- Ένα πλήγμα που άλλαξε την πορεία της Κύπρου στην Iστορία
- Στα 40 χρόνια κατοχής, που διήλθαν άπραχτα, χωρίς καμιά πραγματικά σχεδιασμένη στρατηγική ανατροπής της διεθνούς παρανομίας της Τουρκίας, εδραιώνουν και «νομιμοποιούν» στα μάτια όλου του κόσμου την κατοχή…
- ΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ της γενιάς των δεκαετιών που πέρασαν ήσαν περήφανοι γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν για την κυπριακή ελευθερία. Για τι θα είναι υπερήφανοι οι επόμενοι, αυτοί που θα έρθουν;
ΤΟ 1974 δεν αποτέλεσε μια στιγμή πλήγματος για την Κύπρο και τον
Ελληνισμό, ούτε μια ήττα της Κύπρου και της Ελλάδος από την τουρκική
θηριωδία, η οποία με δική μας ευθύνη και δικά μας εγκληματικά λάθη
έπληξε ως θύελλα εν μέσω θέρους τον κυπριακό Ελληνισμό, αλλά
σηματοδότησε πολύ περισσότερο ένα πλήγμα που άλλαξε την πορεία μιας
χώρας στην ιστορία.
Αυτό σημαίνει πως στα 40 χρόνια κατοχής, που διήλθαν άπραχτα, δηλαδή χωρίς καμιά ουσιαστική αντίδραση, χωρίς καμιά πραγματικά σχεδιασμένη στρατηγική ανατροπής της διεθνούς παρανομίας της Τουρκίας, εδραιώνουν και «νομιμοποιούν» στα μάτια όλου του κόσμου την κατοχή, ωσάν να επρόκειτο για ένα γεγονός που επήλθε «φυσιολογικά» και «καλώς εγένετο».
Η τραγωδία της Κύπρου συνίσταται ακριβώς στο ότι ο Ελληνισμός εσιώπησε και σιωπά. H Αθήνα και η Λευκωσία ουδέποτε σχεδίασαν πραγματικά και συστηματικά στρατηγικό πλάνο, που σημαίνει τη στοχοθεσία και τα μέσα επίτευξης του στόχου, για την απελευθέρωση της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής.
Εκείνο που συμβαίνει σταδιακά είναι να αλλάζει η Κύπρος ως ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού των τελευταίων 3 και πλέον χιλιάδων χρόνων. Αίφνης στα τέλη του 20ού αιώνα και στην αρχή του 21ου επέρχεται μια δραματική αλλαγή πορείας στην πολιτιστική και ιστορική συνέχεια, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και πληθυσμιακή σύνθεση του κυπριακού λαού, του οποίου το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε πάντοτε τη μεγίστη πλειοψηφία.
Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στην ιστορία των εθνών, και εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε μόνο στην Κύπρο, αλλά πολύ περισσότερο στην Ελλάδα ως μητρόπολη του Ελληνισμού, που σηματοδοτούν μια δομική αλλαγή στην πορεία ενός έθνους, είτε αυτή είναι συρρίκνωση είτε ενδυνάμωση και ισχυρή πορεία προς τα εμπρός.
Η Κύπρος το ‘74 επηρέασε τις αλλαγές που επήλθαν στην Ελλάδα, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας και του πολιτικού σκηνικού διακυβέρνησης της χώρας, όσο και στο επίπεδο της αυτοπεποίθησης του πολιτικού συστήματος στην παρουσία και πορεία του στον ταραγμένο 21ο αιώνα.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα και ο Ελληνισμός σε σχέση με το Κυπριακό είναι ότι η Αθήνα αποδείχθηκε κούφια περιεχομένου πολιτικής, όχι μόνο ως χούντα και δικτατορία που εγκλημάτησε εις βάρος του έθνους αλλά και ως προϋπάρξασα πολιτική ηγεσία του έθνους από τη δεκαετία του ‘50 και εντεύθεν, όπου ενώ είχε ο Ελληνισμός την κυριαρχία στο νησί σε όλα τα επίπεδα πολιτικής, την οικονομία, τον πολιτισμό και την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει, να αξιοποιήσει ευκαιρίες η Αθήνα για να επιτύχει μια πραγματική ανεξαρτησία για την Κύπρο, την αυτοδιάθεση και την ενσωμάτωσή της με τον μητροπολιτικό κορμό, που ήταν και ο προαιώνιος πόθος των Κυπρίων.
