Ανάμεσα στα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει
σήμερα η Τουρκία, το Κουρδικό παραμένει το πιο σοβαρό, επειδή απειλεί
την ίδια την ενότητά της και επιπλέον επηρεάζει τις σχέσεις της με άλλες
χώρες της περιοχής, αλλά και με την ίδια την Ουάσινγκτον. Θα πρέπει να
αναγνωριστεί όμως στο ισλαμικό κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και
τον Ερντογάν το γεγονός ότι πέτυχαν να κάνουν βήματα αντιμετώπισης του
Κουρδικού προβλήματος και αναγνώρισαν έστω και κάποια υποτυπώδη
δικαιώματα των Κούρδων.Υπήρχε πάντα η αντίληψη ότι στο πλαίσιο μιας ισλαμικής Τουρκίας θα ήταν
πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν οι κουρδικές διεκδικήσεις, δεδομένου
ότι θα υπήρχε μια πιο χαλαρή αντίληψη για τον ρόλο του εθνικού κράτους
από την αντίστοιχη κεμαλική. Και με δεδομένο φυσικά ότι οι Κούρδοι είναι
σουνίτες μουσουλμάνοι και πιο εύκολα εντάσσονται σε μια μεγάλη
θρησκευτική κοινότητα απ' ό,τι στην αντίστοιχη εθνική. Θα πρέπει επίσης
να αναφερθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό της κουρδικής ψήφου πηγαίνει στο
AKP, κάτι που ενισχύει τις σημαντικές πλειοψηφίες που κατάφερε να έχει
στις επανειλημμένες εκλογές που έγιναν από το 2002 και μετά.
Το πιο σημαντικό βήμα που έκαναν ίσως οι Τούρκοι ισλαμιστές και ο
Ερντογάν, είναι ο διάλογος που άνοιξαν με το Κουρδικό Εργατικό Kόμμα
(PKK) και τον φυλακισμένο ηγέτη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Τα πράγματα όμως
περιπλέκονται τον τελευταίο καιρό, επειδή το Κουρδικό παίρνει
διαστάσεις ευρύτερου περιφερειακού προβλήματος, που ξεπερνά την Τουρκία,
λόγω της επιτυχίας του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους των τζιχαντιστών να
εγκαταστήσει δικό του χαλιφάτο σε τμήματα του συριακού και του ιρακινού
εδάφους. Αυτή η σημαντική επιτυχία των τζιχαντιστών αναβάθμισε τον ρόλο
των Κούρδων στην περιοχή, επειδή παραμένουν η μόνη αξιόμαχη,
συντεταγμένη δύναμη, ικανή να αντισταθεί στην προέλασή τους.
Η μάχη του Κομπανί ανέδειξε ακριβώς αυτό τον στρατηγικό ρόλο των
Κούρδων στην περιοχή. Αυτό όμως αναδεικνύει ταυτόχρονα και τις
εσωτερικές διαμάχες που υπάρχουν μέσα στους ίδιους τους Κούρδους. Βασικά
υπάρχει ένας υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στο PKK και τους Ιρακινούς
Κούρδους, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτύξει ξεχωριστές
σχέσεις με την Άγκυρα. Οι Κούρδοι της Συρίας συντάσσονται με το PKK.
Φαίνεται όμως ότι και μέσα στο ίδιο το PKK υπάρχουν διαφωνίες για τον
διάλογο με την Τουρκία. Ειδικά η στρατιωτική πτέρυγα του PKK φαίνεται να
μη συμφωνεί με τις υποχωρήσεις Οτσαλάν απέναντι στην Άγκυρα.
Το τελευταίο επεισόδιο σε όλες αυτές τις εξελίξεις γύρω από το Κουρδικό, δημόσιες και υπόγειες, ήταν μια δήλωση του αναπληρωτή προέδρου του AKP, Μεχμέτ Αλί Σαχίν (Mehmet Ali Sahin), που ανέφερε ότι Αμερικανοί επίσημοι συναντήθηκαν με εκπροσώπους του PKK στην έδρα τους, στα βουνά Καντίλ του βορείου Ιράκ. Ο Σαχίν ανέφερε πως οι Αμερικανοί επεδίωξαν μια συμφωνία με το PKK για τη συμμετοχή του στον πόλεμο εναντίον των τζιχαντιστών. Ακόμη ο Σαχίν άφησε να εννοηθεί ότι η Ουάσιγκτον δεν ευνοεί λύση του Κουρδικού προβλήματος στην Τουρκία. Σε αυτά προστέθηκε και μια δήλωση του στρατιωτικού ηγέτη του PKK Τζεμίλ Μπαγίκ (Cemil Bayik), που εισηγήθηκε και τη συμμετοχή των Αμερικανών στον διάλογο ανάμεσα στο PKK και την Άγκυρα. Η δήλωση αυτή του Κούρδου ηγέτη ερμηνεύτηκε από τη μια ως προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο ρόλος του Οτσαλάν στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις και από την άλλη ως αμερικανική προσπάθεια για συμμετοχή της Ουάσιγκτον στον ίδιο διάλογο.
Μολονότι είναι δύσκολο να ελεγχθούν όλες αυτές οι πληροφορίες, που παρουσιάζονται πολλές φορές και ως αντικρουόμενες, είναι γεγονός ότι στην Άγκυρα επικρατεί εκνευρισμός για τον ρόλο των Αμερικανών στον διάλογο με τους Κούρδους, και μάλιστα έμμεσα τους κατηγορούν ότι τον σαμποτάρουν. Να σημειωθεί πάντως ότι οι πρώτες επαφές των Τούρκων επισήμων με το PKK έγιναν στο παρελθόν, σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν από τουρκικούς διπλωματικούς κύκλους, και με τη διαμεσολάβηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Γεγονός είναι επίσης ότι οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν ποτέ στους Τούρκους, στις επανειλημμένες εξορμήσεις τους στο βόρειο Ιράκ, να πλήξουν την έδρα του PKK.
Το βέβαιο είναι ότι υπό τις σημερινές συνθήκες στην περιοχή, όλες οι εξελίξεις αναβαθμίζουν τον κουρδικό παράγοντα. Με αυτή την έννοια, και με γεγονός τη βοήθεια της Άγκυρας στους τζιχαντιστές, είναι φυσικό οι Δυτικοί να εμπιστεύονται περισσότερο τους Κούρδους απ΄ό,τι τους Τούρκους ισλαμιστές και τον Ερντογάν. Το ερώτημα όμως αν τελικά οι Κούρδοι, δεδομένων των ευνοϊκών γι΄αυτούς συνθηκών, θα πετύχουν τη δημιουργία δικού τους εθνικού κράτους και ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης για την Τουρκία, δεν μπορεί ασφαλώς να απαντηθεί αυτή τη στιγμή.
* Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.