χώρα αλλά σε μία γεωγραφικά ευαίσθητη περιοχή και εξαρτώμενη κατά 70% από εισαγωγές για την λειτουργία του ενεργειακού της συστήματος, έχει κάθε συμφέρον να επιθυμεί την διατήρηση καλών σχέσεων με τους βασικούς προμηθευτές της αλλά και την ανάπτυξη οικονομικά επωφελών συνεργασιών με νέους. Οι ανάγκες αυτές πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν στην διαμόρφωση της εξωτερικής μας πολιτικής.
Ορισμένοι διπλωμάτες και αναλυτές στο εξωτερικό αντιλαμβάνονται την παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης εναντίον των κυρώσεων ως κίνηση αντιπερισπασμού της νέας κυβέρνησης εν όψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης της χώρας, ενώ άλλοι τη θεωρούν ως ένα ακόμη παράδειγμα της εξάπλωσης της ρωσικής επιρροής στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Απ΄ό, τι πληροφορούμεθα, οι αξιωματούχοι υπηρεσιών ασφαλείας της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ παρακολουθούν πλέον στενά τις επαφές ανάμεσα στο Κρεμλίνο και σε ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του εταίρου στην κυβέρνηση συνασπισμού, του κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Το γεγονός ότι ο πρώτος ξένος αξιωματούχος τον οποίο προσκάλεσε ο κ. Τσίπρας στο Μέγαρο Μαξίμου στην Αθήνα ήταν ο Ρώσος πρέσβης Αντρέβ Μασλόφ ενισχύει τις ανησυχίες τους. Όμως όλες σχεδόν οι Ελληνικές κυβερνήσεις, με μικρές διαφοροποιήσεις, διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την Μόσχα και άρα από την σημερινή επαναπροσέγγιση η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν έχουν να φοβούνται τίποτα. Για την Αθήνα είναι business as usual.
http://energia.gr/article.asp?art_id=90142