Από τη δεκαετία του '60 υπήρξε
διπλωματικό παρασκήνιο σχετικά με την ονομασία της (σημερινής) ΠΓΔΜ.
Σήμερα, που οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει, υπάρχουν χλιαρές
παραινέσεις για την εύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης από τον γ.γ. του
ΝΑΤΟ
Πρώτα σιωπή! Μετα βοή! Και τώρα; Εν υπνώσει και εν αναμονή...
έως ότου αφυπνιστεί και πάλι το «τέρας»!... Ακούει κανείς σήμερα κάτι
για το Σκοπιανό; Ελάχιστα, παρά μόνο αν γίνει κάποια «συνάντηση
συντήρησης»... Τα Σκόπια εξακολουθούν να αποτελούν τη «μαύρη τρύπα» στη
Νότια Ευρώπη και για την Ελλάδα το ζήτημα παραμένει ένα σοβαρό αγκάθι
στην εξωτερική της πολιτική.
Πριν από κάποιους μήνες ηγέρθησαν, προς στιγμήν, κάποιες παρασκηνιακές ανησυχίες από το ενδεχόμενο το Σκοπιανό να έλθει στην επόμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Νότια Ουαλία, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Αυτό προκάλεσε εύλογες ανησυχίες στην ελληνική πλευρά, γιατί η εκάστοτε ανακίνηση του Σκοπιανού σε διεθνή φόρα προδικάζει και σωρεία πολιτικών πιέσεων προς την Αθήνα για «ρύθμιση» του ζητήματος.
Η πλέον «καθησυχαστική» διαβεβαίωση, ότι δεν θα πρέπει ν' αναμένεται κάτι στην Ουαλία, ήλθε εμμέσως διά στόματος Ράσμουσεν, του γ.γ. του ΝΑΤΟ, ο οποίος σε επίσκεψή του στα Σκόπια στα τέλη Μαΐου περιορίστηκε απλώς σε παραινέσεις προς την ηγεσία της γείτονος να προχωρήσουν στη διευθέτηση του ζητήματος της ονομασίας με την Ελλάδα, κατά τα αποφασισθέντα στο Βουκουρέστι, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να προχωρήσει η ΝΑΤΟϊκή τους υποψηφιότητα.
«Η πόρτα του ΝΑΤΟ είναι ανοιχτή» είπε στον πρόεδρο της γείτονος, Γκρούεφσκι, ο κ. Ράσμουσεν, αλλά, «όπως συμφωνήσαμε στη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι, το 2008, θα λάβετε πρόσκληση για το ΝΑΤΟ μόλις βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή ονομασία στο ζήτημα της ονομασίας». Και κατέληξε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ με προτροπές για τη συνέχιση των προσπαθειών για ανεύρεση λύσης.
Η Αθήνα μπορεί τώρα να κοιμάται ήσυχη επ' ολίγον. Η αλήθεια είναι πως υπό τις σημερινές γεωπολιτικές συγκυρίες, το Σκοπιανό βρίσκεται κάτω από το ραντάρ του ΝΑΤΟ και των μεγάλων παικτών στο ευρωπαϊκό τερέν. Η υπόθεση της Ουκρανίας αφαιρεί την οποιαδήποτε σημασία και επιτακτικότητα της προώθησης του Σκοπιανού στην παρούσα φάση, γιατί η διεύρυνση της Συμμαχίας και της Ενωσης έχουν πάρει θέση συνοδηγού πλέον και δεν υπαγορεύουν τις εξελίξεις.
Σαφώς, τα Σκόπια έχουν χάσει πολλαπλώς σε σημασία και η σημερινή εποχή διαφέρει κατά πολύ από κείνη του 2008, ενώ, μέχρι το 2010 περίπου, ήταν άλλα τα σχέδια των ενεργειακών αγωγών που θα περνούσαν από τα Βαλκάνια.
Εξάλλου, ήταν άλλη η δυναμική των σχέσεων της Σερβίας με τη Δύση και ειδικότερα με την Ευρώπη, προ της αναθέρμανσης των σχέσεων της χώρας αυτής με το Βερολίνο, όπως επίσης διαφορετικές ήταν οι σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση. Μια νέα γεωπολιτική δυναμική αναπτύχθηκε εν γένει.
