04 Σεπτεμβρίου 2014

Οι εξτρεμιστές ενώνουν εναντίον τους τη Μ. Ανατολή

Σιίτες μαχητές πανηγυρίζουν την ανακατάληψη μικρής πόλης βορειοδυτικά της πόλης Τικρίτ από τους εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους REUTERS/Stringer Του Νικόλα Ζηργάνου
Τον Σεπτέμβριο του 2013, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία ήταν έτοιμες να βομβαρδίσουν τη Συρία και στήριζαν τους ακραίους ισλαμιστές αντάρτες -ακόμη και τα παρακλάδια της Αλ Κάιντα- προκειμένου να ανατραπεί από την εξουσία ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ. Στο Ιράκ οι Αμερικανοί πεζοναύτες είχαν ήδη αποχωρήσει, όσο για τις σχέσεις με το Ιράν, παρά τον διάλογο που συνεχιζόταν με την Τεχεράνη, η Ουάσινγκτον άφηνε τότε όλες τις επιλογές ανοιχτές σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με τους Ρεπουμπλικάνους, το φιλοϊσραηλινό λόμπι και το Τελ Αβίβ να πιέζουν επίσης για σαρωτικούς βομβαρδισμούς των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων.


Κοντά σε συμφωνία
 Τώρα, ένα χρόνο μετά, Ιρανοί και Αμερικανοί βρίσκονται στην τελική ευθεία για να συνυπογράψουν συμφωνία για τα πυρηνικά και την άρση του εμπάργκο, μια εξέλιξη που θα αλλάξει ριζικά τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή, ενώ στη Συρία ο Ασαντ είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Οσο δε για το Ιράκ, ο κυβερνητικός στρατός (που αποτελείται κυρίως από σιίτες), εξοπλισμένος με αμερικανικά όπλα, έχοντας στο πλευρό του Ιρανούς αλλά και Αμερικανούς στρατιωτικούς συμβούλους, μαζί με σιιτικές πολιτοφυλακές, που πριν από λίγα χρόνια πολεμούσαν κατά της αμερικανικής κατοχής, σε συντονισμό και συνεργασία με τους Κούρδους πεσμεργκά και υπό την αεροπορική προστασία των αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών, πραγματοποιούν επιθέσεις κατά των εξτρεμιστών σουνιτών του Ισλαμικού Κράτους. Σε λιγότερο από 12 μήνες, οι ισορροπίες και οι συμμαχίες στην περιοχή έχουν ανατραπεί εκ βάθρων. Καταλύτης υπήρξε η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους, η σαρωτική επέλαση των σουνιτών εξτρεμιστών στο Βόρειο και Δυτικό Ιράκ και η ίδρυση του «Χαλιφάτου», που κατέλυσε τα μετα-αποικιακά σύνορα και τη συμφωνία Σάικς-Πικό και φιλοδοξεί να επεκταθεί από τις ακτές της Μεσογείου, στη Συρία, έως τα σύνορα με το Ιράν.

Οι πρόσφατοι αποτρόπαιοι -και σκηνοθετημένοι, για να υπηρετήσουν την προπαγάνδα του μίσους- αποκεφαλισμοί των δύο Αμερικανών δημοσιογράφων και οι απειλές για ανάλογη τύχη ενός Βρετανού ομήρου επιτάχυναν τη δημιουργία μιας διεθνούς πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας κατά των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους, που ωστόσο είχε ήδη δρομολογηθεί. Το μέχρι χθες αδιανόητο, να πολεμούν μαζί (παρά τις διαφορές που εξακολουθούν να έχουν μεταξύ τους) Αμερικανοί και Ιρανοί, Ιρακινοί σιίτες και Ιρακινοί Κούρδοι, μετριοπαθείς σουνίτες, χριστιανοί, Γεζήδες και Τουρκμένοι κατά των μασκοφόρων με τα μαύρα λάβαρα, που θέλουν να τα υψώσουν στη Δαμασκό και τη Βαγδάτη, είναι πλέον γεγονός που δεν μπορεί να ανατραπεί, όσο και αν ενοχλεί τον Νετανιάχου και τους Ρεπουμπλικάνους προστάτες του. Το τέρας, που αν το δεν εξέθρεψαν, βοήθησαν να αναπτυχθεί, αρχικά στην έρημο της Συρίας και στη συνέχεια στο Ιράκ, αυτονομήθηκε και απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα και την ασφάλεια της Δύσης, του Ιράν, των βασιλικών οίκων της Μέσης Ανατολής, ακόμη και τη μακρινή Αυστραλία.

Να καταστραφεί η απειλή
 Αυτήν τη νέα πραγματικότητα εξέφρασε πολύ καθαρά χθες, από την Εσθονία, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος τόνισε πως ο στόχος της Ουάσινγκτον είναι σαφής και αφορά την «καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους, ώστε να μην αποτελεί πλέον απειλή όχι μόνο για το Ιράκ, την ευρύτερη περιοχή [της Μέσης Ανατολής], αλλά και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο Ομπάμα προανήγγειλε ότι ο πόλεμος αυτός θα είναι μακροχρόνιος, δηλώνοντας ότι «δεν θα είναι αγώνας μιας εβδομάδας, ενός μήνα ή ενός εξαμήνου. Θα απαιτηθεί χρόνος για να τους απωθήσουμε». Ταυτόχρονα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι με προεδρική εντολή αναχωρούν για τη Μέση Ανατολή ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι (ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, ο υπουργός Αμυνας Τσακ Χέιγκελ και η προεδρική σύμβουλος σε θέματα αντιτρομοκρατίας, Λίζα Μόνακο), «ώστε στο εγγύς μέλλον να οικοδομηθεί μια ισχυρότερη περιφερειακή συνεργασία κατά των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους».

Πιο εύγλωττος ο Κέρι, με άρθρο του στους «New York Times» υπογράμμισε την «ανάγκη να δημιουργηθεί ένας μεγάλος, παγκόσμιος συνασπισμός για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους» και να υπάρξει «κοινή αντίδραση». Λίγη ώρα πριν αρχίσει η σύνοδος του ΝΑΤΟ, οι Γάλλοι έκαναν στροφή 180 μοιρών και ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει γαλλική στρατιωτική απάντηση στους εξτρεμιστές σουνίτες. Στο ίδιο μοτίβο εντάχθηκαν και οι Βρετανοί, ενώ ο Αυστραλός πρωθυπουργός Τόνι Αμποτ, η χώρα του οποίου δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ, αλλά πολέμησε στο πλευρό των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράκ, δεν απέκλεισε ακόμη και την αποστολή χερσαίων δυνάμεων για να αντιμετωπιστεί το Ισλαμικό Κράτος.

Μια πολιτική και στρατιωτική συμμαχία κατά των εξτρεμιστών σουνιτών του Ισλαμικού Κράτους, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται Αμερικανοί, χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, Ιρακινοί, Ιρανοί, Κούρδοι, ακόμη και Σαουδάραβες, μπορεί να συρρικνώσει δραματικά, αν όχι να συντρίψει το Χαλιφάτο, όμως έχει ένα ευάλωτο σημείο που γρήγορα θα τεθεί ως δίλημμα στο τραπέζι. Η στρατιωτική απάντηση αυτής της νέας συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε ιρακινό έδαφος. Αναπόφευκτα, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να συμπεριλάβει και τα εδάφη της Συρίας που έχουν υπό τον έλεγχό τους οι σουνίτες τρομοκράτες. Προς το παρόν, αυτό είναι ταμπού. Αλλά ο Ασαντ ξέρει να περιμένει.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