Έγιναν πραγματικά τραγικά λάθη και δεν υπήρξε καμιά πραγματική στρατηγική. Το κυπριακό πρόβλημα προκάλεσε, όπως πολλοί ιστορικοί πιστεύουν, και την εμφάνιση δικτατορίας, η οποία είχε μεταξύ άλλων και αυτήν την αποστολή: τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μετά το ‘74 αφήσαμε την πρώτη και κρίσιμη περίοδο μέχρι το 1980, που η Τουρκία κατέρρεε και η Ελλάδα ήταν στα ύψη από πλευράς διεθνούς νομιμοποίησης, στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, χωρίς καμιά πραγματικά έμπρακτη κίνηση προς την κατεύθυνση μιας συστηματικής διεθνούς κινητοποίησης για την απελευθέρωση της Κύπρου, για τη δημιουργία ενός πλαισίου λύσης, το όποιο να σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, δηλαδή την αποκατάσταση τη διεθνούς νομιμότητας στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρου.
Αντ’ αυτού, μαζεύαμε αυτοϊκανοποιούμενοι ψηφίσματα από τον ΟΗΕ, εκδίδοντας ταυτόχρονα ανακοινώσεις εσωτερικής κατανάλωσης περί «συμπαράστασης» στον κυπριακό Ελληνισμό και «συμπαράταξης». Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η υιοθέτηση ενός διχοτομικού πλαισίου από εμάς τους ίδιους τους Έλληνες, η προβολή και η προπαγάνδισή του διεθνώς, ως της καλύτερης και πιο επιθυμητής λύσης για την Κύπρο, που συνίσταται στη «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία».
Αυτό δεν είναι απλώς μια κακή λύση, είναι μια διχοτομική λύση, που εφαρμόζει στην πράξη τις αρχές της διχοτόμησης και της δημιουργία δύο ξεχωριστών και εθνικά ομοιογενών κρατιδίων, ενός τουρκικού και ενός ελληνικού στην Κύπρο, υπό την επίβλεψη και επιτήρηση της ισχυρότερης πλησιέστερης δύναμης που είναι η Τουρκία, ώστε ολόκληρη η Κύπρος να κινδυνεύει να μετατραπεί σήμερα, εάν δεν ξυπνήσουμε και δεν αντιδράσουμε, σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Τα έθνη υπάρχουν ως πολιτισμικές οντότητες…
ΕΙΝΑΙ απορίας άξιον και ταυτόχρονα εξοργιστικό πώς τα κατάφερε ο Ελληνισμός να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση αθλιότητας, στην οποία δεν χωράνε ιδεολογικές ή κοσμοθεωρητικές προσεγγίσεις της αριστεράς ή της δεξιάς, αλλά της απόλυτης ανικανότητας των ηγεσιών δύο ελληνικών κρατών όλες αυτές τις δεκαετίες.
Και αν μας πείτε σήμερα: Τι έπρεπε να κάνουμε για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση; να κάναμε πόλεμο; Είναι πραγματικά αστεία ερωτήματα διότι τα έθνη υπάρχουν ως πολιτισμικές οντότητες που υπερασπίζονται το δημοκρατικό δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια και τη ζωή ως ποιότητα πολιτισμού και όχι απλώς ως κατανάλωση προϊόντων της αγοράς.
Υπάρχουν, δηλαδή, ως ιστορική συνέχεια ενός συστήματος αξίων που βρίσκεται στα βάθη της ιστορίας, διέρχεται μέσα από τους αιώνες και τις χιλιετίες και φτάνει στην εποχή μας και εμείς συνεχίζουμε γιατί προϋπήρξαν εκείνοι που φύλαξαν Θερμοπύλες και θυσιάστηκαν για να μπορούν οι επόμενοι να είναι αξιοπρεπείς, να στέκουν όρθιοι και να αισθάνονται υπερήφανοι γι' αυτούς που προϋπήρξαν αλλά και γι’ αυτούς που έρχονται. Οι Κύπριοι της γενιάς των δεκαετιών που πέρασαν, ήσαν περήφανοι γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν για την κυπριακή ελευθερία.
Για τι θα είναι υπερήφανοι οι επόμενοι, αυτοί που θα έρθουν; Για τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία και μάλιστα με σωστό περιεχόμενο; Γελοιότητες. Κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι μας χλευάζουν όλοι οι άλλοι.
Εχθροί και φίλοι. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η τραγωδία της Κύπρου οφείλει να μας θυμίζει έστω και σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής κρίσης και μάλλον εξαιτίας αυτής, την ευθύνη του έθνους απέναντι στον εαυτό του, ότι δεν δικαιούται να στρουθοκαμηλίζει η Αθήνα και να παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της, ότι δηλαδή ο Ελληνισμός χάνεται.
