«Πάρε τον χειρότερο οφειλέτη, τον χειρότερο πιστωτή, τον χειρότερο
δικαστή, κράτησέ τους κλεισμένους σε μια αποθήκη για μία δεκαετία και
δες τι θα γίνει», είχε περιγράψει χαρακτηριστικά ένας αναλυτής τη
δικαστική κόντρα Αργεντινής-κερδοσκοπικών funds.
Με τέτοια «συστατικά» το αποτέλεσμα ήταν ίσως προδιαγεγραμμένο και η κόντρα αυτή έμελλε να έχει τη χειρότερη δυνατή έκβαση: την τυπική χρεοκοπία της χώρας της Λατινικής Αμερικής, τη δεύτερη μέσα σε 13 χρόνια. Από τον πρώτο γύρο του πολέμου ενισχυμένοι βγήκαν οι «γύπες» των κερδοσκοπικών funds, που φαίνονται αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να στριμώξουν την Κριστίνα Φερνάντες, παρόλο που για τα μεγέθη και τα δικά τους και του κράτους της Αργεντινής το οφειλόμενο ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μοιάζει ευτελές.
Η ασφυκτική πίεση που ασκούν πλέον στην πρόεδρο της Αργεντινής φάνηκε ξεκάθαρα από την προχθεσινή απόφαση της Διεθνούς Ενωσης Συμβάσεων Ανταλλαγής και Παραγώγων (ISDA) ότι στην περίπτωση της Αργεντινής υπήρξε «πιστωτικό γεγονός», θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία που μπορεί να πυροδοτήσει απαιτήσεις για την άμεση εξόφληση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS), η αξία των οποίων υπολογίζεται σε περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Η απόφαση αυτή, που χρειαζόταν μια πλειοψηφία 80% για να εγκριθεί, ελήφθη έπειτα από αίτημα που είχε υποβάλει την προηγουμένη η ελβετική τράπεζα UBS.
Περισσότερο στριμώχνει την κυβέρνηση της Αργεντινής και η απόρριψη εκ μέρους του ομοσπονδιακού δικαστή Τόμας Γκριέσα, στον οποίο το Μπουένος Αϊρες επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για την κατάρρευση των συνομιλιών, του αργεντίνικου αιτήματος για αντικατάσταση του μεσολαβητή που έχει ο ίδιος ορίσει. Χαρακτήρισε τον Ντάνιελ Πόλακ «απολύτως αμερόληπτο και ικανό» ενώ τόνισε ότι όσα συνέβησαν αυτή την εβδομάδα ούτε έσβησαν ούτε ελαχιστοποίησαν τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Αργεντινής». Ο δικηγόρος, ο οποίος εκπροσωπεί την Αργεντινή στα αμερικανικά δικαστήρια, ο Τζόναθαν Μπλάκμαν, δήλωσε στον δικαστή Γκρίζα ότι το Μπουένος Αϊρες δεν εμπιστεύεται τον διορισμένο από το δικαστήριο μεσολαβητή Ντάνιελ Πόλακ, καθώς η αδυναμία εξεύρεσης λύσης για το χρέος της απέναντι στα κερδοσκοπικά κεφάλαια οδήγησε τη χώρα σε αθέτηση πληρωμών.
Σκληρή στάση
Φυσικά ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Φερνάντες θα επιμείνει στην άρνησή της να αποπληρώσει το σύνολο των πιστωτών της (σημειώνεται ότι η Αργεντινή μπορεί να παρακάμψει τη νομοθεσία της Νέας Υόρκης πληρώνοντας μέρος των πιστωτών σε άλλες πολιτείες) και οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν, κάτι που φάνηκε και από τα λόγια του Γκριέσα.
Αυτός σημείωσε ότι ένας διακανονισμός είναι «ο μοναδικός τρόπος» για να λυθούν τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από τις υποχρεώσεις της Αργεντινής και την κάλεσε να «να συνεργαστεί με τον μεσολαβητή Πόλακ για την εξεύρεση λύσης».
