Δημόσιοι υπάλληλοι σε διαδήλωση έξω
από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα στις 17 Ιουλίου, ζητώντας την
απελευθέρωση των 49 υπαλλήλων που αιχμαλωτίστηκαν από ισλαμιστές
αντάρτες τον Ιούνιο στο τουρκικό προξενείο της Μοσούλης.
Του Piotr Zalewski
Η άνοδος των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ έχει επηρεάσει τόσο την οικονομία όσο και την ασφάλεια του ισχυρού γείτονά τους, της Τουρκίας. Ωστόσο, η Τουρκία δεν έχει εμπλακεί σε ένοπλη διένεξη με τους αντάρτες. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έχει παίξει η υπόθεση ομηρίας Τούρκων πολιτών. Στις αρχές Ιουνίου, όταν οι αντάρτες κατέλαβαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, τη Μοσούλη, κατέλαβαν επίσης και το εκεί τουρκικό προξενείο, συλλαμβάνοντας 49 άτομα, συμπεριλαμβανομένων του γενικού προξένου και τριών παιδιών. Μέσα σε λίγες μέρες, είχε απαγορευτεί στα τουρκικά μέσα να αναμεταδίδουν τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση. Οι όμηροι παραμένουν σε αιχμαλωσία.
«Είναι πολύ δύσκολο πλέον για την Τουρκία να διαχειριστεί την κατάσταση», λέει ο Γιασάρ Γιακίς, πρώην υπουργός Εξωτερικών. «Τα χέρια του είναι δεμένα. Ειδικά μετά την εκτέλεση [του Αμερικανού δημοσιογράφου James Foley] γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κάνει κάτι που το Ισλαμικό Κράτος θα μπορούσε να αντιληφθεί ως λάθος κίνηση». Την Τρίτη, οι τζιχαντιστές ισχυρίστηκαν ότι αποκεφάλισαν τον Steven Sotloff, έναν άλλο δημοσιογράφο των ΗΠΑ που κρατούσαν ως «δεύτερο μάθημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η Τουρκία χαρακτηρίζει επίσημα το Ισλαμικό Κράτος ως τρομοκρατική οργάνωση, αλλά ο Recep Tayyip Erdoğan, που εξελέγη πρόεδρος τον Αύγουστο μετά από μία θητεία δέκα ετών και πλέον ως πρωθυπουργός, απέφυγε να χρησιμοποιήσει αυτό το χαρακτηρισμό. Στα τέλη Ιουνίου, λίγο μετά την κατάληψη του προξενείου από τους αντάρτες, προειδοποίησε τα τουρκικά ΜΜΕ και την αντιπολίτευση να μην τον αναγκάσουν να κάνει «προκλητικές δηλώσεις σχετικά με αυτή την οργάνωση». Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός, τελευταία αναφέρεται στο Ισλαμικό Κράτος ως «μια ριζοσπαστική οργάνωση με δομή τρομοκρατικής ομάδας».
Αυτή η οργάνωση με τη δομή τρομοκρατικής ομάδας έχει στήσει μία επιχείρηση μόλις σε απόσταση μιας ώρας με το αυτοκίνητο, κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, από την επαρχία Γκαζιαντέπ της Τουρκίας, ένα ακμάζον κέντρο εξαγωγών στο νότιο τμήμα της χώρας. Ο πόλεμος στη Συρία έχει ήδη δημιουργήσει ένα κενό στην τοπική οικονομία, αποκόπτοντας τους Τούρκους εμπόρους από τις αγορές στην Ιορδανία, το Λίβανο, και τον Περσικό Κόλπο. Ένα μήνα μετά την κατάληψη από το Ισλαμικό Κράτος της Μοσούλης και άλλων πόλεων του Ιράκ, οι εξαγωγές της τουρκικής επαρχίας προς το Ιράκ μειώθηκαν 48% σε σύγκριση με τα στοιχεία του περασμένου έτους, σύμφωνα με το εμπορικό επιμελητήριο του Γκαζιαντέπ.
Το Ισλαμικό Κράτος «έχει μπλοκάρει τις εμπορικές οδούς από το βόρειο τμήμα [του Ιράκ] ως το κέντρο», λέει ένας παραγωγός τροφίμων, ο οποίος ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το όνομά του, λόγω της πολιτικής της εταιρείας του. «Στέλναμε 15.000 τόνους στο Ιράκ κάθε μήνα [με φορτηγό]. Το τελευταίο δίμηνο αυτό έχει σταματήσει». Το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών της Τουρκίας με το Ιράκ έχει πέσει κατά 32% από τον Ιούνιο.
Εκεί όπου το εμπόριο έχει χαθεί, το λαθρεμπόριο έχει θριαμβεύσει. Από την αρχή του πολέμου στη Συρία, η ποσότητα των καυσίμων που κατάσχονται στα σύνορα έχει τριπλασιαστεί, σύμφωνα με πηγές του τουρκικού κράτους. Το πετρέλαιο παράγεται και διυλίζεται με φθηνά μέσα και έπειτα μεταφέρεται στην Τουρκία είτε με φορτηγά, μέσω συρόμενων βυτίων, είτε αντλείται μέσω πλαστικών αγωγών. Μεσάζοντες αγοράζουν τα καύσιμα σε τιμή που κυμαίνεται από 1 έως 1,5 λίρες (0,35 έως 0,53 ευρώ) το λίτρο, αναφέρει ο Ali Ediboglu, βουλευτής της αντιπολίτευσης. Μέχρι τη στιγμή που φτάνει σε μέρη όπως το Γκαζιαντέπ, λένε οι ντόπιοι, πωλείται αντί περίπου 3 λιρών (1,06 ευρώ). Οι Τούρκοι πληρώνουν περίπου 5 λίρες (1,76 ευρώ) ανά λίτρο στην αντλία, περισσότερο από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και το διπλάσιο του μέσου όρου τιμής στις ΗΠΑ.
Ένα μεγάλο μέρος των κερδών φαίνεται να πηγαίνει κατευθείαν στα ταμεία του Ισλαμικού Κράτους. Οι σουνίτες αντάρτες ελέγχουν περίπου το 60% της παραγωγής αργού πετρελαίου στη Συρία, παράλληλα με αρκετές πετρελαιοπηγές στο Ιράκ, λέει ο Luay al-Khateeb, συνεργάτης του Brookings Doha Center. «Η παραγωγή θα μπορούσε να είναι περίπου 50.000 βαρέλια ανά ημέρα», λέει. «Υπολογίζοντας ένα κόστος 50 ή 60 δολάρια το βαρέλι, αυτό θα σήμαινε αύξηση των πωλήσεων έως και 3 εκατομμύρια δολάρια». Ενώ μερικά από τα καύσιμα πωλούνται ή διανέμονται τοπικά, λέει, τα υπόλοιπα μπαίνουν λαθραία στη νότια Τουρκία. «Είναι η μόνη εξαγωγική αγορά που έχει το Ισλαμικό Κράτος».
Τα ποσά μπορεί να φαίνονται ασήμαντα, λεει ο Al-Khateeb, «αλλά σίγουρα βοηθούν την οργάνωση να επεκτείνει τις δραστηριότητές της και να στρατολογήσει νέα μέλη». Πριν την επίθεση της 10ης Ιουνίου στη Μοσούλη, ειδικοί αναλυτές υπολόγιζαν το πλήθος ανταρτών του Ισλαμικού Κράτους σε 10.000 άνδρες. Λέγεται ότι σήμερα ο αριθμός αυτός έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί. Ο Hisham al-Hashimi, ένας ιρακινός ειδικός στις σουνιτικές εξεγέρσεις, υπολογίζει μία δύναμη μεταξύ 30.000 και 50.000 ανδρών.
Η Τουρκία έχει επανειλημμένα δεχθεί κριτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, επειδή έχει επιτρέψει σε αντάρτες όλων των κατηγοριών, - από μετριοπαθείς ως σκληροπυρηνικούς ισλαμιστές – να περάσουν στην Συρία. Τούρκοι αξιωματούχοι παραδέχονται ότι πολλοί αντάρτες κατάφεραν να γλιστρήσουν μέσα από τα σύνορα των 560 μιλίων, αλλά αρνούνται ότι του βοήθησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η κυβέρνηση έχει επιβάλει αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους και έχει ξεκινήσει τον έλεγχο των επιβατών στις πτήσεις επιστροφής. Έχει επίσης προχωρήσει σε ενέργειες με στόχο την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων. «Προσπαθούμε να διασφαλίσουμε ότι οι λαθρέμποροι γνωρίζουν ότι κάνουν λαθρεμπόριο σήμερα, αυτό θα συσχετιστεί με την τρομοκρατία», λέει ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης.
Η απειλή από το Ισλαμικό Κράτος τώρα κάνει μετάσταση. Έχοντας ήδη καταλάβει εκτάσεις γης στη βόρεια Συρία, οι τζιχαντιστές έχουν βάλει τώρα στο μάτι μια σειρά από πόλεις κοντά στα τουρκικά σύνορα, προφανώς για να ανοίξουν νέες οδούς προμήθευσης όπλων και ανταρτών. Στο Ιράκ, έχουν προσπαθήσει να προελαύσουν προς το Ερμπίλ, την πρωτεύουσα της αυτόνομης Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (KRG), ένας μαγνήτης τουρκικών επενδύσεων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το Ισλαμικό Κράτος έχει επίσης αρχίσει τη στρατολόγηση ανδρών στο εσωτερικό της Τουρκίας, πιθανώς με τη βοήθεια των ισλαμιστικών ΜΚΟ και κάποιων ιδρυμάτων. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Τούρκων που έχουν ενταχθεί στις τέξεις των εξτρεμιστών κυμαίνονται από μερικές εκατοντάδες έως πάνω από χίλιους. «Μόλις εδραιώσουν τα κέρδη τους στο Ιράκ και τη Συρία, ένα μέρος της ηγεσίας του Ισλαμικού Κράτους μπορεί να προσπαθήσει να εξάγει τη δική τους άποψη περί τζιχάντ στην Τουρκία», λέει ο Sinan Ulgen, πρώην διπλωμάτης και επισκέπτης καθηγητής στο Carnegie Endowment for International Peace. «Η μεγαλύτερη απειλή είναι η δυνατότητά τους να οργανώσουν επιθέσεις αυτοκτονίας σε τουρκικό έδαφος».
Ενώ οι ΗΠΑ έχουν βομβαρδίσει θέσεις του ισλαμικού Κράτους στο βόρειο Ιράκ, και ενώ η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και το Ιράν έχουν προμηθεύσει ή έχουν δεσμευτεί να προμηθεύουν τις δυνάμεις του KRG με όπλα, η Τουρκία δεν έχει παράσχει στους Κούρδους οποιαδήποτε στρατιωτική βοήθεια, τουλάχιστον όχι φανερά. Έχει παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια σε μια σειρά από καταληφθείσες πόλεις και βοήθησε στον απεγκλωβισμό χιλιάδων Yazidis, που ανήκουν σε μια ιρακινή θρησκευτική μειονότητα, οι οποίοι έφτασαν στο βουνό Sinjar μετά τις επιθέσεις Ισλαμικού Κράτους.
Η Τουρκία έχει συμφέρον να μην θεωρηθεί ως μέρος μιας στρατηγικής που έχει σκοπό να περιορίσει ή να εξαλείψει το Ισλαμικό Κράτος, λέει ο Ulgen, πρώην διπλωμάτης: «Από τις χώρες που αποτελούν μέρος της εν λόγω στρατηγικής, είναι η πιο εκτεθειμένη». Κληθείς να σχολιάσει την επίπτωση που μπορεί να έχει η κατάσταση ομηρίας στη Μοσούλη σχετικά με τις επιλογές της Τουρκίας κατά του Ισλαμικού Κράτους, ένας Τούρκος αξιωματούχος σχολίασε. «Είμαστε προσεκτικοί».
Ο Zalewski είναι συνεργάτης του Bloomberg Businessweek.
CAPITAL.GR