Το τελευταίο διάστημα έχουμε
ξανά παροξυσμό της βίας στα πανεπιστήμιά μας με πιο αντιπροσωπευτική
περίπτωση εκείνης των Αθηνών. Άσχετα από τις συγκυριακές εκδηλώσεις του
φαινόμενο είναι σοβαρό. Η βία δεν εμφανίζεται μόνο στις αιχμηρές μορφές
τις οποίες «πιάνει» συνήθως η δημοσιότητα. Ενδημεί με διάφορες
αποχρώσεις από την ωμή βία μέχρι την αδιαλλαξία. Πολλά, τώρα, λέγονται
και γράφονται για την αντιμετώπιση του θλιβερού φαινομένου. Δυστυχώς
όλες οι προσεγγίσεις θεμελιώνονται σε λάθος ερμηνεία του φαινομένου και
ως εκ τούτου είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα μέτρα που προτείνονται θα
αποδειχτούν ατελέσφορα. Βασισμένος την πολύχρονη εμπειρία μου και στην
αγωνιώδη προσπάθειά μου να «καταλάβω» την ακαδημαϊκή κοινότητα σε
βάθος, θα προτείνω εδώ μιαν άλλη ερμηνεία που προφανώς υπαγορεύει μια
ριζικά διαφορετική μέθοδο αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ξεκινώ από την παρατήρηση ότι η βία εκδηλώνεται από μειοψηφίες. Η πλειοψηφία των φοιτητών είτε αντιστέκεται είτε στέκεται αρνητικά αλλά παθητική απέναντι στις «δυναμικές» ομάδες που λυμαίνονται τον χώρο τους. Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι από τις προσεκτικές καταγραφές των εμπειριών μου προκύπτει ότι η συντριπτική πλειονότητα των αναμειγνυομένων σε πράξεις βίας και οπωσδήποτε εκείνη των «ηγητόρων» είναι φοιτητές και φοιτήτριες με μηδενικές ή εξαιρετικά χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις. Μια τρίτη και τελευταία επισήμανση που προέρχεται από εκτεταμένες και βασανιστικές –μερικές φορές- συζητήσεις με φοιτητές μου που μετείχαν σε τέτοιες δραστηριότητες, είναι ότι σχεδόν όλοι και όλες τους δεν αισθάνονται την παραμικρή συνάφεια με τις σπουδές και το ίδρυμά τους. Είναι βαθειά αλλοτριωμένοι νέοι και νέες που στο βάθος πιστεύουν ότι κάποια καταναγκαστική διαδικασία του έριξε εκεί που βρίσκονται και που γιαυτό δεν έχουν απολύτως καμία υποχρέωση να σεβαστούν τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που εκπηγάζουν από αυτές. Ουσιαστικά δεν θεωρούν δική τους επιλογή το ότι βρίσκονται στην συγκεκριμένη θέση στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Απλώς μισούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και την θεωρούν κυρίως ως ευκαιρία για να δείξουν την εξέγερσή τους για την οποία δεν έχουν καν συνειδητοποιημένη ερμηνεία. Η εξέγερσή τους είναι πέρα από κάθε λογική. Είναι βαθειά ψυχολογική και αδιέξοδη. Μια ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το γεγονός ότι συνήθως αναζητούν και βρίσκουν κάλυψη σε μέλη του διδακτικού προσωπικού που και οι ίδιοι έχουν την ίδια ψυχολογία «αποτυχίας». Είναι άτομα με εξαιρετικά χαμηλό επιστημονικό και ερευνητικό προφίλ και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι κι αυτοί εξεγερμένοι για την μοίρα τους.
Μέσα σε ένα τέτοιο ψυχολογικά πλαίσιο, οι νέοι αυτοί αναζητούν και βρίσκουν παράγοντες που ιδεολογικοποιούν το προσωπικό τους αδιέξοδο. Τέτοιοι παράγοντες είναι τα κόμματα, λ.χ., που από την πλευρά τους πανηγυρίζουν για τον εύκολο τρόπο που μπορούν να επιστρατεύσουν πολλαπλασιαστές των πολιτικών επιρροών τους. Η θλιβερή κατάσταση των πανεπιστημίων μας είναι καλό πρόσχημα για την ιδεολογικοποίηση της προσωπικής εξέγερσης κάθε μορφής. Αλλά και αυτή η όδευση δίνει την δυνατότητα σε ανορθολογικές εκφράσεις που αυτοτοποθετούνται στον χώρο της αριστεράς να κάνουν ψυχολογική επιστράτευση νεαρών στελεχών. Έτσι δένει μια σιωπηρή και στρεβλή συμμαχία που την πληρώνει τελικά το πανεπιστήμιο, όπου η δράση της χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και δίνει παραπέρα δευτερογενή τροφή στην εξέγερση και διαμαρτυρία.
Αν τα ευρήματα αυτά μιας (ομολογώ) όχι τεκμηριωμένης περιγραφής των δεδομένων είναι αλήθεια, τότε προφανώς ανακύπτει το συμπέρασμα, ότι η όλη συμπεριφορά οφείλεται στο ότι κάποιο σύστημα κακώς τοποθετεί ένα μεγάλο ποσοστό νέων μέσα στο πανεπιστήμιο, η τουλάχιστο σε πανεπιστήμια χαμηλής προτίμησης των ίδιων των ενδιαφερομένων. Και αυτό το σύστημα είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η επιλογή και εισαγωγή στα πανεπιστήμιά μας. Θεωρώ, ότι το σύστημα εισαγωγής είναι από πολλές απόψεις καταστροφικό αλλά από αυτή την άποψη βασικός παράγοντας επώασης εξεγερτικής ψυχολογίας που οδηγεί στην βία. Και όχι μόνο. Παράλληλα παράγει αλλοτριωμένα νεαρά άτομα με έντονη την σφραγίδα του ηθικού μηδενισμού. Είναι, με λίγα λόγια, καταστροφικά. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιο σύστημα σαν το δικό μας δεν υπάρχει πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο. Αυτό μεταξύ άλλων, εύκολα δείχνει ότι κοινωνίες με ουσιαστικότερη εκπαιδευτική παράδοση απέφυγαν την «εφεύρεση» τέτοιου συστήματος. Αυτό κάτι έπρεπε να μας έχει διδάξει.
Δεν είναι του παρόντος να αναλύσω το γιατί το σύστημα είναι πηγή προβλημάτων και στρεβλών επιλογών. Μπορώ όμως να επισημάνω, ότι σε κάθε συζήτηση γιαυτό, προβάλλεται ως κύριο προσόν του η «αντικειμενικότητα», δηλαδή η προστασία έναντι προκατειλημμένων και διεφθαρμένων επιλογών. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι αυτονόητη και ούτως ή άλλως πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε σύστημα επιλογής. Δεν αρκεί, όμως, για να δικαιολογήσει ένα σύστημα επιλογής φοιτητών. Το θέμα είναι κατά πόσο το σύστημα μπορεί να υποστηριχθεί από παιδαγωγική και κοινωνική άποψη. Και εκεί λίγοι είναι οι συνάδελφοι που θα μπορούσαν να το υποστηρίξουν πειστικά.
Ξεκινώ από την παρατήρηση ότι η βία εκδηλώνεται από μειοψηφίες. Η πλειοψηφία των φοιτητών είτε αντιστέκεται είτε στέκεται αρνητικά αλλά παθητική απέναντι στις «δυναμικές» ομάδες που λυμαίνονται τον χώρο τους. Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι από τις προσεκτικές καταγραφές των εμπειριών μου προκύπτει ότι η συντριπτική πλειονότητα των αναμειγνυομένων σε πράξεις βίας και οπωσδήποτε εκείνη των «ηγητόρων» είναι φοιτητές και φοιτήτριες με μηδενικές ή εξαιρετικά χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις. Μια τρίτη και τελευταία επισήμανση που προέρχεται από εκτεταμένες και βασανιστικές –μερικές φορές- συζητήσεις με φοιτητές μου που μετείχαν σε τέτοιες δραστηριότητες, είναι ότι σχεδόν όλοι και όλες τους δεν αισθάνονται την παραμικρή συνάφεια με τις σπουδές και το ίδρυμά τους. Είναι βαθειά αλλοτριωμένοι νέοι και νέες που στο βάθος πιστεύουν ότι κάποια καταναγκαστική διαδικασία του έριξε εκεί που βρίσκονται και που γιαυτό δεν έχουν απολύτως καμία υποχρέωση να σεβαστούν τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που εκπηγάζουν από αυτές. Ουσιαστικά δεν θεωρούν δική τους επιλογή το ότι βρίσκονται στην συγκεκριμένη θέση στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Απλώς μισούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και την θεωρούν κυρίως ως ευκαιρία για να δείξουν την εξέγερσή τους για την οποία δεν έχουν καν συνειδητοποιημένη ερμηνεία. Η εξέγερσή τους είναι πέρα από κάθε λογική. Είναι βαθειά ψυχολογική και αδιέξοδη. Μια ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το γεγονός ότι συνήθως αναζητούν και βρίσκουν κάλυψη σε μέλη του διδακτικού προσωπικού που και οι ίδιοι έχουν την ίδια ψυχολογία «αποτυχίας». Είναι άτομα με εξαιρετικά χαμηλό επιστημονικό και ερευνητικό προφίλ και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι κι αυτοί εξεγερμένοι για την μοίρα τους.
Μέσα σε ένα τέτοιο ψυχολογικά πλαίσιο, οι νέοι αυτοί αναζητούν και βρίσκουν παράγοντες που ιδεολογικοποιούν το προσωπικό τους αδιέξοδο. Τέτοιοι παράγοντες είναι τα κόμματα, λ.χ., που από την πλευρά τους πανηγυρίζουν για τον εύκολο τρόπο που μπορούν να επιστρατεύσουν πολλαπλασιαστές των πολιτικών επιρροών τους. Η θλιβερή κατάσταση των πανεπιστημίων μας είναι καλό πρόσχημα για την ιδεολογικοποίηση της προσωπικής εξέγερσης κάθε μορφής. Αλλά και αυτή η όδευση δίνει την δυνατότητα σε ανορθολογικές εκφράσεις που αυτοτοποθετούνται στον χώρο της αριστεράς να κάνουν ψυχολογική επιστράτευση νεαρών στελεχών. Έτσι δένει μια σιωπηρή και στρεβλή συμμαχία που την πληρώνει τελικά το πανεπιστήμιο, όπου η δράση της χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και δίνει παραπέρα δευτερογενή τροφή στην εξέγερση και διαμαρτυρία.
Αν τα ευρήματα αυτά μιας (ομολογώ) όχι τεκμηριωμένης περιγραφής των δεδομένων είναι αλήθεια, τότε προφανώς ανακύπτει το συμπέρασμα, ότι η όλη συμπεριφορά οφείλεται στο ότι κάποιο σύστημα κακώς τοποθετεί ένα μεγάλο ποσοστό νέων μέσα στο πανεπιστήμιο, η τουλάχιστο σε πανεπιστήμια χαμηλής προτίμησης των ίδιων των ενδιαφερομένων. Και αυτό το σύστημα είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η επιλογή και εισαγωγή στα πανεπιστήμιά μας. Θεωρώ, ότι το σύστημα εισαγωγής είναι από πολλές απόψεις καταστροφικό αλλά από αυτή την άποψη βασικός παράγοντας επώασης εξεγερτικής ψυχολογίας που οδηγεί στην βία. Και όχι μόνο. Παράλληλα παράγει αλλοτριωμένα νεαρά άτομα με έντονη την σφραγίδα του ηθικού μηδενισμού. Είναι, με λίγα λόγια, καταστροφικά. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιο σύστημα σαν το δικό μας δεν υπάρχει πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο. Αυτό μεταξύ άλλων, εύκολα δείχνει ότι κοινωνίες με ουσιαστικότερη εκπαιδευτική παράδοση απέφυγαν την «εφεύρεση» τέτοιου συστήματος. Αυτό κάτι έπρεπε να μας έχει διδάξει.
Δεν είναι του παρόντος να αναλύσω το γιατί το σύστημα είναι πηγή προβλημάτων και στρεβλών επιλογών. Μπορώ όμως να επισημάνω, ότι σε κάθε συζήτηση γιαυτό, προβάλλεται ως κύριο προσόν του η «αντικειμενικότητα», δηλαδή η προστασία έναντι προκατειλημμένων και διεφθαρμένων επιλογών. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι αυτονόητη και ούτως ή άλλως πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε σύστημα επιλογής. Δεν αρκεί, όμως, για να δικαιολογήσει ένα σύστημα επιλογής φοιτητών. Το θέμα είναι κατά πόσο το σύστημα μπορεί να υποστηριχθεί από παιδαγωγική και κοινωνική άποψη. Και εκεί λίγοι είναι οι συνάδελφοι που θα μπορούσαν να το υποστηρίξουν πειστικά.