Η συγκάλυψη της αποτυχίας
Μετά την ελληνική ήττα στη Χάγη, στην εκεί προσφυγή της γείτονος για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (Ε.Σ.), υπήρξαν φόβοι πως σε επαναφορά του θέματος σε επόμενη ΝΑΤΟϊκή σύνοδο, μία εκ των «συμμάχων» χωρών -ενδεχομένως και πρωτίστως η Τουρκία- θα ήγειρε θέμα, υποστηρίζοντας πως με βάση το σκεπτικό του Διεθνούς Δικαστηρίου θα πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ένταξης των Σλαβομακεδόνων, γιατί το Δικαστήριο έχει κρίνει πως στην περίπτωση που το θέμα επανέλθει στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να τηρήσει την ίδια παραβατική στάση που ακολούθησε στο Βουκουρέστι.
Πράγματι, παρά την κυβερνητική συγκάλυψη της αποτυχίας, με το ασθενές επιχείρημα ότι η Χάγη δεν έδωσε εντολή στην Ελλάδα -όπως ζητούσε η ΠΓΔΜ- να απόσχει από κάθε μελλοντική συμπεριφορά που παραβιάζει την Ε.Σ., στην πραγματικότητα το ΔΔΧ απεφάνθη πως «δεν έχει λόγο να εικάσει πως μια χώρα θα επαναλάβει την παράβαση ή την (ίδια) συμπεριφορά στο μέλλον, δεδομένου ότι η καλή πίστη (της χώρας) πρέπει να θεωρείται δεδομένη».
Ολα αυτά, βέβαια, απεκρύβησαν τότε από την ελληνική κοινή γνώμη για προφανείς λόγους πολιτικής και διπλωματικής αστοχίας στην ακολουθηθείσα υπερασπιστική γραμμή -της οποίας βασικό πρόβλημα ήταν το γεγονός πως μετά το Βουκουρέστι, με επίσημες πολιτικές θριαμβολογίες είχε γίνει παραδεκτό πως η ελληνική πλευρά είχε πιέσει για την απόρριψη της αίτησης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα δεν κατάφερε να πείσει το ΔΔΧ πως όλο αυτό το διάστημα τα Σκόπια είχαν επιδείξει «κακή πίστη» και συστηματικά παραβιάσει καίρια άρθρα της Ε.Σ., και να αποδείξει συνεπώς ότι από πάσης πλευράς αυτή είχε καταστεί, πλέον, μια θεωρητική υπόθεση άνευ πρακτικής σημασίας. Και τούτο γιατί ακολουθήθηκε άλλη μια φορά, για εσωτερικούς λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, μια επιθετική υπερασπιστική γραμμή εντυπώσεων, που δεν ήταν νομικά δόκιμη και στην οποία το «διά ταύτα» δεν ήταν επαρκώς και τυπικά τεκμηριωμένο με στάνταρντ διεθνούς πρακτικής.
Περαιτέρω, καθίστατο τρωτή αυτή η προσέγγιση της «κακής πίστης» των Σκοπίων, από το γεγονός ότι διεξαγόταν διάλογος στο παρασκήνιο μεταξύ του κ. Γ.Α. Παπανδρέου και του κ. Γκρούεφσκι, με άγνωστο περιεχόμενο, αλλά και στο πλαίσιο της διαδικασίας του ΟΗΕ.
Εκτοτε, ο «φόβος» της Αθήνας ήταν πως, σε ακραία περίπτωση, τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ενωση, οι νομικές τους υπηρεσίες θα έκαναν «νομικές ακροβασίες» και με βάση την απόφαση του ΔΔΧ, θα γνωμοδοτούσαν πως η ελληνική ψήφος ήταν «δεσμευμένη» και συνεπώς η Αθήνα θα υποχρεούνταν να ψηφίσει θετικά σε νέα αίτηση των Σκοπίων.
Ακροβασίες μεν, αλλά στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα όλα συμβαίνουν!
Εκείνο που ξένισε έγκυρους κύκλους είναι το γεγονός ότι η Αθήνα, παρά τις κάποιες σχετικές διαρροές της περιόδου εκείνης για τη στάση που θα ακολουθούσε, όλως παραδόξως δεν προχώρησε στην καταγγελία της Ε.Σ., όταν οι γείτονες πήγαν στη Χάγη -ενέργεια που θα μπλοκάριζε τη σλαβομακεδονική προσφυγή.
Κάτω από το χαλί
Πολλά τα παράδοξα στο Σκοπιανό και ακόμη περισσότερα τα διαχρονικά λάθη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας που, τα πρώτα τριάντα και πλέον χρόνια, από τις αρχές της 10ετίας του '60, σπρώχνοντας το θέμα κάτω από το χαλί, επέτρεψε προς χάριν των «Συμμάχων», που δεν ήθελαν να ενοχληθεί ο Τίτο, την εθνογένεση της γείτονος -κρατώντας μακράν της ελληνικής κοινής γνώμης τα όσα ελάμβαναν χώρα στο διπλωματικό παρασκήνιο.
Την περίοδο αυτή της «σιωπής» ενταφίασε -όπως πολύ περιεκτικά περιγράφει στο βιβλίο του ο καθηγητής Γ. Καλπαδάκης «Το Μακεδονικό Ζήτημα 1962-1995, από τη Σιωπή στη Λαϊκή Διπλωματία»- η ελληνική παρέμβαση στη ΔΑΣΕ το '91, η οποία «ουσιαστικά παρέπεμπε στις απόπειρες σφετερισμού της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας από τους Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι επεδίωκαν να προσδώσουν εθνικό περιεχόμενο σ' ένα αμιγώς γεωγραφικό όρο» -γεγονός που επέτρεψε «τη ριζική αναθεώρηση και συμπύκνωση της (ελληνικής άποψης) σε μια εντελώς διαφορετική θέση: στη συνολική άρνηση να χρησιμοποιείται η λέξη "Μακεδονία" και τα παράγωγά της από τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της νότιας Γιουγκοσλαβίας». Εκείνο με τη σειρά του οδήγησε στη συλλήβδην υιοθέτηση του συνθήματος «Η Μακεδονία είναι ελληνική» από το σύνολο, σχεδόν, των φορέων που κινητοποιήθηκαν στο ζήτημα αυτό. Με τις γνωστές μετέπειτα συνέπειες «αιχμαλωσίας» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το Σκοπιανό.
Εκείνη ακριβώς την εποχή, λόγω εγκλωβισμού της πολιτικής ηγεσίας από τη «λαϊκή ετυμηγορία», που αίφνης ξεφύτρωσε σε όλα τα μήκη και πλάτη, έγειρε στο άλλο άκρο η πλάστιγγα και δεν επέτρεψε έναν έντιμο συμβιβασμό με την τότε πολιτική ηγεσία των Σκοπίων, στην οποία κυρίαρχη θέση είχε ο μετριοπαθής Κίρο Γκλιγκόροφ -ο οποίος σε κατ' ιδίαν συνομιλία του με την «Ε» το '92, στην Ουάσιγκτον, είχε αφήσει σαφώς να εννοηθεί πως ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει σε συμφωνία σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό.
Ετσι, αντί να υπάρξει διορατικότητα για μια απ' ευθείας διαπραγμάτευση με τον Γκλιγκόροφ για την ταχεία επίλυση του ζητήματος, η ελληνική διπλωματία αναλώθηκε σε ατέρμονες προσπάθειες για μεσολάβηση της Ουάσιγκτον -η οποία και περιττή ήταν, γιατί χρησιμοποιήθηκε απερίσκεπτα ένα ουσιώδες εν ανεπαρκεία ευρισκόμενο στην αμερικανική πρωτεύουσα πολιτικό κεφάλαιο, και, από την άλλη, δημιουργήθηκαν μακροχρόνιες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις και μια στρατιά από πλουσιοπάροχα ανταμειβόμενους λομπίστες που «μυρίστηκαν αίμα» από την ύπαρξη του προβλήματος.
Κατά τις τότε πληροφορίες της «Ε», ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπους, του πρεσβύτερου, ο στρατηγός Σκόουκροφτ, μάλλον απορημένος από την ένταση των ελληνικών προσπαθειών, είχε μεν προσφέρει την υποστήριξή του στην Αθήνα, αλλά παράλληλα φέρεται να 'χε προτείνει σε Ελληνοαμερικανούς συνομιλητές του το εξής καταπληκτικό: «Χρήματα έχετε... γιατί δεν πάτε στα Σκόπια να τους "αγοράσετε" (σ.σ. εννοώντας επενδυτικά-επιχειρηματικά) και μετά να επιβάλετε εσείς την όποια ονομασία θέλετε...».
Και μετά ήρθε ο Σαμαράς
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι αμερικανικές απορίες συνίσταντο και στο γεγονός ότι η ελληνική πολιτική και διπλωματική ηγεσία δεν αντιλαμβανόταν πως με τον εγκλωβισμό της στο Σκοπιανό, εκείνη την κρίσιμη εποχή των ανατροπών στα Βαλκάνια, έχανε μια σοβαρή ευκαιρία να παίξει ηγετικό ρόλο στην περιοχή -προς αγαλλίαση φυσικά της εξ Ανατολών γείτονος.
Και μετά; Και μετά ήλθε ο Σαμαράς... Ο τότε ΥΠΕΞ είδε ένα «άνοιγμα» στα πολιτικά δρώμενα και «άρπαξε» έστω και πρόσκαιρα-ευκαιριακά ένα κομμάτι της πολιτικής πίτας, με την κατασκευή ενός πολιτικού προφίλ βασισμένου σε μαξιμαλιστική στάση στην ονοματολογία.
Οπως εκ των πραγμάτων μπορεί να κρίνει κανείς σήμερα, ήταν εκ μέρους του μια οπορτουνιστική προσέγγιση, που εκείνο τον καιρό εξυπηρετούσε την προσωπική του πολιτική φιλοδοξία και, όπως εκτιμάται, ήταν προφανώς διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για την υλοποίησή της, ανεξαρτήτως των συνεπειών στη χώρα, που, ως απεδείχθη, είχε η παρέμβασή του στις μετέπειτα εξελίξεις.
Ηταν, εκ μέρους του, ένας εύλογος πατριωτικός θυμός βασισμένος σ' εκείνο που θεωρούσε εθνικά δίκαιο; Ή μήπως έκρυβε κάτι άλλο; Και πώς απέτυχε να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ «δικαίου» και «συμφέροντος» στην εξωτερική πολιτική, τη στιγμή που από τη θέση του στο ΥΠΕΞ γνώριζε το πλαίσιο εντός του οποίου είχε τα περιθώρια για να κινηθεί;
Ηταν η εποχή που οι λαϊκές μάζες με τις κινητοποιήσεις τους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Σκοπιανό με όλες εκείνες τις εντυπωσιακές διαδηλώσεις από την Ουάσιγκτον μέχρι την Οτάβα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Βλέποντας το πώς ο Σαμαράς και το περιβάλλον του λειτούργησαν σε βάθος χρόνου για μια σειρά ζητημάτων, πολιτικοί παρατηρητές στην Ουάσιγκτον διαπιστώνουν διαχρονικές «αλλοπρόσαλλες μεταλλάξεις», εκφράζουν δυσπιστία για τη γνησιότητα των προθέσεών του και θεωρούν πως όχι απλώς ενέδωσε στις λαϊκές μάζες, αλλά, επιπλέον, καπηλεύθηκε το «ξέσπασμά» τους, το οποίο φέρεται και να ενθάρρυνε προς ίδια πολιτικά οφέλη -ισχυρισθείς εκ των υστέρων σε ξένους συνομιλητές του, χωρίς ωστόσο να γίνει πιστευτός, πως η πολιτική του «ανταποκρινόταν» στη λαϊκή βούληση.
Είναι ενδιαφέρον πως για τα τριάντα χρόνια της «σιωπής», περιλαμβανομένης και της περιόδου που ο κ. Σαμαράς ήταν ΥΠΕΞ, η ελληνική πλευρά σε όλη τη διπλωματική της αλληλογραφία αναφερόταν στη γείτονα με τη σύνθετη ονομασία της Σλαβομακεδονίας, ρίχνοντας περισσότερο το βάρος στην αναχαίτιση των προσπαθειών των Σκοπίων για την τεκμηρίωση υπάρξεως «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και κατ' επέκτασιν στην αντιμετώπιση αλυτρωτικών βλέψεων εκ μέρους τους -δίνοντας τη δέουσα, βέβαια, προσοχή στο θέμα της ονομασίας. `
Ακόμη και ο ίδιος ο Σαμαράς, εκείνη την περίοδο στο ΥΠΕΞ αναφερόταν σε «Σλαβομακεδονία» και «Σλαβομακεδόνες» σε διπλωματικά έγγραφα.