Το όνομα του δικαστή έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από το στρατόπεδο της Φερνάντες για να περιγράψει την κατάσταση χρεοκοπίας της χώρας της ρίχνοντάς του παράλληλα το 100% της ευθύνης: Griefault (από το επίθετό του «Griesa» και τον αγγλικό όρο «default» για τη χρεοκοπία).
Από την άλλη όλοι οι Αμερικανοί αναλυτές συμφωνούν στο ότι η Φερνάντες με την αδιαλλαξία της ήταν η μόνη υπεύθυνη για τη δυσμενή εξέλιξη των πραγμάτων. Ομως, πέρα από το συνεχιζόμενο πινγκ πονγκ ευθυνών, στην πραγματικότητα μερίδιο ευθύνης έχουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής, παίρνοντας «πατριωτικά» την υπόθεση, με την πρόεδρο Κίρχνερ όσο και με τον υπουργό Οικονομικών της, Αξελ Κισίλοφ, να παραμένουν εντελώς άκαμπτοι στις θέσεις τους και να ρίχνουν την ευθύνη στις πλάτες του δικαστή Γκριέσα, που δικαίωσε τους κερδοσκόπους, αλλά και τον «ανίκανο» Πόλακ. Εξαρχής η Φερνάντες ήταν αποφασισμένη να μην υποκύψει στις ορέξεις των «γυπών» των κερδοσκοπικών funds και πιστός στο πλευρό της στάθηκε ο 43χρονος Κισίλοφ.
«Θέλουμε να πληρώσουμε αλλά δεν μας αφήνουν», ήταν η υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης της Αργεντινής που αναφερόταν στα «μπλοκαρισμένα» 539 εκατ. δολάρια που έχει καταβάλει για τους πιστωτές που δέχθηκαν κούρεμα. Με το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο ο νεαρός Κισίλοφ προκάλεσε για ακόμη μια φορά ικανοποίηση στη Φερνάντες που τον επέλεξε για την πιο νευραλγική θέση στην κυβέρνηση, όταν μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων κατέστησε σαφές με αποφασιστικότητα ότι «δεν θα υπογραφεί καμία συμφωνία που να υπονομεύει το μέλλον της Αργεντινής».
Οσο για τον 83χρονο δικαστή Γκριέσα, πολλοί αναλυτές εκτίμησαν ότι δεν είχε αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της υπόθεσης όταν το 2012 δικαίωσε με την απόφασή του τους κερδοσκόπους. Δεν έλαβε υπ' όψιν του τη λεγόμενη ρήτρα RUFO (Rights Upon Future Offers), που απαγορεύει στην κυβέρνηση της Αργεντινής μέχρι το τέλος του 2014 να εκδώσει ομόλογα με καλύτερους όρους αποπληρωμής από εκείνους που προσέφερε στους πιστωτές που συμμετείχαν στο κούρεμα.
Τον δικαστικό χορό των αγωγών ενάντια στο Μπουένος Αϊρες τον σέρνουν κατά κύριο λόγο δύο επενδυτικές εταιρείες: η NML Capital Ltd (η οποία παρουσιάζεται να έχει έδρα τη Λευκωσία) και η Aurelius Capital Management (με έδρα τη Νέα Υόρκη). Μάλιστα, η πρώτη, η οποία ανήκει στην Elliott Management Corporation του Αμερικανού δισεκατομμυριούχου Πολ Σίνγκερ και μεγάλου χρηματοδότη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κατόρθωσε, στην προσπάθειά της να αποζημιωθεί ακόμη και με περιουσιακά στοιχεία του κράτους της Αργεντινής, να δεσμεύσει πλοίο του αργεντίνικου ναυτικού σε λιμάνι της Αφρικής. Ο Σίνγκερ αγοράζει πάμφθηνα ομόλογα που οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να αποπληρώσουν και στη συνέχεια αποκομίζει το μέγιστο κέρδος, έστω και με δικαστικούς αγώνες. Τη στρατηγική αυτή εφάρμοσε και το 1995 στο Περού αγοράζοντας αθετημένα ομόλογα έναντι 20 εκατ. δολαρίων και με αγωγές διεκδίκησε και πήρε 58 εκατ. δολάρια, αλλά και αργότερα, το 2002-2003 στο Κονγκό, όταν από 30 εκατ. δολάρια? καθάρισε 100 εκατομμύρια δολάρια. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που θεωρείται ως ο... «αρχιγύπας» μεταξύ των κατόχων ομολόγων.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η δύναμη του 1% των πιστωτών
Το 2003, δύο χρόνια μετά την κήρυξη στάσης πληρωμών στην Αργεντινή, ο πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ ζήτησε από τους ξένους πιστωτές να ανταλλάξει τα παλιά ομόλογα με νέα χαμηλότερης αξίας. Υστερα από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων, το 93% των πιστωτών δέχτηκε το κούρεμα, ενώ το 7% αρνήθηκε να συμμετάσχει. Από αυτούς το 1% κατέφυγε στην αμερικανική δικαιοσύνη προκειμένου να λάβει το σύνολο των χρημάτων συν τους τόκους.
