Η Goldman Sachs με την JPMorgan Chase και την Morgan Stanley στο μικροσκόπιο της Γερουσίας
Συντάκτης: Μπάμπης Μιχάλης
Τρεις κορυφαίες τράπεζες της Wall Street, που μπήκαν με τα μπούνια τα τελευταία δέκα -και πλέον- χρόνια στην παραγωγή, αποθήκευση, εμπορία και μεταφορά των εμπορευμάτων εξέθεσαν εαυτούς σε τεράστιους κίνδυνους ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χειραγώγησαν και τις τιμές βλάπτοντας τα συμφέροντα των καταναλωτών, διαπίστωσε έρευνα της αμερικανικής γερουσίας. Οι Goldman Sachs, JPMorgan Chase και Morgan Stanley, τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ και ολόκληρου του κόσμου, χρησιμοποίησαν τις συμμετοχές τους σε εταιρίες αποθήκευσης και μεταφοράς εμπορευμάτων όπως το πετρέλαιο, το αλουμίνιο, το ουράνιο και ο χαλκός προκειμένου να αποκτήσουν αθέμιτο πλεονέκτημα στις αγορές εμπορευμάτων. Κατάφεραν μέσω αυτών των συμμετοχών να έχουν πρόσβαση σε απόρρητη πληροφόρηση η οποία αφορούσε την φυσική αγορά των εμπορευμάτων και σε αρκετές περιπτώσεις να ελέγξουν την προσφορά και μαζί τις τιμές στα επιθυμητά για τις επενδυτικές τους θέσεις επίπεδα.
Ως καραμπινάτο παράδειγμα χειραγώγησης των τιμών η έκθεση ανέφερε την κατοχή τεράστιων αποθηκών αλουμινίου στο Ντιτρόιτ από την Goldman Sachs. Αρκετές φορές η Goldman καθυστέρησε την παράδοση του μετάλλου στις συμφωνίες παράδοσης και δημιούργησε τεχνητές ελλείψεις φουσκώνοντας έτσι προς όφελος της την τιμή. Η άνοδος αυτή επιβάρυνε τους τους παραγωγούς αναψυκτικών και μπίρας, οι οποίοι με τη σειρά τους όμως τις μετακύλυσαν στους καταναλωτές.
Ανάλογη ήταν και η εμπλοκή της JPMorgan στην αμερικανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος. Τον Ιούλιο του 2013, η τράπεζα συμφώνησε να πληρώσει 410 εκατ. δολάρια για τη διευθέτηση κατηγοριών από τις αμερικανικές ενεργειακές αρχές (FERC) για χειραγώγηση των τιμών ηλεκτρικού από το Σεπτέμβριο του 2010 έως το Νοέμβριο του 2012. Σύμφωνα με την FERC, η JPMorgan χρησιμοποίησε ανάρμοστες στρατηγικές προσφορών για να αποσπάσει υπερβολικές πληρωμές από τους οργανισμούς και τα γραφεία που διαχειρίζονταν τα δίκτυα ηλεκτροδότησης της Καλιφόρνιας και των Μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ.
Οι αμερικανικές αρχές έθεσαν πάντως στο στόχαστρο τους τις 3 τράπεζες λίγο αργά. Οταν δηλαδή έγινε εμφανές σε όλον τον κόσμο ότι το διαρκές ράλι των τιμών των εμπορευμάτων που έζησε η παγκόσμια οικονομία στα τελευταία δέκα περίπου χρόνια ήταν επί της ουσίας πλασματικό αφού δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική ζήτηση και προσφορά ούτε εδικαιολογείτο από τις φουσκωμένες οικονομικές επιδόσεις της Κίνας και της υπόλοιπης υφηλίου. Ανεξάρτητοι παρατηρητές των αγορών πετρελαίου, φυσικού αερίου, χαλκού, μετάλλων και άλλων εμπορευμάτων, ομάδες παραγωγών χωρών όπως ο ΟΠΕΚ, οικονομολόγοι και ειδικοί τόνιζαν εδώ και αρκετά χρόνια ότι οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων ήταν αδικαιολόγητες με βάση τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς και οφείλονταν κυρίως στις κερδοσκοπικές κινήσεις των τραπεζών και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και το πάγωμα του ενδιαφέροντος των επενδυτών για μετοχές, προϊόντα στεγαστικής πίστης και τα σχετικά με αυτά χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ο κλάδος αυτός αναζήτησε κέρδη από άλλες αγορές. Οι αγορές εμπορευμάτων ήταν μία εξ αυτών και οι τράπεζες έσπευσαν να την αρμέξουν.
Η έκθεση της επιτροπής δεν πήγε, όμως, τόσο βαθειά.
Ωστόσο ένα από τα ερωτήματα που οι αμερικανικές αρχές έθεσαν ήταν αν οι εν λόγω τραπεζικοί κολοσσοί είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν εργοστάσια ενέργειας, αποθήκες, δυϊλιστήρια πετρελαίου ή αγωγούς. Νωρίτερα φέτος η Fed πρότεινε τον περιορισμό της δραστηριότητας των τραπεζών στις αγορές φυσικών αγαθών. Με τους τρέχοντες κανόνες της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, οι τράπεζες που εμπλέκονται σε δραστηριότητες εμπορευμάτων οφείλουν να διακρατούν κεφάλαια για την απορρόφηση τυχόν ζημιών από αυτές.
Από την πλευρά του, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών και πρόεδρος της επιτροπής ερευνών της Γερουσίας Καρλ Λιβάιν τόνισε στην παρουσίαση της 400 σελίδων μελέτης ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε μια μεγάλη τράπεζα της Wall Street να έχει τη δύναμη να επηρεάσει την τιμή ενός εμπορεύματος το οποίο είναι κρίσιμο για την οικονομία μας»
Ο Λιβάιν είπε ακόμη ότι δραστηριότητες όπως η δυίλιση πετρελαίου και η εξόρυξη ουρανίου εκθέτουν τις μεγάλες τράπεζες σε καταστροφικούς κινδύνους που ελάχιστα είναι κατανοητοί. Το κόστος μιας πετρελαιοκηλίδας, μιας έκρηξης σε ορυχείο ή εργοστάσιο ενέργειας θα μπορούσε όπως είπε να ξεπεράσει το αποθεματικό μιας τράπεζας και τα ασφάλιστρα, υποχρεώνοντας πιθανότατα τους φορολογούμενους στη διάσωση της. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την οικονομία χρειάζεται να αποκαταστήσουμε το διαχωρισμό μεταξύ του εμπορίου και της τραπεζικής», συμπλήρωσε.
Οι τρεις τράπεζες υποστήριξαν πάντως από την πλευρά ότι μπορούν και διαχειρίζονται με σύνεση και χωρίς ρίσκα τις δραστηριότητες τους στα εμπορεύματα. Οι διευθυντές των τμημάτων εμπορευμάτων τους πρόκειται να καταθέσουν σήμερα στην επιτροπή του Λιβάιν.
Τρεις κορυφαίες τράπεζες της Wall Street, που μπήκαν με τα μπούνια τα τελευταία δέκα -και πλέον- χρόνια στην παραγωγή, αποθήκευση, εμπορία και μεταφορά των εμπορευμάτων εξέθεσαν εαυτούς σε τεράστιους κίνδυνους ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χειραγώγησαν και τις τιμές βλάπτοντας τα συμφέροντα των καταναλωτών, διαπίστωσε έρευνα της αμερικανικής γερουσίας. Οι Goldman Sachs, JPMorgan Chase και Morgan Stanley, τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ και ολόκληρου του κόσμου, χρησιμοποίησαν τις συμμετοχές τους σε εταιρίες αποθήκευσης και μεταφοράς εμπορευμάτων όπως το πετρέλαιο, το αλουμίνιο, το ουράνιο και ο χαλκός προκειμένου να αποκτήσουν αθέμιτο πλεονέκτημα στις αγορές εμπορευμάτων. Κατάφεραν μέσω αυτών των συμμετοχών να έχουν πρόσβαση σε απόρρητη πληροφόρηση η οποία αφορούσε την φυσική αγορά των εμπορευμάτων και σε αρκετές περιπτώσεις να ελέγξουν την προσφορά και μαζί τις τιμές στα επιθυμητά για τις επενδυτικές τους θέσεις επίπεδα.
Ως καραμπινάτο παράδειγμα χειραγώγησης των τιμών η έκθεση ανέφερε την κατοχή τεράστιων αποθηκών αλουμινίου στο Ντιτρόιτ από την Goldman Sachs. Αρκετές φορές η Goldman καθυστέρησε την παράδοση του μετάλλου στις συμφωνίες παράδοσης και δημιούργησε τεχνητές ελλείψεις φουσκώνοντας έτσι προς όφελος της την τιμή. Η άνοδος αυτή επιβάρυνε τους τους παραγωγούς αναψυκτικών και μπίρας, οι οποίοι με τη σειρά τους όμως τις μετακύλυσαν στους καταναλωτές.
Ανάλογη ήταν και η εμπλοκή της JPMorgan στην αμερικανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος. Τον Ιούλιο του 2013, η τράπεζα συμφώνησε να πληρώσει 410 εκατ. δολάρια για τη διευθέτηση κατηγοριών από τις αμερικανικές ενεργειακές αρχές (FERC) για χειραγώγηση των τιμών ηλεκτρικού από το Σεπτέμβριο του 2010 έως το Νοέμβριο του 2012. Σύμφωνα με την FERC, η JPMorgan χρησιμοποίησε ανάρμοστες στρατηγικές προσφορών για να αποσπάσει υπερβολικές πληρωμές από τους οργανισμούς και τα γραφεία που διαχειρίζονταν τα δίκτυα ηλεκτροδότησης της Καλιφόρνιας και των Μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ.
Οι αμερικανικές αρχές έθεσαν πάντως στο στόχαστρο τους τις 3 τράπεζες λίγο αργά. Οταν δηλαδή έγινε εμφανές σε όλον τον κόσμο ότι το διαρκές ράλι των τιμών των εμπορευμάτων που έζησε η παγκόσμια οικονομία στα τελευταία δέκα περίπου χρόνια ήταν επί της ουσίας πλασματικό αφού δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική ζήτηση και προσφορά ούτε εδικαιολογείτο από τις φουσκωμένες οικονομικές επιδόσεις της Κίνας και της υπόλοιπης υφηλίου. Ανεξάρτητοι παρατηρητές των αγορών πετρελαίου, φυσικού αερίου, χαλκού, μετάλλων και άλλων εμπορευμάτων, ομάδες παραγωγών χωρών όπως ο ΟΠΕΚ, οικονομολόγοι και ειδικοί τόνιζαν εδώ και αρκετά χρόνια ότι οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων ήταν αδικαιολόγητες με βάση τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς και οφείλονταν κυρίως στις κερδοσκοπικές κινήσεις των τραπεζών και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και το πάγωμα του ενδιαφέροντος των επενδυτών για μετοχές, προϊόντα στεγαστικής πίστης και τα σχετικά με αυτά χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ο κλάδος αυτός αναζήτησε κέρδη από άλλες αγορές. Οι αγορές εμπορευμάτων ήταν μία εξ αυτών και οι τράπεζες έσπευσαν να την αρμέξουν.
Η έκθεση της επιτροπής δεν πήγε, όμως, τόσο βαθειά.
Ωστόσο ένα από τα ερωτήματα που οι αμερικανικές αρχές έθεσαν ήταν αν οι εν λόγω τραπεζικοί κολοσσοί είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν εργοστάσια ενέργειας, αποθήκες, δυϊλιστήρια πετρελαίου ή αγωγούς. Νωρίτερα φέτος η Fed πρότεινε τον περιορισμό της δραστηριότητας των τραπεζών στις αγορές φυσικών αγαθών. Με τους τρέχοντες κανόνες της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, οι τράπεζες που εμπλέκονται σε δραστηριότητες εμπορευμάτων οφείλουν να διακρατούν κεφάλαια για την απορρόφηση τυχόν ζημιών από αυτές.
Από την πλευρά του, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών και πρόεδρος της επιτροπής ερευνών της Γερουσίας Καρλ Λιβάιν τόνισε στην παρουσίαση της 400 σελίδων μελέτης ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε μια μεγάλη τράπεζα της Wall Street να έχει τη δύναμη να επηρεάσει την τιμή ενός εμπορεύματος το οποίο είναι κρίσιμο για την οικονομία μας»
Ο Λιβάιν είπε ακόμη ότι δραστηριότητες όπως η δυίλιση πετρελαίου και η εξόρυξη ουρανίου εκθέτουν τις μεγάλες τράπεζες σε καταστροφικούς κινδύνους που ελάχιστα είναι κατανοητοί. Το κόστος μιας πετρελαιοκηλίδας, μιας έκρηξης σε ορυχείο ή εργοστάσιο ενέργειας θα μπορούσε όπως είπε να ξεπεράσει το αποθεματικό μιας τράπεζας και τα ασφάλιστρα, υποχρεώνοντας πιθανότατα τους φορολογούμενους στη διάσωση της. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την οικονομία χρειάζεται να αποκαταστήσουμε το διαχωρισμό μεταξύ του εμπορίου και της τραπεζικής», συμπλήρωσε.
Οι τρεις τράπεζες υποστήριξαν πάντως από την πλευρά ότι μπορούν και διαχειρίζονται με σύνεση και χωρίς ρίσκα τις δραστηριότητες τους στα εμπορεύματα. Οι διευθυντές των τμημάτων εμπορευμάτων τους πρόκειται να καταθέσουν σήμερα στην επιτροπή του Λιβάιν.