Κόντρα ρόλοι
Μάλιστα, όπως αποκαλύπτεται στο βραβευθέν από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του κ. Καλπαδάκη, επί υπουργίας του στο ΥΠΕΞ ο κ. Σαμαράς ήταν εκείνος που στη διάρκεια του ευρωπαϊκού συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών, στις 16 Δεκεμβρίου του '91, συμφώνησε σε όρους για το Μακεδονικό -στο πλαίσιο αποδοχής της ανεξαρτητοποίησης Κροατίας και Σλοβενίας-, που ένας εξ αυτών έθετε κατ' ουσίαν, πρώτη φορα στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, τις βάσεις για τις μετέπειτα συζητήσεις για σύνθετη ονομασία των γειτόνων.
«Ο επίμαχος τρίτος όρος για την αναγνώριση του νέου κράτους ήταν αόριστα διατυπωμένος και μπορούσε να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, αφού δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από τα Σκόπια, παρά να εγγυηθούν ότι δεν θα χρησιμοποιούσαν ένα όνομα "που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις": ο όρος "Μακεδονία", συνεπώς, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας σύνθετης ονομασίας», επισημαίνει ο κ. Καλπαδάκης.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητα και την πολυεπίπεδη διαπραγματευτική διαδικασία όλων εκείνων των 10ετιών, οι δύο αντιμαχόμενες, αργότερα, πλευρές των Μητσοτάκη-Σαμαρά έβλεπαν πολύ στενά τις εξελίξεις και απέτυχαν τραγικά στις προσδοκίες τους πως ήταν δυνατή η «εξαφάνιση» του προβλήματος με την ενσωμάτωση των Σκοπίων σε ενιαία Γιουγκοσλαβία, υπό τη Σερβία, γιατί το «διαζύγιο» των εκεί κρατών είχε πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή.
Παράλληλα, ο Σαμαράς υπερεκτίμησε τη συνδρομή των Ευρωπαίων και τη συμπαράστασή τους στην ερμηνεία του επίμαχου τρίτου όρου, τον οποίο τουναντίον οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν αργότερα για να προωθήσουν ακριβώς σύνθετη ονομασία.
Επ' αυτού, στο Βερολίνο περίμεναν από τον Μητσοτάκη να τους καλέσει να μεσολαβήσουν, όπως είχε πει, το '93, στην «Ε», εν πτήσει από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσιγκτον, ο τότε ΥΠΕΞ Μιχ. Παπακωνσταντίνου. «Πες μου, όποτε είσαι έτοιμος, να πάω στα Σκόπια να τους επιβάλω την οποιαδήποτε (σύνθετη) ονομασία θέλεις», φέρεται να 'χε πει ο Γερμανός τότε ΥΠΕΞ Γκέσνερ στον Μητσοτάκη, ο οποίος -κατά την αφήγηση Παπακωνσταντίνου- ουδέποτε έδωσε απάντηση γιατί ήταν «δέσμιος» των απειλών Σαμαρά πως θα φύγει από την κυβέρνηση.
Το, κατ' ελάχιστον, παράδοξο είναι πως ο κ. Σαμαράς έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του νέου υπόβαθρου για σύνθετη ονομασία των γειτόνων και στη συνέχεια έκανε πολιτική καριέρα, περνώντας στην αντίπερα όχθη, πολεμώντας την... πολιτική του!... Θυμίζει τίποτε αυτό;
Ολα αυτά, βέβαια, βρίσκονται στο προσκήνιο του Σκοπιανού. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές αναπάντητες απορίες για το τι πραγματικά υπάρχει στο παρασκήνιο, ακόμη και σήμερα... πέραν και μακράν της οποιασδήποτε διπλωματικής δραστηριότητας.
Τι πραγματικά κρύβει η άλλη πλευρά του μεσονυχτίου!
dpdimas29@gmail.com