Ποτέ δεν θα μάθουμε πού θάφτηκε το σώμα του Εξυπερύ, αν και η αλήθεια είναι πως βρίσκεται πια σε κάθε παιδικό δωμάτιο.Το πρόβλημα με τον Εξυπερύ ήταν πως πάντα μπέρδευε τον ουρανό με την
έρημο και ίσως εκείνη τη μέρα, στις 31 Ιουλίου του 1944, κατά τη
διάρκεια της τελευταίας του αναγνωριστικής πτήσης, να διέσχισε όλη τη
Μεσόγειο και να επέστρεψε στη Σαχάρα με σκοπό να συναντήσει για μια
ακόμη φορά τον Μικρό Πρίγκιπα προκειμένου να του ζωγραφίσει ξανά ένα
αρνί: ένα αρνί μέσα σ' ένα κουτί με τρύπες για να μπορεί ν' αναπνέει, αν
και ο ίδιος βρέθηκε σε μια ουράνια τρύπα που τον ρούφηξε ολόκληρο,
αυτόν και τ' αεροπλάνο του.
Ο Εξυπερύ αγάπησε τους ανθρώπους και τα ζώα ισότιμα, δηλαδή τα παιδιά, προτού μεγαλώσουν, και τα ζώα, που είναι αθώα και σκληρά όπως τα παιδιά, δηλαδή δίχως δόλο, και κατά τη γνώμη μου αυτό κάνει ένα συγγραφέα να μην μοιάζει με τους υπόλοιπους συγγραφείς: ένας πραγματικός συγγραφέας είναι με το μέρος των παιδιών και καταλαβαίνει πως ένα ζώο, είτε είναι κατοικίδιο, είτε είναι αγρίμι, χρειάζεται να μιλήσει, και έτσι μία από τις βασικές δουλειές του είναι να δώσει λαλιά στα ζώα.
Στο Γράμμα σ' έναν όμηρο, που εκδόθηκε μέσα στον πόλεμο, το 1943, την ίδια χρονιά με τον Μικρό Πρίγκιπα, υπάρχει εκείνη η χαρακτηριστική σκηνή δίπλα στο ποτάμι, εκείνη η στιγμή ειρήνης δύο φίλων που γευματίζουν σ' ένα ξύλινο μπαλκόνι κάτω από το δυνατό ήλιο, με μια τυφλή λαχτάρα για ζεστασιά, που όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παρένθεση η οποία καταφέρνει ν' απομονώσει προσωρινά κάθε εκδήλωση δυστυχίας, απ' όποιο μέτωπο κι αν προέρχεται. Τα μέτωπα της δυστυχίας είναι τα εξής τέσσερα: πόλεμος, αρρώστια, έρωτας, χρέη.
Ο Εξυπερύ το ήξερε: ένα από τα πιο ευλογημένα πράγματα στη Γη είναι να κάθεσαι και να τρως με τους φίλους σου και να λιάζεσαι όπως ένα κοπάδι ζώα που παρά την αντιθετική τους φύση (το αρνί, η αλεπού, το φίδι), ένα αόρατο αίμα κυκλοφορεί ανάμεσά τους και τα συνδέει με τον πιο ενεργό τρόπο.
Είναι μια στιγμή δικαίωσης της ζωής.
Μέσα σ' όλα αυτά τα λίγα θυμήθηκα κι εγώ μια φίλη.
Είχα μια φίλη λοιπόν που την αγάπησα πολύ λίγο μετά το σχολείο και που πια την έχω χάσει. Η φίλη αυτή, η Μάχη, όταν ταξίδευε κουβαλούσε πάντα μαζί της τρία βιβλία: το ένα ήταν ο Μικρός Πρίγκιπας.
Τ' άλλα δύο δεν τα θυμάμαι.
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
Αναστασία Δούκα, «Τέσσερα», 2014
Ο Εξυπερύ αγάπησε τους ανθρώπους και τα ζώα ισότιμα, δηλαδή τα παιδιά, προτού μεγαλώσουν, και τα ζώα, που είναι αθώα και σκληρά όπως τα παιδιά, δηλαδή δίχως δόλο, και κατά τη γνώμη μου αυτό κάνει ένα συγγραφέα να μην μοιάζει με τους υπόλοιπους συγγραφείς: ένας πραγματικός συγγραφέας είναι με το μέρος των παιδιών και καταλαβαίνει πως ένα ζώο, είτε είναι κατοικίδιο, είτε είναι αγρίμι, χρειάζεται να μιλήσει, και έτσι μία από τις βασικές δουλειές του είναι να δώσει λαλιά στα ζώα.
Στο Γράμμα σ' έναν όμηρο, που εκδόθηκε μέσα στον πόλεμο, το 1943, την ίδια χρονιά με τον Μικρό Πρίγκιπα, υπάρχει εκείνη η χαρακτηριστική σκηνή δίπλα στο ποτάμι, εκείνη η στιγμή ειρήνης δύο φίλων που γευματίζουν σ' ένα ξύλινο μπαλκόνι κάτω από το δυνατό ήλιο, με μια τυφλή λαχτάρα για ζεστασιά, που όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παρένθεση η οποία καταφέρνει ν' απομονώσει προσωρινά κάθε εκδήλωση δυστυχίας, απ' όποιο μέτωπο κι αν προέρχεται. Τα μέτωπα της δυστυχίας είναι τα εξής τέσσερα: πόλεμος, αρρώστια, έρωτας, χρέη.
Ο Εξυπερύ το ήξερε: ένα από τα πιο ευλογημένα πράγματα στη Γη είναι να κάθεσαι και να τρως με τους φίλους σου και να λιάζεσαι όπως ένα κοπάδι ζώα που παρά την αντιθετική τους φύση (το αρνί, η αλεπού, το φίδι), ένα αόρατο αίμα κυκλοφορεί ανάμεσά τους και τα συνδέει με τον πιο ενεργό τρόπο.
Είναι μια στιγμή δικαίωσης της ζωής.
Μέσα σ' όλα αυτά τα λίγα θυμήθηκα κι εγώ μια φίλη.
Είχα μια φίλη λοιπόν που την αγάπησα πολύ λίγο μετά το σχολείο και που πια την έχω χάσει. Η φίλη αυτή, η Μάχη, όταν ταξίδευε κουβαλούσε πάντα μαζί της τρία βιβλία: το ένα ήταν ο Μικρός Πρίγκιπας.
Τ' άλλα δύο δεν τα θυμάμαι.
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
Αναστασία Δούκα, «Τέσσερα», 2014