Αλλοι κατηγορούν το πολιτικό δυναμικό. Αν εξαιρέσει, όμως, κάποιος τις χτυπητές περιπτώσεις στο ελληνικό Κοινοβούλιο και γενικότερα στη δημόσια σφαίρα, που ο Σαίξπηρ θα σκιαγραφούσε ως «mediocre court jesters», οι Ελληνες βουλευτές εδώ και δεκαετίες και υψηλό επίπεδο διαθέτουν και λειτουργούν επιτυχώς ως θεματοφύλακες της Δημοκρατίας. Η συνολική ακύρωση των Ελλήνων βουλευτών αποτελεί ίδιον λαϊκισμού και κλασικό γνώρισμα αντικοινοβουλευτικών ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων, όπως μας δείχνει το παράδειγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της Ιταλίας αμέσως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τις πταίει, λοιπόν, και αδυνατούμε να δομήσουμε μια αναβαθμισμένη θέση στο διεθνές γίγνεσθαι που θα μας επιτρέψει να παράγουμε εσωτερική ευημερία και σταθερότητα; Δύο είναι οι κύριοι λόγοι για αυτή την ελλειμματική διάσταση. Ο πρώτος έχει να κάνει με την παθητικότητα που διακρίνει την Ελλάδα στην ώσμωσή της με το διεθνές δρώμενο.
Κουβαλούμε το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Γενοκτονίας του Ελληνισμού του Πόντου, της Ιωνίας και της Αιολίας από τους Νεότουρκους και στη συνέχεια από τον Κεμάλ, και ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να το ξεπεράσουμε, γιατί ποτέ στην πραγματικότητα δεν θελήσαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με έναν ορθολογικό και επιστημονικό τρόπο, ώστε να εξηγήσουμε τα αίτια της κατάρρευσης. Αντιθέτως, επικράτησε ως πολιτική λύση η παθητικότητα που επιφέρει η τραυματική εμπειρία της Καταστροφής με αποτέλεσμα να έχει πλέον εδραιωθεί στο συλλογικό και πολιτικό συνειδητό μια κραταιά τάση προς τη μη συμμετοχή στο διεθνές παίγνιο με διεκδικητικούς όρους που απαιτεί κόπο και εσωτερικές μοχλεύσεις και στη φενάκη του «μικρού» κράτους που δεν απαιτεί αλλά μόνο συμπλέει. Οι διώξεις του Ελληνισμού της Πόλης και της Αλεξάνδρειας, οι ασφυκτικές πιέσεις στους Ελληνες της Αλβανίας από τις κυβερνήσεις των Τιράνων, που κερδίζουν τα μέγιστα από την Αθήνα αλλά διατηρούν στενές σχέσεις με την Αγκυρα, και το στρατηγικό δόγμα του κατευνασμού που έχει επιλεγεί απέναντι στον προβληματικό γείτονα-Τουρκία (βλ. Ιμια) είναι απότοκα του τραύματος αυτού. Η ειρήνη, όμως, που ορθώς η Ελλάδα επενδύει σε αυτή, διασφαλίζεται μέσω της αποδοτικής αποτρεπτικής ισχύος και της κοινωνικής συνοχής, και όχι μέσω χρόνιων συμπλεγμάτων που δημιουργούν φοβίες οντολογικής υπόστασης.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εξαιτίας της ανυπαρξίας μιας κραταιάς μεσοαστικής τάξης που να λειτουργεί ως μηχανισμός θετικού παραδείγματος ήταν και είναι πιο εύκολη η ανάδυση λαϊκίστικων προτύπων και νορμών μιας αστικοφανούς ψευδοευδαιμονίας. Εξαιτίας αυτού σήμερα «λαμπρό» κοινωνικό πρότυπο θεωρείται το «πρώτο τραπέζι πίστα» στα διάφορα «πολιτιστικά κέντρα», ενώ κοινωνική καταξίωση φέρει ένας υλισμός του αισχίστου είδους που δεν στηρίζεται στην παραγωγή πρωτογενούς πλούτου αλλά στον παρασιτισμό και στην καινοφανή επίδειξη.
Η σημερινή κρίση είναι απότοκο των εσωτερικών οξειδώσεων της συλλογικότητάς μας και όχι απλώς μια δυστοκία των αριθμών.
Σπύρος Ν. Λίτσας