21 Ιανουαρίου 2015

Η ευρωζώνη αντιμέτωπη με το "γερμανικόν πρόβλημα" Του Κώστα Ράπτη

Lithuania Unfinished Euro-1.jpg
Στο Μέγαρο των Ηλυσίων επικρατεί αδημονία – με τον Γάλλο πρόεδρο François Hollande να διαπράττει τη γκάφα να προαναγγέλλει από τη Δευτέρα σε συνάντησή του με επιχειρηματίες τις αποφάσεις της ανεξάρτητης ΕΚΤ (“θα λάβει την Πέμπτη την απόφαση να αγοράσει κρατικό χρέος, και αυτό θα χορηγήσει σημαντική ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία”), μόνο και μόνο για να ακολουθήσει η επιβαλλόμενη διάψευση. Στον γερμανικό Τύπο, πάλι την ίδια ημέρα, κυριαρχούσε η αγανάκτηση. “No, Dr. Draghi” ήταν ο τίτλος δημοσιεύματος της Frankfurter Allgemeine που επιχειρηματολογούσε εναντίον της “ποσοτικής διευκόλυνσης”. “Οι αποκαλούμενες ΄θερμές χώρες΄ πρέπει επιτέλους να καθαρίσουν σωστά: αυτό δεν γίνεται με φθηνό ευρώ, αλλά μόνο με την σκληρή γλώσσα των αγορών κεφαλαίου” δήλωσε ο πρόεδρος της Ένωσης Εξαγωγέων Γερμανίας Anton Börner, σύμφωνα με την εφημερίδα Bild.
Σε αλλεπάλληλες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του ο γνωστός Hans-Werner Sinn του ινστιτούτου Ifo αμφισβητεί ακόμη και τον κίνδυνο αποπληθωρισμού, που ωθεί την ΕΚΤ στο τύπωμα χρήματος, επισημαίνοντας ότι ο διαρθρωτικός πληθωρισμός, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, διαμορφώνεται στο διόλου προβληματικό επίπεδο του 0,8%. Μόνη η Handelsblatt έμεινε να υπερασπίζεται τις κινήσεις του κεντρικού τραπεζίτη της ευρωζώνης –και αυτό στο πλαίσιο μιας καμπάνιας μείωσης των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ, ώστε να αποδυναμωθεί η άμεση σύνδεση με τα συμφέροντα μεμονωμένων χωρών.

Αλλά και από επίσημα χείλη, η ποσοτική διευκόλυνση αμφισβητείται προτού ανακοινωθεί. “Ο βασικός σκοπός της ΕΚΤ ήταν και παραμένει να εγγυάται τη σταθερότητα των τιμών. Θα έπρεπε να το έχει αυτό στο μυαλό της μάλλον, παρά να προχωρεί όλο και πιο συχνά σε αμφιλεγόμενα μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας”, σημείωσε ο τομεάρχης δημοσίων οικονομικών της Χριστιανοδημοκρατίας Norbert Barthle, προσθέτοντας ότι η επάνοδος της ευρωζώνης στην ανάπτυξη περισσότερο απαιτεί την προώθηση μεταρρυθμίσεων παρά μια χαλαρότερη νομισματική πολιτική, η οποία ακριβώς εξασθενίζει τη διάθεση να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις.

Στην καγκελαρία, πάντως, υποκρίνονται ψυχραιμία. Δεν είναι η “μοιραία εβδομάδα της ευρωζώνης” αυτή που διανύουμε, δήλωσε η Angela Merkel απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ και τις ελληνικές εκλογές.

Πολύ σωστά. Από την άποψη των γερμανικών συμφερόντων η “μοιραία εβδομάδα” είναι αυτή που προηγήθηκε –με τη δημοσιοποίηση της εισήγησης του εκ των εισαγγελείων του Ευρωδικαστηρίου Pedro Cruz Villalón στην εκκρεμή υπόθεση των Outright Monetary Transactions του Mario Draghi, τα οποία έκρινε το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης ότι κινούνται ultra vires (εκτός της εντολής της ΕΚΤ) και παρέπεμψε για τα περαιτέρω στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου.

Η κατεξοχήν πολιτική διαμάχη που κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές νομικές διατυπώσεις των δύο δικαστηρίων βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος της ευρωζώνης. Διότι η εισήγηση Villalón δεν περιορίσθηκε να δώσει το “πράσινο φώς” σε έκτακτα νομισματικά μέτρα τύπου ΟΜΤ (υπό την προϋπόθεση ότι είναι όντως έκτακτα και όντως νομισματικά), αλλά έθιξε κάτι βαθύτερο. “Είναι αδύνατον” τόνισε “να διατηρηθεί αυτή η Ένωση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, “αν υπόκειται σε μιαν απόλυτη επιφύλαξη, κακώς νοούμενη, στην διάκριση καθενός από τα κράτη-μέλη”.

Με άλλα λόγια, αναδύεται μια υπερεθνική δικαιοδοσία, πέρα και πάνω από τα κράτη-μέλη τα οποία συγκροτούν την Ένωση, ως Κυρίαρχοι των Συνθηκών. Πρόκειται για την αντίθετη ακριβώς άποψη από αυτήν που διατύπωσε η Καρλσρούη, αποφαινόμενη τόσο επί της Συνθήκης του Μάαστριχτ όσο και επί της Συνθήκης της Λισαβόνας, οπότε και έκρινε ότι αν η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποστερήσει από τη Γερμανία την κυριαρχία της σε ορισμένους τομείς πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής, αυτό θα συνιστά παραβίαση του γερμανικού Συντάγματος και θα επιβάλλει αποχώρηση από την Ε.Ε.

Έτσι, την ώρα που η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Christine Lagarde διαμηνύει ότι “όσο περισσότερη αμοιβαιοποίηση υπάρξει, τόσο το καλύτερο”, το Βερολίνο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση – υποχρεώνοντας, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, τον Mario Draghi σε συμβιβασμούς που “εθνικοποιούν το ρίσκο”, ρηγματώνοντας την ενότητα της ευρωζώνης σε μία οριακή για το εγχείρημα συγκυρία.

Ο λόγος είναι ότι η Γερμανία δεν προτίθεται να επιτρέπει βήματα εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης, παρά μόνο (όπως κατά καιρούς υπενθυμίζει η Καρλσρούη) σαν να ήταν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη η επιλογή της “γερμανικής εξόδου”. Κάτι τέτοιο προσφέρει τα πλεονεκτήματα μιας εξαιρετικά άνισης, δηλ. ηγεμονικής, σχέσης εντός των “28”, ενώ λειτουργεί και ως αυτοεκπληρούμενη επιβεβαίωση των συνταγών αντιμετώπισης της κρίσης που προσφέρει ο γερμανικός Ordoliberalismus.

Μέχρι τώρα, οι εταίροι αποδέχθηκαν το πρώτο, διότι είχαν πεισθεί ότι ισχύει το δεύτερο. Όμως δεν θα είναι επί μακρόν διατεθειμένοι, τουλάχιστον οι ισχυρότεροι εξ αυτών, να αποδέχονται την γερμανική υπεροχή, όσο αποδεικνύεται ότι αυτή αδυνατεί να προσφέρει ένα μοντέλο που να επιτρέπει και στους ίδιους την αντιμετώπιση της ύφεσης και του χρέους, χωρίς να ξεπερνώνται τα όρια της δικής τους πολιτικής και κοινωνικής αντοχής.
http://m.capital.gr/News.aspx?id=2206419