Το ξύπνημα της πολιτικής σημαίνει αναγέννηση πολιτισμού και αντιστρόφως, πράγμα που μπορεί να συμβεί αν αποφασίσουμε πως η χώρα δεν κινείται μόνο σε ρυθμούς μνημονίου και Τρόικας, αλλά υπάρχει για να σκέφτεται και να σχεδιάζει το μέλλον, το οποίο δεν αναφέρεται μόνο στη λογιστική δομή της χώρας, αλλά πολύ περισσότερο να αναστοχάζεται το παρελθόν και να σχεδιάζει το μέλλον ως παρουσία στα διεθνή δρώμενα και ως υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας και αντιμετώπιση των προκλήσεων που υπάρχουν σε μια μακρά διαδρομή της πρόσφατής μας Ιστορίας στα εθνικά θέματα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Αυτό σημαίνει πως στα 40 χρόνια κατοχής, που διήλθαν άπραχτα, δηλαδή χωρίς καμιά ουσιαστική αντίδραση, χωρίς καμιά πραγματικά σχεδιασμένη στρατηγική ανατροπής της διεθνούς παρανομίας της Τουρκίας, εδραιώνουν και «νομιμοποιούν» στα μάτια όλου του κόσμου την κατοχή, ωσάν να επρόκειτο για ένα γεγονός που επήλθε «φυσιολογικά» και «καλώς εγένετο».
Η τραγωδία της Κύπρου συνίσταται ακριβώς στο ότι ο Ελληνισμός εσιώπησε και σιωπά. H Αθήνα και η Λευκωσία ουδέποτε σχεδίασαν πραγματικά και συστηματικά στρατηγικό πλάνο, που σημαίνει τη στοχοθεσία και τα μέσα επίτευξης του στόχου, για την απελευθέρωση της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής.
Εκείνο που συμβαίνει σταδιακά είναι να αλλάζει η Κύπρος ως ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού των τελευταίων 3 και πλέον χιλιάδων χρόνων. Αίφνης στα τέλη του 20ού αιώνα και στην αρχή του 21ου επέρχεται μια δραματική αλλαγή πορείας στην πολιτιστική και ιστορική συνέχεια, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και πληθυσμιακή σύνθεση του κυπριακού λαού, του οποίου το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε πάντοτε τη μεγίστη πλειοψηφία.
Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στην ιστορία των εθνών, και εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε μόνο στην Κύπρο, αλλά πολύ περισσότερο στην Ελλάδα ως μητρόπολη του Ελληνισμού, που σηματοδοτούν μια δομική αλλαγή στην πορεία ενός έθνους, είτε αυτή είναι συρρίκνωση είτε ενδυνάμωση και ισχυρή πορεία προς τα εμπρός.
Η Κύπρος το ‘74 επηρέασε τις αλλαγές που επήλθαν στην Ελλάδα, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας και του πολιτικού σκηνικού διακυβέρνησης της χώρας, όσο και στο επίπεδο της αυτοπεποίθησης του πολιτικού συστήματος στην παρουσία και πορεία του στον ταραγμένο 21ο αιώνα.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα και ο Ελληνισμός σε σχέση με το Κυπριακό είναι ότι η Αθήνα αποδείχθηκε κούφια περιεχομένου πολιτικής, όχι μόνο ως χούντα και δικτατορία που εγκλημάτησε εις βάρος του έθνους αλλά και ως προϋπάρξασα πολιτική ηγεσία του έθνους από τη δεκαετία του ‘50 και εντεύθεν, όπου ενώ είχε ο Ελληνισμός την κυριαρχία στο νησί σε όλα τα επίπεδα πολιτικής, την οικονομία, τον πολιτισμό και την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει, να αξιοποιήσει ευκαιρίες η Αθήνα για να επιτύχει μια πραγματική ανεξαρτησία για την Κύπρο, την αυτοδιάθεση και την ενσωμάτωσή της με τον μητροπολιτικό κορμό, που ήταν και ο προαιώνιος πόθος των Κυπρίων.
Έγιναν πραγματικά τραγικά λάθη και δεν υπήρξε καμιά πραγματική στρατηγική. Το κυπριακό πρόβλημα προκάλεσε, όπως πολλοί ιστορικοί πιστεύουν, και την εμφάνιση δικτατορίας, η οποία είχε μεταξύ άλλων και αυτήν την αποστολή: τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μετά το ‘74 αφήσαμε την πρώτη και κρίσιμη περίοδο μέχρι το 1980, που η Τουρκία κατέρρεε και η Ελλάδα ήταν στα ύψη από πλευράς διεθνούς νομιμοποίησης, στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, χωρίς καμιά πραγματικά έμπρακτη κίνηση προς την κατεύθυνση μιας συστηματικής διεθνούς κινητοποίησης για την απελευθέρωση της Κύπρου, για τη δημιουργία ενός πλαισίου λύσης, το όποιο να σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, δηλαδή την αποκατάσταση τη διεθνούς νομιμότητας στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρου.