Την υπόθεση του 1% είχε αναλάβει ο Αμερικανός δικαστής Τόμας Γκριέσα, που το 2012 υποστήριξε το αίτημά τους και αποφάσισε ότι η Αργεντινή πρέπει να του καταβάλει 1,5 δισ. δολάρια.
Ακολούθησε σειρά εφέσεων από το Μπουένος Αϊρες και η κυβέρνηση της Αργεντινής αρνήθηκε να δεχθεί την απόφαση του δικαστή και επιχείρησε να αποπληρώσει μόνο τους επενδυτές που δέχτηκαν την αναδιάρθρωση.
Ωστόσο τα αμερικανικά δικαστήρια μπλόκαραν τις πληρωμές στις 30 Ιουνίου, λέγοντας ότι η Αργεντινή πρέπει να αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις όλους τους πιστωτές.
Η δικαστική απόφαση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, με το Μπουένος Αϊρες να χαρακτηρίζει τα hedge funds αρπακτικά που χτυπούν τη χώρα γιατί θέλουν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη από χρέος που αγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές μετά τη χρεοκοπία της χώρας το 2001.
ΕΡΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΑ
Με τέτοια «συστατικά» το αποτέλεσμα ήταν ίσως προδιαγεγραμμένο και η κόντρα αυτή έμελλε να έχει τη χειρότερη δυνατή έκβαση: την τυπική χρεοκοπία της χώρας της Λατινικής Αμερικής, τη δεύτερη μέσα σε 13 χρόνια. Από τον πρώτο γύρο του πολέμου ενισχυμένοι βγήκαν οι «γύπες» των κερδοσκοπικών funds, που φαίνονται αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να στριμώξουν την Κριστίνα Φερνάντες, παρόλο που για τα μεγέθη και τα δικά τους και του κράτους της Αργεντινής το οφειλόμενο ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μοιάζει ευτελές.
Η ασφυκτική πίεση που ασκούν πλέον στην πρόεδρο της Αργεντινής φάνηκε ξεκάθαρα από την προχθεσινή απόφαση της Διεθνούς Ενωσης Συμβάσεων Ανταλλαγής και Παραγώγων (ISDA) ότι στην περίπτωση της Αργεντινής υπήρξε «πιστωτικό γεγονός», θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία που μπορεί να πυροδοτήσει απαιτήσεις για την άμεση εξόφληση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS), η αξία των οποίων υπολογίζεται σε περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Η απόφαση αυτή, που χρειαζόταν μια πλειοψηφία 80% για να εγκριθεί, ελήφθη έπειτα από αίτημα που είχε υποβάλει την προηγουμένη η ελβετική τράπεζα UBS.
Περισσότερο στριμώχνει την κυβέρνηση της Αργεντινής και η απόρριψη εκ μέρους του ομοσπονδιακού δικαστή Τόμας Γκριέσα, στον οποίο το Μπουένος Αϊρες επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για την κατάρρευση των συνομιλιών, του αργεντίνικου αιτήματος για αντικατάσταση του μεσολαβητή που έχει ο ίδιος ορίσει. Χαρακτήρισε τον Ντάνιελ Πόλακ «απολύτως αμερόληπτο και ικανό» ενώ τόνισε ότι όσα συνέβησαν αυτή την εβδομάδα ούτε έσβησαν ούτε ελαχιστοποίησαν τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Αργεντινής». Ο δικηγόρος, ο οποίος εκπροσωπεί την Αργεντινή στα αμερικανικά δικαστήρια, ο Τζόναθαν Μπλάκμαν, δήλωσε στον δικαστή Γκρίζα ότι το Μπουένος Αϊρες δεν εμπιστεύεται τον διορισμένο από το δικαστήριο μεσολαβητή Ντάνιελ Πόλακ, καθώς η αδυναμία εξεύρεσης λύσης για το χρέος της απέναντι στα κερδοσκοπικά κεφάλαια οδήγησε τη χώρα σε αθέτηση πληρωμών.
Σκληρή στάση
Φυσικά ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Φερνάντες θα επιμείνει στην άρνησή της να αποπληρώσει το σύνολο των πιστωτών της (σημειώνεται ότι η Αργεντινή μπορεί να παρακάμψει τη νομοθεσία της Νέας Υόρκης πληρώνοντας μέρος των πιστωτών σε άλλες πολιτείες) και οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν, κάτι που φάνηκε και από τα λόγια του Γκριέσα.
Αυτός σημείωσε ότι ένας διακανονισμός είναι «ο μοναδικός τρόπος» για να λυθούν τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από τις υποχρεώσεις της Αργεντινής και την κάλεσε να «να συνεργαστεί με τον μεσολαβητή Πόλακ για την εξεύρεση λύσης».
Το όνομα του δικαστή έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από το στρατόπεδο της Φερνάντες για να περιγράψει την κατάσταση χρεοκοπίας της χώρας της ρίχνοντάς του παράλληλα το 100% της ευθύνης: Griefault (από το επίθετό του «Griesa» και τον αγγλικό όρο «default» για τη χρεοκοπία).
Από την άλλη όλοι οι Αμερικανοί αναλυτές συμφωνούν στο ότι η Φερνάντες με την αδιαλλαξία της ήταν η μόνη υπεύθυνη για τη δυσμενή εξέλιξη των πραγμάτων. Ομως, πέρα από το συνεχιζόμενο πινγκ πονγκ ευθυνών, στην πραγματικότητα μερίδιο ευθύνης έχουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής, παίρνοντας «πατριωτικά» την υπόθεση, με την πρόεδρο Κίρχνερ όσο και με τον υπουργό Οικονομικών της, Αξελ Κισίλοφ, να παραμένουν εντελώς άκαμπτοι στις θέσεις τους και να ρίχνουν την ευθύνη στις πλάτες του δικαστή Γκριέσα, που δικαίωσε τους κερδοσκόπους, αλλά και τον «ανίκανο» Πόλακ. Εξαρχής η Φερνάντες ήταν αποφασισμένη να μην υποκύψει στις ορέξεις των «γυπών» των κερδοσκοπικών funds και πιστός στο πλευρό της στάθηκε ο 43χρονος Κισίλοφ.
«Θέλουμε να πληρώσουμε αλλά δεν μας αφήνουν», ήταν η υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης της Αργεντινής που αναφερόταν στα «μπλοκαρισμένα» 539 εκατ. δολάρια που έχει καταβάλει για τους πιστωτές που δέχθηκαν κούρεμα. Με το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο ο νεαρός Κισίλοφ προκάλεσε για ακόμη μια φορά ικανοποίηση στη Φερνάντες που τον επέλεξε για την πιο νευραλγική θέση στην κυβέρνηση, όταν μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων κατέστησε σαφές με αποφασιστικότητα ότι «δεν θα υπογραφεί καμία συμφωνία που να υπονομεύει το μέλλον της Αργεντινής».
Οσο για τον 83χρονο δικαστή Γκριέσα, πολλοί αναλυτές εκτίμησαν ότι δεν είχε αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της υπόθεσης όταν το 2012 δικαίωσε με την απόφασή του τους κερδοσκόπους. Δεν έλαβε υπ' όψιν του τη λεγόμενη ρήτρα RUFO (Rights Upon Future Offers), που απαγορεύει στην κυβέρνηση της Αργεντινής μέχρι το τέλος του 2014 να εκδώσει ομόλογα με καλύτερους όρους αποπληρωμής από εκείνους που προσέφερε στους πιστωτές που συμμετείχαν στο κούρεμα.
Τον δικαστικό χορό των αγωγών ενάντια στο Μπουένος Αϊρες τον σέρνουν κατά κύριο λόγο δύο επενδυτικές εταιρείες: η NML Capital Ltd (η οποία παρουσιάζεται να έχει έδρα τη Λευκωσία) και η Aurelius Capital Management (με έδρα τη Νέα Υόρκη). Μάλιστα, η πρώτη, η οποία ανήκει στην Elliott Management Corporation του Αμερικανού δισεκατομμυριούχου Πολ Σίνγκερ και μεγάλου χρηματοδότη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κατόρθωσε, στην προσπάθειά της να αποζημιωθεί ακόμη και με περιουσιακά στοιχεία του κράτους της Αργεντινής, να δεσμεύσει πλοίο του αργεντίνικου ναυτικού σε λιμάνι της Αφρικής. Ο Σίνγκερ αγοράζει πάμφθηνα ομόλογα που οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να αποπληρώσουν και στη συνέχεια αποκομίζει το μέγιστο κέρδος, έστω και με δικαστικούς αγώνες. Τη στρατηγική αυτή εφάρμοσε και το 1995 στο Περού αγοράζοντας αθετημένα ομόλογα έναντι 20 εκατ. δολαρίων και με αγωγές διεκδίκησε και πήρε 58 εκατ. δολάρια, αλλά και αργότερα, το 2002-2003 στο Κονγκό, όταν από 30 εκατ. δολάρια? καθάρισε 100 εκατομμύρια δολάρια. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που θεωρείται ως ο... «αρχιγύπας» μεταξύ των κατόχων ομολόγων.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η δύναμη του 1% των πιστωτών
Το 2003, δύο χρόνια μετά την κήρυξη στάσης πληρωμών στην Αργεντινή, ο πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ ζήτησε από τους ξένους πιστωτές να ανταλλάξει τα παλιά ομόλογα με νέα χαμηλότερης αξίας. Υστερα από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων, το 93% των πιστωτών δέχτηκε το κούρεμα, ενώ το 7% αρνήθηκε να συμμετάσχει. Από αυτούς το 1% κατέφυγε στην αμερικανική δικαιοσύνη προκειμένου να λάβει το σύνολο των χρημάτων συν τους τόκους.
Την υπόθεση του 1% είχε αναλάβει ο Αμερικανός δικαστής Τόμας Γκριέσα, που το 2012 υποστήριξε το αίτημά τους και αποφάσισε ότι η Αργεντινή πρέπει να του καταβάλει 1,5 δισ. δολάρια.
Ακολούθησε σειρά εφέσεων από το Μπουένος Αϊρες και η κυβέρνηση της Αργεντινής αρνήθηκε να δεχθεί την απόφαση του δικαστή και επιχείρησε να αποπληρώσει μόνο τους επενδυτές που δέχτηκαν την αναδιάρθρωση.
Ωστόσο τα αμερικανικά δικαστήρια μπλόκαραν τις πληρωμές στις 30 Ιουνίου, λέγοντας ότι η Αργεντινή πρέπει να αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις όλους τους πιστωτές.
Η δικαστική απόφαση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, με το Μπουένος Αϊρες να χαρακτηρίζει τα hedge funds αρπακτικά που χτυπούν τη χώρα γιατί θέλουν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη από χρέος που αγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές μετά τη χρεοκοπία της χώρας το 2001.
ΕΡΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΑