kapopoulos@pegasus.gr
Η Γερμανία από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα ορίζει θετικά ή αρνητικά τις ισορροπίες στο σύνολο της Ευρώπης. Εξαίρεση υπήρξε η Περίοδος του Μεσοπολέμου, από το 1918 μέχρι και το 1939, και από ό,τι φαίνεται το ένα τέταρτο αιώνα που κύλησε από τις 9 Νοεμβρίου του 1989 όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου μέχρι και σήμερα.
Τότε η πτώση του Τείχους δημιούργησε την άμεση προσδοκία αλλά και την πραγματική δυναμική της συγκρότησης Ενιαίας Γερμανίας, ένας στόχος που υλοποιήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 1990. Την ταχύτατη ενοποίηση της Γερμανίας στήριξαν χωρίς επιφυλάξεις ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπους και ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Γκορμπατσόφ, ενώ η προοπτική αυτή προκάλεσε πανικό στη Γαλλία του Μιτεράν και στη Βρετανία της Θάτσερ, που στη συνέχεια όμως ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους.
Παρά τις επιφυλάξεις και τις φοβίες, διάχυτη ήταν τότε η προσδοκία για μια Ενιαία Ευρώπη, χωρίς εσωτερικές αντιπαραθέσεις και κυρίως χωρίς κινδύνους και απειλές για την ασφάλειά της. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι οι προσδοκίες διαψεύσθηκαν, αν δεν ματαιώθηκαν.
Αποκαρδιωτική εικόνα
Σήμερα, το 2014, εκατό χρόνια από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είκοσι πέντε μετά την Πτώση του Τείχους, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική: Πόλεμος αιματηρός επί ευρωπαϊκού εδάφους, η σύγκρουση στην Ουκρανία, έχει επί του παρόντος «παγώσει» με μια εύθραυστη εκεχειρία, και την Ρωσία να βρίσκεται απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη Δύση, σε μια παλινδρόμηση στις χειρότερες μέρες του Ψυχρού Πολέμου.
Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Βρετανία βρίσκεται στην πόρτα εξόδου, ενώ η Κρίση της Ευρωζώνης έχει δημιουργήσει και συντηρεί υπαρξιακά ερωτήματα για το κατά πόσον η δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα επιβιώσει ή αν θα χαθεί αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη δυναμική της αποσάθρωσης και της διάλυσης.
ΣΕ... ΗΓΕΜΟΝΙΚΗ ΘΕΣΗ
Χωρίς διάθεση για δεσμεύσεις
Αν στο παρελθόν το πρόβλημα ήταν η ηγεμονική δυναμική μιας πανίσχυρης Γερμανίας που ανέτρεπε τις ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί όταν ήταν πολυδιασπασμένη και το όνομά της ήταν γεωγραφικός όρος, σήμερα το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι το μετέωρο βήμα μιας Ενιαίας Γερμανίας που διστάζει να δεσμευθεί με μη αντιστρέψιμο τρόπο στη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.Λίγο μετά την Πτώση του Τείχους ο Μιτεράν και ο Ντελόρ πρότειναν την πλαισίωση της Γερμανίας από την Πολιτική και Οικονομική Ενοποίηση της Ευρώπης.Η αντίδραση του Κολ ήταν θετική, χωρίς όμως η αδιαμφισβήτητη ευρωπαϊκή προσέγγιση του καγκελαρίου της Ενοποίησης να αλλάζει βασικά γεωπολιτικά δεδομένα.Μετά το 1949 για τη Δυτική Γερμανία που θεμελίωσε ο Αντενάουερ, η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση ήταν το εργαλείο για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας σε όλους τους τομείς, μια απελευθέρωση από τις συνέπειες της ήττας του 1945. Μετά την εσπευσμένη ενοποίηση του 1989-90 η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση έγινε για τη Γερμανία εργαλείο ελέγχου της εθνικής της ισχύος.
Τότε επικρατούσε η προσέγγιση ότι χωρίς την εμβάθυνση της ενοποίησης οδηγούμαστε στην γερμανική Ευρώπη, ενώ με την Πολιτική και Οικονομική Ενοποίηση των Μιτεράν-Ντελόρ βαδίζουμε προς την ευρωπαϊκή Γερμανία. Το δίλημμα απεδείχθη ψευδές, καθώς Κολ, Σρέντερ και Μέρκελ απέδειξαν ότι μετά την ενοποίηση, η αποδοχή της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τη Γερμανία ήταν συνάρτηση υιοθέτησης πλαισίου που θα ήταν η ευρωπαϊκή αναγωγή του μάρκου σε ό,τι αφορά το κοινό νόμισμα και του ομοσπονδιακού της μοντέλου σε ό,τι αφορά την πολιτική ενοποίηση. Όμως, ακόμη και με τους παραπάνω όρους, η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης απέδειξε ότι η Ενιαία Γερμανία δεν ήθελε να κάνει μη αντιστρέψιμο βήμα παραίτησης από την εθνική κυριαρχία.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΟΚ ΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧ
Πριν από την Κρίση του 2008
Όλα τα παραπάνω είχαν καταγραφεί πολύ πιο πριν από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τον Σεπτέμβριο του 2008, με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers.
Το πρώτο σοκ ήταν στην κορύφωση των διαπραγματεύσεων εν όψει του Μάαστριχτ η διάρρηξη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης από τους Κολ-Γκένσερ το καλοκαίρι του 1991, όταν άρχισαν να ζητούν εκβιαστικά την άμεση αναγνώριση της απόσχισης της Σλοβενίας και της Κροατίας από τη Γιουγκοσλαβία. Οταν η Γερμανία πήρε στο Μάαστριχτ ένα κοινό νόμισμα με προδιαγραφές μάρκου, δεν έδειξε και ιδιαίτερο ζήλο για την Πολιτική Ενοποίηση -πλην θεωρητικών αναζητήσεων όπως το Ντοκουμέντο Λάμερς του 1994- και συμβιβάσθηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις με τον πολιτικό μινιμαλισμό της Γαλλίας με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ του 1997 και την πορεία προετοιμασίας προς τη Διακυβερνητική της Νίκαιας στις αρχές του 2000. Τότε καταγράφηκε η μοναδική προσπάθεια του Βερολίνου να δρομολογήσει την Ε.Ε. προς Πολιτική Ενοποίηση με δυναμική μετεξέλιξης για Ομοσπονδία με την ομιλία Φίσερ στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου την άνοιξη του 2000. Όταν όμως ο Γαλλογερμανικός Συμβιβασμός του 2003 που έφερε την ονομασία Συνταγματική Συνθήκη απερρίφθη στο δημοψήφισμα της Γαλλίας την άνοιξη του 2005, το Βερολίνο που εν τω μεταξύ ολοκλήρωνε την υιοθέτηση των οδυνηρών διαρθρωτικών αλλαγών του Σρέντερ, την Ατζέντα 2010, έδειξε να είναι αδιάφορο έως κρυφά ευχαριστημένο καθώς είχε πετύχει τον ευρωπαϊκό του στόχο.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ήταν πλέον αναγκαία για να χειραφετηθεί πλήρως η Γερμανία, αλλά ούτε και επίφοβο εργαλείο ελέγχου της ισχύος της. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά το 2005 έγινε μια α λα καρτ επιλογή κατοχύρωσης των εθνικών συμφερόντων του Βερολίνου, που ακολουθούσε, όπου το έκρινε αναγκαίο, τον δικό του δρόμο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διμερή ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία που οδήγησε στην κατασκευή του υποθαλάσσιου Αγωγού Northstream, που συνδέει απευθείας τις δύο χώρες.
ΧΩΡΙΣ ΕΝΙΑΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ενοποίηση και χειραφέτηση
Το μετέωρο βήμα της Γερμανίας ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά και με ιδιαίτερη συνυπαιτιότητα της Γαλλίας σε ό,τι αφορά την Πολιτική Ενοποίηση, λειτούργησε σαν μια έμπρακτη παραίτηση της Ευρώπης από τη χειραφέτησή της σε θέματα Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής.
Ετσι η τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα των «12» στάθηκε ανίκανη να χειρισθεί τη σύγκρουση στη Γιουγκοσλαβία το 1991 και στη συνέχεια εκλιπαρούσε για παρέμβαση των ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα, όταν η Ουάσιγκτον από το 2003 πρότεινε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου μιας νέας αμοιβαίας καχυποψίας Δύσης-Ρωσίας, να μην υπάρξει ούτε αντίδραση, ούτε αντιπρόταση.Ολα τα παραπάνω λειτούργησαν στην πράξη θετικά υπέρ του Βερολίνου: Χωρίς απώλεια εθνικής κυριαρχίας επέβαλε μια Ζώνη Μάρκου στην Ευρώπη και χωρίς κίνδυνο για την ασφάλειά της ελαχιστοποίησε τις αμυντικές της δαπάνες. Ετσι, όταν ξέσπασε η Κρίση στην Ευρωζώνης την άνοιξη του 2010 με την κρίση δανεισμού της Αθήνας, η Γερμανία βρισκόταν σε μια εικονική πραγματικότητα αυτάρκειας, ασφάλειας και ευημερίας, με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοπροσδιοριζόταν σαν Μεγάλη Ελβετία.
Απότομη προσγείωση
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους και έναν αιώνα μετά την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ενιαία Γερμανία προσγειώνεται σε μια σκληρή πραγματικότητα, όπου καλείται να κάνει ξεκάθαρες επιλογές.Η σύγκρουση στην Ουκρανία απέδειξε ότι όταν λείπουν τα εργαλεία ισχύος μιας Μεγάλης Δύναμης είτε σε εθνικό, είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κοινή δηλαδή άμυνα και εξωτερική πολιτική, τότε η Γερμανία καλείται απλά να πληρώσει το κόστος μιας σύγκρουσης, την κλιμάκωση και την αποκλιμάκωση της οποίας χειρίζονται οι ΗΠΑ.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΙΓΜΩΝ
Η ώρα της αλήθειας
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους εξαντλούνται τα περιθώρια ελιγμών, οι αυταπάτες για σχέδια Β και για ιδιαίτερο δρόμο της Γερμανίας. Με αφορμή την κρίση στη Γαλλία και την Ιταλία, το Βερολίνο διαπιστώνει ότι ακόμη και αυτοί που προσυπέγραψαν τη γερμανική Ευρώπη δεν μπορούν να την επιβάλουν στις κοινωνίες τους, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος με τη Μόσχα και η συρρίκνωση των προσδοκιών για ανάδειξη των Χωρών BRICS και των Αναδυόμενων Αγορών συνολικά ως εναλλακτικών της Ε.Ε. - Ευρωζώνης για τις γερμανικές εξαγωγές, διεξόδων, δείχνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μονόδρομος. Ενας μονόδρομος, την αξιοπιστία του οποίου εντός και εκτός Γερμανίας υπονόμευσε αποφασιστικά την τελευταία εικοσιπενταετία το μετέωρο ευρωπαϊκό βήμα της πολιτικής ελίτ πρώτα στη Βόννη και στη συνέχεια στο Βερολίνο.
Μετά το 1989 όλοι ήθελαν τη Γερμανία να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες της ως ηγέτιδας δύναμης της Ευρώπης, όπως ακριβώς μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918, όλοι ήθελαν τη μόνιμη εμπλοκή των ΗΠΑ στην εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, μια εξέλιξη που είχε προεξοφληθεί ως αυτονόητη, καθώς ο Πρόεδρος Ουίλσον είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη χάραξη του Νέου Χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου. Αντί του αυτονόητου, η Γερουσία των ΗΠΑ απέρριψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και η χώρα επέστρεψε στον απομονωτισμό που ήταν επιζήμια αλλά βιώσιμη επιλογή.Σήμερα η πολιτική ελίτ της Γερμανίας διστάζει να αναλάβει πλήρως τις ευρωπαϊκές της ευθύνες, χωρίς όμως ορατή βιώσιμη εναλλακτική επιλογή.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