Αντ’ αυτού, μαζεύαμε αυτοϊκανοποιούμενοι ψηφίσματα από τον ΟΗΕ, εκδίδοντας ταυτόχρονα ανακοινώσεις εσωτερικής κατανάλωσης περί «συμπαράστασης» στον κυπριακό Ελληνισμό και «συμπαράταξης». Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η υιοθέτηση ενός διχοτομικού πλαισίου από εμάς τους ίδιους τους Έλληνες, η προβολή και η προπαγάνδισή του διεθνώς, ως της καλύτερης και πιο επιθυμητής λύσης για την Κύπρο, που συνίσταται στη «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία».
Αυτό δεν είναι απλώς μια κακή λύση, είναι μια διχοτομική λύση, που εφαρμόζει στην πράξη τις αρχές της διχοτόμησης και της δημιουργία δύο ξεχωριστών και εθνικά ομοιογενών κρατιδίων, ενός τουρκικού και ενός ελληνικού στην Κύπρο, υπό την επίβλεψη και επιτήρηση της ισχυρότερης πλησιέστερης δύναμης που είναι η Τουρκία, ώστε ολόκληρη η Κύπρος να κινδυνεύει να μετατραπεί σήμερα, εάν δεν ξυπνήσουμε και δεν αντιδράσουμε, σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Τα έθνη υπάρχουν ως πολιτισμικές οντότητες…
ΕΙΝΑΙ απορίας άξιον και ταυτόχρονα εξοργιστικό πώς τα κατάφερε ο Ελληνισμός να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση αθλιότητας, στην οποία δεν χωράνε ιδεολογικές ή κοσμοθεωρητικές προσεγγίσεις της αριστεράς ή της δεξιάς, αλλά της απόλυτης ανικανότητας των ηγεσιών δύο ελληνικών κρατών όλες αυτές τις δεκαετίες.
Και αν μας πείτε σήμερα: Τι έπρεπε να κάνουμε για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση; να κάναμε πόλεμο; Είναι πραγματικά αστεία ερωτήματα διότι τα έθνη υπάρχουν ως πολιτισμικές οντότητες που υπερασπίζονται το δημοκρατικό δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια και τη ζωή ως ποιότητα πολιτισμού και όχι απλώς ως κατανάλωση προϊόντων της αγοράς.
Υπάρχουν, δηλαδή, ως ιστορική συνέχεια ενός συστήματος αξίων που βρίσκεται στα βάθη της ιστορίας, διέρχεται μέσα από τους αιώνες και τις χιλιετίες και φτάνει στην εποχή μας και εμείς συνεχίζουμε γιατί προϋπήρξαν εκείνοι που φύλαξαν Θερμοπύλες και θυσιάστηκαν για να μπορούν οι επόμενοι να είναι αξιοπρεπείς, να στέκουν όρθιοι και να αισθάνονται υπερήφανοι γι' αυτούς που προϋπήρξαν αλλά και γι’ αυτούς που έρχονται. Οι Κύπριοι της γενιάς των δεκαετιών που πέρασαν, ήσαν περήφανοι γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν για την κυπριακή ελευθερία.
Για τι θα είναι υπερήφανοι οι επόμενοι, αυτοί που θα έρθουν; Για τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία και μάλιστα με σωστό περιεχόμενο; Γελοιότητες. Κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι μας χλευάζουν όλοι οι άλλοι.
Εχθροί και φίλοι. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η τραγωδία της Κύπρου οφείλει να μας θυμίζει έστω και σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής κρίσης και μάλλον εξαιτίας αυτής, την ευθύνη του έθνους απέναντι στον εαυτό του, ότι δεν δικαιούται να στρουθοκαμηλίζει η Αθήνα και να παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της, ότι δηλαδή ο Ελληνισμός χάνεται.
Το ξύπνημα της πολιτικής σημαίνει αναγέννηση πολιτισμού και αντιστρόφως, πράγμα που μπορεί να συμβεί αν αποφασίσουμε πως η χώρα δεν κινείται μόνο σε ρυθμούς μνημονίου και Τρόικας, αλλά υπάρχει για να σκέφτεται και να σχεδιάζει το μέλλον, το οποίο δεν αναφέρεται μόνο στη λογιστική δομή της χώρας, αλλά πολύ περισσότερο να αναστοχάζεται το παρελθόν και να σχεδιάζει το μέλλον ως παρουσία στα διεθνή δρώμενα και ως υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας και αντιμετώπιση των προκλήσεων που υπάρχουν σε μια μακρά διαδρομή της πρόσφατής μας Ιστορίας στα εθνικά θέματα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου