Της Ιλεάνας Μορώνη*
Την επόμενη Κυριακή, στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία η επιλογή των ψηφοφόρων, όπως ωραία το έθεσε ο Αχμέτ Ινσέλ (εφημ. Radikal, 18.7.2014), δεν είναι απλώς ανάμεσα σε τρεις υποψήφιους, αλλά ανάμεσα σε τρεις αντιλήψεις της δημοκρατίας. Η μία είναι η αυταρχική-λαϊκιστική δημοκρατία του ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και σημερινού πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δεύτερη η συντηρητική δημοκρατία του Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, κοινού υποψήφιου της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – CHP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), και η τρίτη αντίληψη είναι αυτή του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του κουρδικού κινήματος μέσω του νέου κόμματός του, του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP).
Συνέχεια της αυταρχικής δημοκρατίας;
Η αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε έναν υποψήφιο ο οποίος μπορεί να αναμετρηθεί με τον Ερντογάν, καθώς απευθύνεται στις συντηρητικές αξίες και αντιλήψεις που ασπάζεται μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων: ο Ιχσάνογλου είναι ένας συντηρητικός πανεπιστημιακός, μέχρι πρόσφατα Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Το CHP έκανε λοιπόν μια «ασφαλή» επιλογή, συνεργαζόμενο μάλιστα με το εθνικιστικό MHP. Απογοήτευσε έτσι όσους το έβλεπαν ως όχημα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, εφόσον κατάφερνε να ξαναπιάσει το αριστερό νήμα της ιστορίας του, απομακρυνόμενο όμως από τον εθνικισμό και (τουλάχιστον εν μέρει) από τον κεμαλισμό, με τους οποίους ήταν συνυφασμένο αυτό το νήμα στο παρελθόν. Το HDP, νέο κόμμα με το οποίο το κουρδικό κίνημα προσπαθεί να ανοιχτεί σε νέα στοιχεία και συνεργασίες, με την υποψηφιότητα του Ντεμιρτάς και τον τρόπο που διεξάγει την εκστρατεία του μέχρι στιγμής (παρεμπιπτόντως, ακριβώς λόγω του τρόπου που διεξάγεται, θα ήταν ωφέλιμο να την παρακολουθήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ), συνεχίζει το άνοιγμά του προς ευρύτερα στρώματα της Αριστεράς και της οικολογίας. Κίνηση σίγουρα ελπιδοφόρα -- άλλωστε, το κουρδικό κίνημα έχει πολλά να προσφέρει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Τουρκία· ωστόσο, πολλοί αριστεροί προσάπτουν στο κουρδικό κίνημα το ότι διεξάγει μυστικές συνομιλίες με την κυβέρνηση (σε συνεννόηση και με τον φυλακισμένο ηγέτη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν), με αποτέλεσμα την πλήρη αδιαφάνεια στη διαδικασία επίλυσης του Κουρδικού.
Πάντως, το (μακράν) πιο πιθανό είναι να εκλεγεί πρόεδρος ο Ερντογάν, ενδεχομένως κι από τον πρώτο γύρο. Αυτό σημαίνει ότι η αυταρχική δημοκρατία (ή «δημοκρατικός αυταρχισμός») --ή, αλλιώς η «πουτινοποίηση»-- της Τουρκίας θα συνεχιστεί. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ερωτήματα: για το ίδιο το ΑΚΡ, τα πολιτικά πράγματα της χώρας, την εξωτερική της πολιτική, τη στιγμή μάλιστα που στη Μέση Ανατολή υπάρχουν δραματικές εξελίξεις.
Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με το αν έχει πετύχει --και ακόμα κι αν έχει πετύχει, αν θα μπορέσει να έχει διάρκεια-- η σύνθεση Ισλάμ και νεοφιλελευθερισμού που επιχείρησε το ΑΚΡ υπό τον χαρισματικό ηγέτη του. Προς το παρόν, το μοντέλο φαίνεται πετυχημένο: όσο κι αν η φτώχεια παραμένει μεγάλη (με κοινωνικό κράτος ανεπαρκέστατο και εργατικά δικαιώματα σχεδόν ανύπαρκτα -- και σχεδόν 1.000 νεκρούς σε εργατικά ατυχήματα μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2014!), η χώρα φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Αυτό, μαζί με τη ρητορική του ΑΚΡ (βλ. το σχόλιο «Η εκδίκηση της λαϊκής Δεξιάς» της υπογράφουσας, «Ενθέματα», 6.4.2014) και τις πολιτικές του στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών (πολιτικές που εστιάζονται στη φιλανθρωπία), χαρίζουν στο κόμμα του Ερντογάν τη μία εκλογική νίκη μετά την άλλη, εξασφαλίζοντάς του ακόμα, παρά τα σκάνδαλα και τη σύγκρουση με το κίνημα Γκιουλέν (εκ των βασικών του συμμάχων μέχρι πρότινος), πολύ μεγάλη δημοτικότητα. Είναι εμφανές ότι έχει δημιουργηθεί μια συναίνεση μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας, συναίνεση την οποία η κοινωνική αντιπολίτευση, ακόμα και με το κίνημα του πάρκου Γκεζί πέρυσι το καλοκαίρι, δεν έχει καταφέρει να σπάσει.
Ρωγμές: η αναπόφευκτη αλλαγή;
Ωστόσο, οι ρωγμές φαίνονται. Η οικονομία δείχνει σημάδια προβλημάτων, δεδομένου μάλιστα ότι η ανάπτυξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, κι ότι οι τουρκικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βρεθούν εκτεθειμένες λόγω του μεγάλου δανεισμού τους. Ταυτόχρονα, η ρητορική του ΑΚΡ, όσο ο Ερντογάν γίνεται πιο αλαζονικός και πιο αυταρχικός, παίρνει όλο και πιο επιθετική μορφή· αποξενώνει έτσι το άλλο μισό των πολιτών (αυτούς που δεν ψηφίζουν ΑΚΡ), ενδυναμώνει την αντιπολίτευση (η οποία όμως παραμένει κατακερματισμένη και χωρίς αποτελεσματική πολιτική εκπροσώπηση μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα), και, το κυριότερο, δημιουργεί εντάσεις και διαιρέσεις στην τουρκική κοινωνία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Αλεβίτες, πολυπληθής ομάδα σιιτών μουσουλμάνων, που έχουν αρκετούς λόγους να νιώθουν ότι απειλούνται στην Τουρκία του Ερντογάν.
Η ρητορική του ΑΚΡ γίνεται, επιπλέον, όλο και πιο κενή περιεχομένου. Φωνές όπως αυτή του Μεχμέτ Μπεκάρογλου (παλιού στελέχους του ισλαμικού κινήματος, σημαντικής μορφής του αγώνα εναντίον των φυλακών «τύπου F», ιδρυτή του βραχύβιου κινήματος Μουσουλμανική Αριστερά) ή των Αντικαπιταλιστών Μουσουλμάνων (ενδιαφέροντος κινήματος με ενεργή παρουσία στο κίνημα του Γκεζί, που έχει πραγματοποιήσει κοινές δράσεις με αριστερές οργανώσεις) είναι προς το παρόν μεμονωμένες κι αδύναμες, και κυρίως η δική τους, πιο αυθεντική κατά τη γνώμη τους, αντίληψη, παραμένει ένα Ισλάμ ανοιχτό, ανεκτικό, με κοινωνικό πρόσωπο. Δεν αποκλείεται όμως η σύνθεση Ισλάμ - νεοφιλελευθερισμού που προτείνει το ΑΚΡ, τη στιγμή μάλιστα που το κυβερνών κόμμα εμπλέκεται σε οικονομικά σκάνδαλα που δύσκολα συμβιβάζονται με την ισλαμική ηθική, σε συνδυασμό με τους άνευ περιεχομένου λεκτικούς λεονταρισμούς του ΑΚΡ (για παράδειγμα εναντίον του Ισραήλ), να οδηγήσουν ορισμένους Τούρκους ισλαμιστές σε μια άλλη ριζοσπαστικοποίηση, στα ίχνη ενός «νέου σαλαφισμού» (όπως σημείωνε ο Ruşen Çakır, τον περασμένο Μάρτιο, στην εφημερίδα Vatan).
Όλα αυτά συναντιούνται και με την εξωτερική πολιτική. Για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, το 1923, η Τουρκική Δημοκρατία βρίσκεται τόσο αναμεμιγμένη στα πράγματα της Μέσης Ανατολής. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ ενεπλάκη ενεργά στις διαμάχες της περιοχής, παίρνοντας το μέρος των σουνιτών, κι επιτρέποντας μάλιστα την παρουσία σε τουρκικό έδαφος Σύρων φονταμενταλιστών μαχητών. Η παρουσία αυτών των κατεξοχήν εχθρών των σιιτών, άρα και των Τούρκων αλεβιτών, αυξάνει τις εντάσεις στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, φέρνει κομμάτια της κοινωνίας σε επαφή με τους αυθεντικούς εκφραστές του ισλαμιστικού λόγου – κάτι που θα μπορούσε να συμβάλει στην προαναφερθείσα πιθανή ριζοσπαστικοποίηση.
Τελικά, το μόνο βέβαιο είναι ότι η Τουρκία πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της. Οι διεθνείς εξελίξεις την πιέζουν όλο και πιο έντονα προς αυτή την κατεύθυνση: όχι πια μόνο το ζήτημα της Συρίας, αλλά και η προέλαση του αυτοανακηρυγμένου χαλιφάτου ή αλλιώς Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS), το οποίο μάλιστα έκανε μια ανοιχτά εχθρική προς την Τουρκία πράξη, παίρνοντας ομήρους από το προξενείο της στη Μοσούλη (ειρήσθω εν παρόδω, ότι η τουρκική κυβέρνηση εξασφάλισε δικαστική απόφαση που απαγορεύει τη δημοσίευση ειδήσεων γι' αυτό το θέμα – πιθανότατα για να μην έρθουν στο φως λεπτομέρειες για τη δράση της Τουρκίας σε σχέση με τις ισλαμιστικές οργανώσεις της περιοχής).
Επομένως, παρά το ότι δεν θα έχουμε ριζική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία στο ορατό μέλλον, η Τουρκία θα αναγκαστεί --κι αυτό το καταλαβαίνουν και ορισμένοι μέσα στο ίδιο το ΑΚΡ, όπου ίσως υπάρξουν εξελίξεις μετά τις προεδρικές εκλογές-- να απεμπλακεί από τη Μέση Ανατολή και να επουλώσει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της. Το ΑΚΡ φαίνεται άλλωστε ικανό να επιλύσει το κουρδικό ζήτημα, κάτι που θα συνέβαλλε σημαντικά στη συνοχή της κοινωνίας της Τουρκίας.
Η αντιπολίτευση, παρά τα πενιχρά εκλογικά της ποσοστά, έχει ρόλο να παίξει σ' αυτή την αλλαγή πορείας: είναι αυτή που --είτε στο Γκεζί είτε μέσω προσπαθειών όπως το HDP-- εκφράζει την επιθυμία ενός μέρους τουλάχιστον των πολιτών να ζήσουν μαζί, σε περιβάλλον δημοκρατίας και πλουραλισμού. Από αυτό τον χώρο λοιπόν μπορούν να προέλθουν τα συστατικά που θα αποτρέψουν την ένταση των διαιρέσεων που προκαλούν οι πολιτικές του ΑΚΡ. Τελικά, αν λάβουμε υπόψιν ότι το ΑΚΡ έφερε νέα στοιχεία στην τουρκική πολιτική (κυρίως απαλλάσσοντας τη χώρα από την κηδεμονία του στρατού), και το ότι η ανάδειξη του πολίτη που σημειώθηκε στο κίνημα του Γκεζί ήταν επίσης κάτι καινοφανές, ο επαναπροσδιορισμός της θέσης της Τουρκίας θα γίνει με νέα συστατικά --διαφορετικά απ' αυτά που χρησιμοποιούσε το τουρκικό κράτος στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του-- αλλά μέσα σε συνθήκες καθορισμένες από την Ιστορία.
*H Ιλεάνα Μορώνη είναι δρ. Ιστορίας EHESS και ασχολείται ερευνητικά με την οθωμανική και την τουρκική ιστορία.
Από προεκλογική συγκέντρωση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών
Την επόμενη Κυριακή, στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία η επιλογή των ψηφοφόρων, όπως ωραία το έθεσε ο Αχμέτ Ινσέλ (εφημ. Radikal, 18.7.2014), δεν είναι απλώς ανάμεσα σε τρεις υποψήφιους, αλλά ανάμεσα σε τρεις αντιλήψεις της δημοκρατίας. Η μία είναι η αυταρχική-λαϊκιστική δημοκρατία του ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και σημερινού πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δεύτερη η συντηρητική δημοκρατία του Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, κοινού υποψήφιου της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – CHP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), και η τρίτη αντίληψη είναι αυτή του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του κουρδικού κινήματος μέσω του νέου κόμματός του, του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP).
Συνέχεια της αυταρχικής δημοκρατίας;
Η αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε έναν υποψήφιο ο οποίος μπορεί να αναμετρηθεί με τον Ερντογάν, καθώς απευθύνεται στις συντηρητικές αξίες και αντιλήψεις που ασπάζεται μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων: ο Ιχσάνογλου είναι ένας συντηρητικός πανεπιστημιακός, μέχρι πρόσφατα Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Το CHP έκανε λοιπόν μια «ασφαλή» επιλογή, συνεργαζόμενο μάλιστα με το εθνικιστικό MHP. Απογοήτευσε έτσι όσους το έβλεπαν ως όχημα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, εφόσον κατάφερνε να ξαναπιάσει το αριστερό νήμα της ιστορίας του, απομακρυνόμενο όμως από τον εθνικισμό και (τουλάχιστον εν μέρει) από τον κεμαλισμό, με τους οποίους ήταν συνυφασμένο αυτό το νήμα στο παρελθόν. Το HDP, νέο κόμμα με το οποίο το κουρδικό κίνημα προσπαθεί να ανοιχτεί σε νέα στοιχεία και συνεργασίες, με την υποψηφιότητα του Ντεμιρτάς και τον τρόπο που διεξάγει την εκστρατεία του μέχρι στιγμής (παρεμπιπτόντως, ακριβώς λόγω του τρόπου που διεξάγεται, θα ήταν ωφέλιμο να την παρακολουθήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ), συνεχίζει το άνοιγμά του προς ευρύτερα στρώματα της Αριστεράς και της οικολογίας. Κίνηση σίγουρα ελπιδοφόρα -- άλλωστε, το κουρδικό κίνημα έχει πολλά να προσφέρει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Τουρκία· ωστόσο, πολλοί αριστεροί προσάπτουν στο κουρδικό κίνημα το ότι διεξάγει μυστικές συνομιλίες με την κυβέρνηση (σε συνεννόηση και με τον φυλακισμένο ηγέτη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν), με αποτέλεσμα την πλήρη αδιαφάνεια στη διαδικασία επίλυσης του Κουρδικού.
Πάντως, το (μακράν) πιο πιθανό είναι να εκλεγεί πρόεδρος ο Ερντογάν, ενδεχομένως κι από τον πρώτο γύρο. Αυτό σημαίνει ότι η αυταρχική δημοκρατία (ή «δημοκρατικός αυταρχισμός») --ή, αλλιώς η «πουτινοποίηση»-- της Τουρκίας θα συνεχιστεί. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ερωτήματα: για το ίδιο το ΑΚΡ, τα πολιτικά πράγματα της χώρας, την εξωτερική της πολιτική, τη στιγμή μάλιστα που στη Μέση Ανατολή υπάρχουν δραματικές εξελίξεις.
Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με το αν έχει πετύχει --και ακόμα κι αν έχει πετύχει, αν θα μπορέσει να έχει διάρκεια-- η σύνθεση Ισλάμ και νεοφιλελευθερισμού που επιχείρησε το ΑΚΡ υπό τον χαρισματικό ηγέτη του. Προς το παρόν, το μοντέλο φαίνεται πετυχημένο: όσο κι αν η φτώχεια παραμένει μεγάλη (με κοινωνικό κράτος ανεπαρκέστατο και εργατικά δικαιώματα σχεδόν ανύπαρκτα -- και σχεδόν 1.000 νεκρούς σε εργατικά ατυχήματα μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2014!), η χώρα φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Αυτό, μαζί με τη ρητορική του ΑΚΡ (βλ. το σχόλιο «Η εκδίκηση της λαϊκής Δεξιάς» της υπογράφουσας, «Ενθέματα», 6.4.2014) και τις πολιτικές του στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών (πολιτικές που εστιάζονται στη φιλανθρωπία), χαρίζουν στο κόμμα του Ερντογάν τη μία εκλογική νίκη μετά την άλλη, εξασφαλίζοντάς του ακόμα, παρά τα σκάνδαλα και τη σύγκρουση με το κίνημα Γκιουλέν (εκ των βασικών του συμμάχων μέχρι πρότινος), πολύ μεγάλη δημοτικότητα. Είναι εμφανές ότι έχει δημιουργηθεί μια συναίνεση μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας, συναίνεση την οποία η κοινωνική αντιπολίτευση, ακόμα και με το κίνημα του πάρκου Γκεζί πέρυσι το καλοκαίρι, δεν έχει καταφέρει να σπάσει.
Ρωγμές: η αναπόφευκτη αλλαγή;
Ωστόσο, οι ρωγμές φαίνονται. Η οικονομία δείχνει σημάδια προβλημάτων, δεδομένου μάλιστα ότι η ανάπτυξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, κι ότι οι τουρκικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βρεθούν εκτεθειμένες λόγω του μεγάλου δανεισμού τους. Ταυτόχρονα, η ρητορική του ΑΚΡ, όσο ο Ερντογάν γίνεται πιο αλαζονικός και πιο αυταρχικός, παίρνει όλο και πιο επιθετική μορφή· αποξενώνει έτσι το άλλο μισό των πολιτών (αυτούς που δεν ψηφίζουν ΑΚΡ), ενδυναμώνει την αντιπολίτευση (η οποία όμως παραμένει κατακερματισμένη και χωρίς αποτελεσματική πολιτική εκπροσώπηση μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα), και, το κυριότερο, δημιουργεί εντάσεις και διαιρέσεις στην τουρκική κοινωνία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Αλεβίτες, πολυπληθής ομάδα σιιτών μουσουλμάνων, που έχουν αρκετούς λόγους να νιώθουν ότι απειλούνται στην Τουρκία του Ερντογάν.
Η ρητορική του ΑΚΡ γίνεται, επιπλέον, όλο και πιο κενή περιεχομένου. Φωνές όπως αυτή του Μεχμέτ Μπεκάρογλου (παλιού στελέχους του ισλαμικού κινήματος, σημαντικής μορφής του αγώνα εναντίον των φυλακών «τύπου F», ιδρυτή του βραχύβιου κινήματος Μουσουλμανική Αριστερά) ή των Αντικαπιταλιστών Μουσουλμάνων (ενδιαφέροντος κινήματος με ενεργή παρουσία στο κίνημα του Γκεζί, που έχει πραγματοποιήσει κοινές δράσεις με αριστερές οργανώσεις) είναι προς το παρόν μεμονωμένες κι αδύναμες, και κυρίως η δική τους, πιο αυθεντική κατά τη γνώμη τους, αντίληψη, παραμένει ένα Ισλάμ ανοιχτό, ανεκτικό, με κοινωνικό πρόσωπο. Δεν αποκλείεται όμως η σύνθεση Ισλάμ - νεοφιλελευθερισμού που προτείνει το ΑΚΡ, τη στιγμή μάλιστα που το κυβερνών κόμμα εμπλέκεται σε οικονομικά σκάνδαλα που δύσκολα συμβιβάζονται με την ισλαμική ηθική, σε συνδυασμό με τους άνευ περιεχομένου λεκτικούς λεονταρισμούς του ΑΚΡ (για παράδειγμα εναντίον του Ισραήλ), να οδηγήσουν ορισμένους Τούρκους ισλαμιστές σε μια άλλη ριζοσπαστικοποίηση, στα ίχνη ενός «νέου σαλαφισμού» (όπως σημείωνε ο Ruşen Çakır, τον περασμένο Μάρτιο, στην εφημερίδα Vatan).
Όλα αυτά συναντιούνται και με την εξωτερική πολιτική. Για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, το 1923, η Τουρκική Δημοκρατία βρίσκεται τόσο αναμεμιγμένη στα πράγματα της Μέσης Ανατολής. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ ενεπλάκη ενεργά στις διαμάχες της περιοχής, παίρνοντας το μέρος των σουνιτών, κι επιτρέποντας μάλιστα την παρουσία σε τουρκικό έδαφος Σύρων φονταμενταλιστών μαχητών. Η παρουσία αυτών των κατεξοχήν εχθρών των σιιτών, άρα και των Τούρκων αλεβιτών, αυξάνει τις εντάσεις στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, φέρνει κομμάτια της κοινωνίας σε επαφή με τους αυθεντικούς εκφραστές του ισλαμιστικού λόγου – κάτι που θα μπορούσε να συμβάλει στην προαναφερθείσα πιθανή ριζοσπαστικοποίηση.
Τελικά, το μόνο βέβαιο είναι ότι η Τουρκία πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της. Οι διεθνείς εξελίξεις την πιέζουν όλο και πιο έντονα προς αυτή την κατεύθυνση: όχι πια μόνο το ζήτημα της Συρίας, αλλά και η προέλαση του αυτοανακηρυγμένου χαλιφάτου ή αλλιώς Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS), το οποίο μάλιστα έκανε μια ανοιχτά εχθρική προς την Τουρκία πράξη, παίρνοντας ομήρους από το προξενείο της στη Μοσούλη (ειρήσθω εν παρόδω, ότι η τουρκική κυβέρνηση εξασφάλισε δικαστική απόφαση που απαγορεύει τη δημοσίευση ειδήσεων γι' αυτό το θέμα – πιθανότατα για να μην έρθουν στο φως λεπτομέρειες για τη δράση της Τουρκίας σε σχέση με τις ισλαμιστικές οργανώσεις της περιοχής).
Επομένως, παρά το ότι δεν θα έχουμε ριζική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία στο ορατό μέλλον, η Τουρκία θα αναγκαστεί --κι αυτό το καταλαβαίνουν και ορισμένοι μέσα στο ίδιο το ΑΚΡ, όπου ίσως υπάρξουν εξελίξεις μετά τις προεδρικές εκλογές-- να απεμπλακεί από τη Μέση Ανατολή και να επουλώσει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της. Το ΑΚΡ φαίνεται άλλωστε ικανό να επιλύσει το κουρδικό ζήτημα, κάτι που θα συνέβαλλε σημαντικά στη συνοχή της κοινωνίας της Τουρκίας.
Η αντιπολίτευση, παρά τα πενιχρά εκλογικά της ποσοστά, έχει ρόλο να παίξει σ' αυτή την αλλαγή πορείας: είναι αυτή που --είτε στο Γκεζί είτε μέσω προσπαθειών όπως το HDP-- εκφράζει την επιθυμία ενός μέρους τουλάχιστον των πολιτών να ζήσουν μαζί, σε περιβάλλον δημοκρατίας και πλουραλισμού. Από αυτό τον χώρο λοιπόν μπορούν να προέλθουν τα συστατικά που θα αποτρέψουν την ένταση των διαιρέσεων που προκαλούν οι πολιτικές του ΑΚΡ. Τελικά, αν λάβουμε υπόψιν ότι το ΑΚΡ έφερε νέα στοιχεία στην τουρκική πολιτική (κυρίως απαλλάσσοντας τη χώρα από την κηδεμονία του στρατού), και το ότι η ανάδειξη του πολίτη που σημειώθηκε στο κίνημα του Γκεζί ήταν επίσης κάτι καινοφανές, ο επαναπροσδιορισμός της θέσης της Τουρκίας θα γίνει με νέα συστατικά --διαφορετικά απ' αυτά που χρησιμοποιούσε το τουρκικό κράτος στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του-- αλλά μέσα σε συνθήκες καθορισμένες από την Ιστορία.
*H Ιλεάνα Μορώνη είναι δρ. Ιστορίας EHESS και ασχολείται ερευνητικά με την οθωμανική και την τουρκική ιστορία.
Από προεκλογική συγκέντρωση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών