«Χάνει την επιρροή του στις Ηνωμένες
Πολιτείες η AIPAC;» αναρωτιέται το περιοδικό New Yorker στο τελευταίο
του τεύχος (1.9.14). Τι είναι η AIPAC; Η Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή
Δημοσίων Υποθέσεων, το (άλλοτε;) πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι της Αμερικής.
Το φημισμένο αμερικανικό περιοδικό καταγράφει σε εκτενές ρεπορτάζ γύρω
από την τρέχουσα πολιτική σκηνή της Ουάσινγκτον ότι η AIPAC εναντιώθηκε
σφοδρά στην πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα, δείχνει τώρα όμως να χάνει
έδαφος. «Για την AIPAC, η ένταση με την κυβέρνηση Ομπάμπα γύρω από τη
Γάζα ήρθε εν μέσω μιας μακράς σειράς συγκρούσεων», γράφει η Κόνι Μπρουκ
(Connie Bruck) στο τρέχον New Yorker. «Ισως η πιο σημαντική από αυτές να
ήταν γύρω από το αν το Ιράν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα ή όχι».
Παρότι η επιρροή της AIPAC στο αμερικανικό Κογκρέσο έχει πλέον αποκτήσει «θεσμική υπόσταση» (institutionalized – το περιοδικό εξηγεί πώς και γιατί συνέβη αυτό), πλέον βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, στριμωγμένη ανάμεσα σε ένα όλο και περισσότερο άκαμπτο, ακροδεξιό Ισραήλ και σε μια κατακερματισμένη Αμερική, με συνέπεια να μην μπορεί να κινηθεί με την άνεση και την αποτελεσματικότητα που το έκανε στο παρελθόν. Ειδικά για τους πιο προοδευτικούς Δημοκρατικούς, η AIPAC «προωθεί ζητήματα που αυτοί βλέπουν ως ανάθεμα».
Στο ίδιο άρθρο γίνεται μια καταγραφή της ιστορίας της AIPAC και της ισχύος που απέκτησε στις ΗΠΑ, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά (η Ουάσιγκτον δεν ήταν πάντοτε φίλα προσκείμενη στο Ισραήλ και την εβραϊκή διασπορά: τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επί προεδρίας Ρούζβελτ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε απορρίψει πολλές αιτήσεις να διασωθούν ερχόμενοι στην Αμερική Εβραίοι που διώκονταν στην Ευρώπη από τους ναζί. Ηταν κοινό μυστικό ότι ο αντισημιτισμός θέριευε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ). Η αρθρογράφος του New Yorker μνημονεύει επίσης την εργασία των Τζον Μιρσάιμερ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, και Στίβεν Ουόλτ, κοσμήτορα της Σχολής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με τίτλο «Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ». Είχε δημοσιευθεί στις 23 Μαρτίου του 2006, στη βιβλιολογική επιθεώρηση The London Review of Books (στη χώρα μας έχει κυκλοφορήσει αυτόνομα με τον παραπάνω τίτλο, μτφρ. Μ. Δεσύπρη, εκδ. Θύραθεν).
Το κείμενο εκείνο είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση στις ΗΠΑ και ειδικά από την AIPAC. Bασική θέση των συγγραφέων ήταν ότι η αμερικανική υποστήριξη στο Ισραήλ, που ακολουθείται από όλες τις αμερικανικές κυβερνήσεις μετά τον Πόλεμο του 1967, είναι επιζήμια για την ίδια τη χώρα. Για τους Μιρσάιμερ-Ουόλτ το Ισραήλ είναι «στρατηγικό βαρίδιο». Δεν πρόκειται όμως για πολεμική κατά του Ισραήλ. Αλλού είναι το σημείο αφετηρίας τους: στη μετεξέλιξη της παλαιάς realpolitik, που κατά τον Μιρσάιμερ είναι η σχολή του «νεορεαλισμού». Σύμφωνα με αυτή, πρώτιστο εθνικό συμφέρον για ένα κράτος είναι να επιδιώκει να βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ηγεμονίας. Οι Μιρσάιμερ-Ουόλτ θεωρούν ότι το Ισραήλ, μέσω της AIPAC, παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια τέτοια πολιτική που, ειδικά σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.
Πέρα από τις επιθέσεις που δέχθηκαν οι δύο καθηγητές, ξεκίνησε τότε ένας διάλογος πάνω σε αυτό που ο δημοσιογράφος Mάικλ Kίνσλεϊ χαρακτήρισε «ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο»: όλοι όσοι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ελέφαντα κάνουν ότι δεν βλέπουν τον ελέφαντα (όπου ελέφαντα, βλέπε AIPAC/Ισραήλ). Κατά το New Yorker, φαίνεται πως οι πάντες πλέον στην Ουάσιγκτον βλέπουν τον ελέφαντα. Και συζητούν γι’ αυτόν.
Παρότι η επιρροή της AIPAC στο αμερικανικό Κογκρέσο έχει πλέον αποκτήσει «θεσμική υπόσταση» (institutionalized – το περιοδικό εξηγεί πώς και γιατί συνέβη αυτό), πλέον βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, στριμωγμένη ανάμεσα σε ένα όλο και περισσότερο άκαμπτο, ακροδεξιό Ισραήλ και σε μια κατακερματισμένη Αμερική, με συνέπεια να μην μπορεί να κινηθεί με την άνεση και την αποτελεσματικότητα που το έκανε στο παρελθόν. Ειδικά για τους πιο προοδευτικούς Δημοκρατικούς, η AIPAC «προωθεί ζητήματα που αυτοί βλέπουν ως ανάθεμα».
Στο ίδιο άρθρο γίνεται μια καταγραφή της ιστορίας της AIPAC και της ισχύος που απέκτησε στις ΗΠΑ, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά (η Ουάσιγκτον δεν ήταν πάντοτε φίλα προσκείμενη στο Ισραήλ και την εβραϊκή διασπορά: τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επί προεδρίας Ρούζβελτ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε απορρίψει πολλές αιτήσεις να διασωθούν ερχόμενοι στην Αμερική Εβραίοι που διώκονταν στην Ευρώπη από τους ναζί. Ηταν κοινό μυστικό ότι ο αντισημιτισμός θέριευε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ). Η αρθρογράφος του New Yorker μνημονεύει επίσης την εργασία των Τζον Μιρσάιμερ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, και Στίβεν Ουόλτ, κοσμήτορα της Σχολής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με τίτλο «Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ». Είχε δημοσιευθεί στις 23 Μαρτίου του 2006, στη βιβλιολογική επιθεώρηση The London Review of Books (στη χώρα μας έχει κυκλοφορήσει αυτόνομα με τον παραπάνω τίτλο, μτφρ. Μ. Δεσύπρη, εκδ. Θύραθεν).
Το κείμενο εκείνο είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση στις ΗΠΑ και ειδικά από την AIPAC. Bασική θέση των συγγραφέων ήταν ότι η αμερικανική υποστήριξη στο Ισραήλ, που ακολουθείται από όλες τις αμερικανικές κυβερνήσεις μετά τον Πόλεμο του 1967, είναι επιζήμια για την ίδια τη χώρα. Για τους Μιρσάιμερ-Ουόλτ το Ισραήλ είναι «στρατηγικό βαρίδιο». Δεν πρόκειται όμως για πολεμική κατά του Ισραήλ. Αλλού είναι το σημείο αφετηρίας τους: στη μετεξέλιξη της παλαιάς realpolitik, που κατά τον Μιρσάιμερ είναι η σχολή του «νεορεαλισμού». Σύμφωνα με αυτή, πρώτιστο εθνικό συμφέρον για ένα κράτος είναι να επιδιώκει να βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ηγεμονίας. Οι Μιρσάιμερ-Ουόλτ θεωρούν ότι το Ισραήλ, μέσω της AIPAC, παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια τέτοια πολιτική που, ειδικά σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.
Πέρα από τις επιθέσεις που δέχθηκαν οι δύο καθηγητές, ξεκίνησε τότε ένας διάλογος πάνω σε αυτό που ο δημοσιογράφος Mάικλ Kίνσλεϊ χαρακτήρισε «ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο»: όλοι όσοι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ελέφαντα κάνουν ότι δεν βλέπουν τον ελέφαντα (όπου ελέφαντα, βλέπε AIPAC/Ισραήλ). Κατά το New Yorker, φαίνεται πως οι πάντες πλέον στην Ουάσιγκτον βλέπουν τον ελέφαντα. Και συζητούν γι’ αυτόν.