Με κινήσεις υψηλού ρίσκου στη χρηματοπιστωτική σκακιέρα μοιάζουν οι αποφάσεις που λαμβάνει το τελευταίο διάστημα η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την κρίση και τις αναταράξεις που προκαλεί ο εκρηκτικός συνδυασμός των δυτικών κυρώσεων (οι οποίες παρατάθηκαν ομόφωνα και για ένα εξάμηνο από την Ε.Ε.) και της χαμηλής τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.Σε αυτό το πλαίσιο, η επικεφαλής της Ελβία Ναμπιουλίνα ανακοίνωσε χθες αιφνιδιαστικά τη μείωση του βασικού επιτοκίου δανεισμού κατά δύο μονάδες βάσης -στο 15% από 17%- μόλις ένα μήνα και κάτι ημέρες μετά τη αύξησή του κατά 6,5 ολόκληρες μονάδες, η οποία είχε ως στόχο να ανακόψει τη ραγδαία υποτίμηση του ρουβλίου και τη μαζική φυγή κεφαλαίων από τη χώρα.
Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι η χθεσινή απόφαση υπαγορεύτηκε από πολιτικές σκοπιμότητες καθώς, όπως σημειώνουν, το Κρεμλίνο θεώρησε αδικαιολόγητα και επικίνδυνα επιθετική την αύξηση του επιτοκίου που είχε προηγηθεί, εκτιμώντας ότι απειλούσε με γενικευμένο «πάγωμα» κάθε οικονομική δραστηριότητα στη χώρα -άποψη την οποία έδειξαν να συμμερίζονται και οι μεγαλύτερες τράπεζες.
Υπό έλεγχο
«Πιστεύουμε πως ήταν μια απολύτως ορθή και ισορροπημένη απόφαση», ήταν μάλιστα το σχόλιο που έκανε ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Άντον Σιλουάνοφ, ο οποίος παράλληλα ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση στην αγορά συναλλάγματος είναι υπό έλεγχο και το ρωσικό νόμισμα βρίσκει, επιτέλους, την ισορροπία του.
Η αλήθεια είναι ότι το ρούβλι, αμέσως μετά την ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας, είδε την ισοτιμία του να υποχωρεί μέχρι και κατά 4% έναντι του δολαρίου -ξεπέρασε τα 71 ρούβλια ανά δολάριο, για πρώτη φορά μετά τις 17 Δεκεμβρίου- ωστόσο στη συνέχεια ανέκτησε μέρος των απωλειών, γεγονός που μαρτυρά ότι ταυτόχρονα υπήρξε και μαζική παρέμβαση στην αγορά, προκειμένου να αποτραπεί μεγαλύτερη υποχώρηση. Έτσι, η τελευταία συνεδρίαση του μήνα βρήκε το ρωσικό νόμισμα να έχει διολισθήσει σχεδόν κατά 15%, ποσοστό που είναι σχεδόν ίδιο με τη μείωση στις τιμές του πετρελαίου το ίδιο διάστημα.
Λεπτές ισορροπίες
Ούτως ή άλλως, δεν χωράει αμφιβολία ότι οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές στη ρωσική οικονομία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη απειλή μετά το κραχ του 1998. Ενδεικτικός της κατάστασης που επικρατεί είναι ο συναγερμός που έχει σημάνει για τη στήριξη των ρωσικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα αναχρηματοδότηση των δανείων τους -ειδικά μετά τον αποκλεισμό αρκετών από τις δυτικές αγορές. Αναλυτές υπολογίζουν ότι το ποσό που κινδυνεύει να μην εξυπηρετηθεί φέτος ξεπερνά τα 100 δισ. δολάρια, γεγονός που απαιτεί διαρκείς ενέσεις ρευστότητας.
Είναι φανερό, ωστόσο, ότι τα αποθεματικά δεν επαρκούν για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών. Έτσι, η τακτική που φαίνεται να έχει υιοθετηθεί είναι να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις και εκείνοι οι κλάδοι που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ρωσικής οικονομίας -με στόχο, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, να διασφαλιστεί η όσο το δυνατόν ομαλότερη «προσγείωσή» της. Με βάση τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, το ρωσικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί φέτος κατά περίπου 3,5%, αν όχι ακόμη περισσότερο. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι μια από τις ελπίδες που έχει η Μόσχα για την αντιστροφή του αρνητικού κλίματος είναι η εισροή κεφαλαίων και ο δανεισμός από εναλλακτικές πηγές -κυρίως από τους Κινέζους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η έκταση του εσωτερικού δανεισμού καθιστά απαγορευτική τη «βοήθεια» από τη Ρωσία προς άλλες χώρες -εκτός, ίσως, από συμβολικές κινήσεις, για τις οποίες μάλιστα θα απαιτηθούν συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ναυάγησαν, πριν ξεκινήσουν, οι διαπραγματεύσεις του Μινσκ
Φόβοι για περαιτέρω κλιμάκωση των συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία
Ναυάγησαν, πριν καν ξεκινήσουν, οι νέες διαπραγματεύσεις που επρόκειτο να διεξαχθούν χθες στο Μινσκ για την κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία. Σημειώνεται ότι στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας είχαν κληθεί εκπρόσωποι των κυβερνήσεων του Κιέβου και της Μόσχας, των αυτονομιστών και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), στον φόντο της επικίνδυνης κλιμάκωσης των συγκρούσεων στις ανατολικές περιοχές της χώρας και καθώς οι απώλειες πολλαπλασιάζονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την Πέμπτη μέχρι χθες το μεσημέρι, είχαν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 24 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 19 άμαχοι -με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων από την αρχή των συγκρούσεων στην περιοχή να ξεπερνά τις 5.000. Όπως ήταν φυσικό, η ακύρωση της συνάντησης οδήγησε σε αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στους άμεσα εμπλεκόμενους για το ποιος φέρει την ευθύνη.
Aξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πληροφορίες της τελευταίας στιγμής από την Ουάσιγκτον, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, αποφάσισε να μην υλοποιήσει τα σχέδια για επίσκεψη στη Μόσχα το αμέσως επόμενο διάστημα (οι διαρροές ανέφεραν ως πιθανές ημερομηνίες τις 4-5 Φεβρουαρίου). Εφόσον η εξέλιξη αυτή επαληθευτεί, ασφαλώς θα ενταθούν οι ανησυχίες για περαιτέρω κλιμάκωση των συγκρούσεων -οι οποίες, πιθανότατα, θα φέρουν και νέες κυρώσεις από την πλευρά της Δύσης.