24 Νοεμβρίου 2014

Στα άδυτα της ΕΥΠ από ένα «λόρδο»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣΣε μια χώρα όπου η συνωμοσιολογία θεριεύει και όλοι αναζητούν τον «αθέατο ξένο δάκτυλο» που καθορίζει τις τύχες του ελληνισμού, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η νηφάλια αναδρομή στην ιστορική πορεία των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο «Μυστική Δράση: Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Ελλάδα» του Παύλου Αποστολίδη (εκδόσεις Παπαζήση).

Ο Αποστολίδης, πρώην διπλωμάτης και διοικητής της ΕΥΠ στο διάστημα 1999-2004, γνωστός με το προσωνύμιο «ο λόρδος», εξηγεί στην εισαγωγή τι τον ώθησε στη συγγραφή του βιβλίου. Από δείγματα παλαιών εγγράφων που του έφερναν στελέχη της ΕΥΠ στο πλαίσιο της μικροφωτογράφισης του παλαιού Αρχείου της υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων το πόρισμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης για τη δολοφονία Τσιγάντε, κινήθηκε το ενδιαφέρον του για την ιστορία των μυστικών υπηρεσιών: «Μου δημιουργήθηκε η σκέψη ότι θα άξιζε να ασχοληθώ με την ιστορία των πληροφοριών στην Ελλάδα, αντλώντας υλικό από το Αρχείο αλλά και κάνοντας μία έρευνα για το προ της ΚΥΠ παρελθόν των Υπηρεσιών Πληροφοριών. [...] Αποφάσισα να συγκεντρωθώ στις σημαντικότερες φάσεις της ελληνικής Ιστορίας, προσπαθώντας να διαπιστώσω τη συμβολή των πληροφοριών στη διαμόρφωσή τους».


ΚΥΠ και Κύπρος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μέρος του βιβλίου που αφορά τον ρόλο της ΚΥΠ στις μέρες μεταξύ του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου και της πρώτης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο - περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας υπηρετούσε στη Μεγαλόνησο. Οπως γράφει ο κ. Αποστολίδης: «Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου η Εθνική Φρουρά διέκοψε για λίγες ώρες τις επικοινωνίες της ελληνικής πρεσβείας και του εκεί κλιμακίου της ΚΥΠ, με αποτέλεσμα η Κεντρική Υπηρεσία να ζητεί εναγωνίως πληροφορίες για τις εξελίξεις και να μέμφεται το κλιμάκιό της για πλημμελή εκτέλεση καθήκοντος».

Η απροθυμία της ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς να ενημερώνει το τοπικό κλιμάκιο για τις εξελίξεις συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Παρόλα αυτά, ο κ.Αποστολίδης αφηγείται ότι η ΚΥΠ, από την επόμενη κιόλας ημέρα μετά το πραξικόπημα «άρχισε να μεταδίδει ιδιαίτερα ανησυχητικές πληροφορίες για τις τουρκικές προετοιμασίες εισβολής». Για παράδειγμα, ενημέρωσε την Αθήνα για εξελίξεις όπως «η μεταστάθμευση αεροσκαφών στο αεροδρόμιο της Αντάλειας», «η διαταγή της 39ης μεραρχίας προς τις μονάδες της να αναφέρουν ποια υλικά θα αφήσουν στα στρατόπεδά τους και ποια θα πάρουν στην Κύπρο», «η διαταγή του τουρκικού Αρχηγείου Χωροφυλακής προς τις Μονάδες του που θα συμμετάσχουν στην επιχείρηση κατά της Κύπρου, να ετοιμασθούν εντός 12ώρου», η μεταφορά 50 τόνων οπλισμού και πυρομαχικών για τις δυνάμεις απόβασης, η συγκρότηση αμφίβιας ταξιαρχίας στη Μερσίνη και η επιβίβαση του 50ού Τάγματος Πεζικού σε πλοία και ο εντοπισμός του στην Αλάτα.

Η εισβολή

Η τελευταία αυτή πληροφορία οδήγησε στην κλήση του σταθμάρχη Λευκωσίας Γ. Τσούμη στην Αθήνα, όπου είδε τον επικεφαλής της ΚΥΠ το πρωί της 19ης Ιουλίου. «Το απόγευμα της ίδιας μέρας πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην ΚΥΠ που κατέληξε στην εκτίμηση ότι “ο Εχθρός δύναται από τούδε να εισβάλει εις Νήσον Κύπρον δια Δυνάμεως...υποστηριζόμενος..., αποβιβαζόμενος εις..., εφόσον οι πολιτικοστρατιωτικές συνθήκες το επιτρέψουν”» γράφει ο Αποστολίδης. Παρόλα αυτά, «κατά τον Στρατηγό Μπονάνο [επικεφαλής των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων], ο Αρχηγός της ΚΥΠ τον επισκέφθηκε δύο φορές τη 19η Ιουλίου και του έδωσε καθησυχαστικές πληροφορίες, όπως τα περί “συνήθων” ασκήσεων των Τούρκων!» Στον επίλογο του βιβλίου, ο κ. Αποστολίδης θέτει το κρίσιμο ζήτημα του ελλείμματος σοβαρού διαλόγου για τις μυστικές υπηρεσίες και τον ρόλο τους στη χώρα μας. «Η συζήτηση για το πόσο αποτελεσματική Υπηρεσία θέλουμε δεν έχει γίνει στην Ελλάδα» γράφει. «Η αποτελεσματικότητα σχετίζεται, όχι όμως απόλυτα, με το εύρος των αρμοδιοτήτων, νομίμων ή μη. Γι’ αυτό και όσο λιγότερο δημοκρατικό είναι ένα κράτος, τόσο δυνατότερη Υπηρεσία Πληροφοριών έχει» - με την εξαίρεση (για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση) των ΗΠΑ και του Ισραήλ.

«Η ΕΥΠ αποτελεί μέρος μιας αναποτελεσματικής Δημόσιας Διοίκησης, με όλες τις παθογένειές της» σημειώνει ο συγγραφέας. «Λόγω της ιδιαιτερότητας της αποστολής της έχει υποστεί μεγαλύτερες επεμβάσεις από κυβερνήσεις απ’ ό,τι το υπόλοιπο Δημόσιο. Παρ’ όλα αυτά έχει ευσυνείδητα στελέχη, τα οποία χρειάζονται ανάδειξη και ενθάρρυνση για να αποδώσουν έργο».

Προτεραιότητα στο έργο της ΕΥΠ, κατά τον πρώην διοικητή της, πρέπει να λάβει «η προστασία των κρατικών επικοινωνιών, μετά τις συνταρακτικές αποκαλύψεις του τεχνικού της αμερικανικής Υπηρεσίας NSA Edward Snowden σχετικά με την τεχνολογική πρόοδο που έχει σημειώσει η πρώην Υπηρεσία του και η αντίστοιχη βρετανική GCHQ στις μαζικές υποκλοπές επικοινωνιών και την πρόσβαση στα προσωπικά στοιχεία που αποθηκεύουν οι εταιρείες του Διαδικτύου». «Η πρόκληση είναι μεγάλη και απαιτεί ευρύτερη συνεργασία με άλλες Υπηρεσίες που έχουν τεχνογνωσία στον τομέα αυτό. Εκτός αν υιοθετήσουμε τη θέση ότι δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε!», καταλήγει.