Γράφει ο Σταύρος Λυγερός ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΟΣ τόπος ότι η
κρίση έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν
το ενοποιητικό εγχείρημα, και ειδικότερα τη νομισματική ένωση.
Προφανώς, η αμφισβήτηση είναι πολύ πιο έντονη στις χώρες της ευρωπαϊκής
περιφέρειας. Αυτές, άλλωστε, είναι που υφίστανται πολύ πιο επώδυνα τις
επιπτώσεις της μονοδιάστατης λιτότητας, την οποία επιβάλλει το
ευρωιερατείο.Για την ακρίβεια, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, και κυρίως η Ελλάδα, ενώ
τυπικά συνεχίζουν να είναι ισότιμα μέλη της Ευρωζώνης, στην
πραγματικότητα έχουν περιέλθει σε καθεστώς μεταμοντέρνας αποικίας στο
πλαίσιο μίας Ε.Ε. που λειτουργεί πλέον με άτυπο αφεντικό και άτυπη
ιεραρχία. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναπόφευκτη λόγω της εσωτερικής
οικονομικής ανισορροπίας και του χρέους των αδύναμων κρίκων. Ούτε
αποτέλεσμα μόνο της ισχύος και της αποφασιστικότητας του Βερολίνου, το
οποίο κατέχει δεσπόζουσα θέση στους κόλπους του ευρωιερατείου.
Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική εάν οι κυβερνήσεις της ευρωπαϊκής
περιφέρειας είχαν συντονισθεί για να θέσουν το ζήτημα στα Ευρωπαϊκά
Συμβούλια και στο Ευρωκοινοβούλιο. Αντ’ αυτού, λόγω και της στάσης των
τοπικών αρχουσών ελίτ, ωθούν τις χώρες τους όχι μόνο προς την οικονομική
και κοινωνική παρακμή, αλλά και προς την κατεύθυνση της «γερμανικής
Ευρώπης».Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Παπανδρέου και ευρύτερα οι εγχώριες άρχουσες ελίτ αντιμετώπισαν την κρίση ανέδειξε το σύνδρομο εξάρτησής τους. Εδωσε, μάλιστα, και το κακό παράδειγμα στις υπόλοιπες άρχουσες ελίτ της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Είναι σκάνδαλο ο τρόπος με τον οποίο οι κυρίως υπεύθυνοι για την κατάντια της Ελλάδας κατέφυγαν στην αγκαλιά των ξένων κηδεμόνων και από εκεί κατηγορούν τους απλούς πολίτες.
Η βιτρίνα του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού των εγχώριων αρχουσών ελίτ συνήθως κρύβει το δίδυμο του ιδεολογικού μεταπρατισμού και του μετέωρου κοσμοπολιτισμού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ευρωπαϊκό επαρχιωτισμό, ο οποίος αντανακλά πλέγματα κατωτερότητας και τάσεις στρουθοκαμηλισμού, που εμποδίζουν την ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Οταν εκδηλώθηκε η κρίση, ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός των εγχώριων αρχουσών ελίτ προσέλαβε διαστάσεις υποτέλειας. Το σύνδρομο εξάρτησης τις ώθησε να υιοθετούν πολιτικές που έχουν ευρωπαϊκό περιτύλιγμα, ακόμα κι αν αποσαθρώνουν την εγχώρια οικονομία και υποθηκεύουν την εθνική κυριαρχία. Οι υποτονικές κοινωνικές αντιδράσεις επιτρέπουν στις νοτιοευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ να χρησιμοποιούν την κρίση όχι για να επιβάλουν επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις με γνώμονα την ανάπτυξη και την κοινωνική ισορροπία, αλλά για να προωθήσουν μέτρα με ιδιοτελές ταξικό πρόσημο.
Οταν όμως ταπεινώνεις κοινωνίες, όταν de facto ακυρώνεις την εθνική κυριαρχία των αδύναμων κρίκων κι όταν επιβάλλεις μονοδιάστατη λιτότητα που υποσκάπτει την επιβίωση των λαϊκών τάξεων, τότε σπιλώνεις την ευρωπαϊκή ιδέα και ναρκοθετείς το ενοποιητικό εγχείρημα. Καταδεικνύει, μάλιστα, έλλειψη ιστορικής συνείδησης και πολιτικό θράσος το γεγονός ότι οι βασικοί υπεύθυνοι κουνάνε το δάκτυλο στις κοινωνίες για τη ραγδαία ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού και τη δημοσκοπική άνοδο αντισυστημικών κομμάτων τόσο της Αριστεράς όσο και της Ακροδεξιάς.
Νέα τραύματα για τον Ερντογάν
ΜΠΟΡΕΙ το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να διατηρεί τις δυνάμεις του και να διεκδικεί μία καλή εσοδεία στις σημερινές τοπικές εκλογές στην Τουρκία, αλλά είναι εξόφθαλμο πως ο Ερντογάν είναι βαριά τραυματισμένος. Οι αποκαλύψεις για τα κρούσματα διαπλοκής/διαφθοράς, σε συνδυασμό με τον διογκούμενο αυταρχισμό του, έχουν αποσταθεροποιήσει την ηγεμονική θέση του στην πολιτική σκηνή.
Πριν από ένα χρόνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός φάνταζε παντοδύναμος. Είχε ολοκληρώσει με εντυπωσιακή επιτυχία τον δεκαετή ακήρυκτο πόλεμο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και φανταζόταν ότι το 2013 θα ήταν η χρονιά της πολιτικής παντοδυναμίας του. Τα γεγονότα, όμως, τον διέψευσαν.
Τον περασμένο Μάιο-Ιούνιο βρέθηκε αντιμέτωπος με το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων που αμφισβήτησαν την εξουσία του. Τότε αναδείχθηκε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «βαθιά Τουρκία» και στη δυτικότροπη Τουρκία που αντιστέκεται στην επιβολή της ισλαμικής ατζέντας των νεοοθωμανών. Ο Ερντογάν ξεπέρασε εκείνη την κρίση επειδή συνεχίζει να εκφράζει τις σουνιτικές μάζες της Ανατολίας και -ως εκ τούτου- διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την εκλογική υπεροχή του.
Πριν προλάβει, όμως, να συνέλθει, βρέθηκε αντιμέτωπος με το άλλοτε στήριγμά του, την πανίσχυρη «αδελφότητα Γκιουλέν». Χωρίς αυτή, δεν θα είχε καταφέρει να επικρατήσει επί του κεμαλικού «βαθέος κράτους». Η εμφύλια σύγκρουση στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ ξεκίνησε ως ανταγωνισμός για τον έλεγχο του κράτους. Προσέλαβε, όμως, ανεξέλεγκτη δυναμική και πλέον είναι ολοκληρωτικός πόλεμος.
Τα σκάνδαλα διαπλοκής/διαφθοράς, όπως και η πρόσφατη φημολογία για σεξουαλικού τύπου σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ερντογάν, είναι η απάντηση της αδελφότητας Γκιουλέν στους διωγμούς που τώρα πια υφίσταται από τους κυβερνώντες. Μπορεί το γήπεδο της σύγκρουσης των δύο πόλων του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ να είναι ο έλεγχος της εξουσίας, αλλά υπάρχει και μία δεύτερη διάσταση. Είναι εμφανές ότι ο αμερικανικός παράγοντας υποδαυλίζει τις υπαρκτές αντιθέσεις και χρησιμοποιεί την αδελφότητα Γκιουλέν σαν μοχλό για να αποδυναμώσει και ενδεχομένως αποσταθεροποιήσει τον Ερντογάν.
Ο λόγος είναι ότι, από ένα σημείο και πέρα, ο Τούρκος πρωθυπουργός έκανε το δικό του γεωπολιτικό παιχνίδι, και μάλιστα κατά τρόπο που ενοχλεί όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και τα αμερικανικά συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κεμαλιστής αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κιλιτσντάρογλου, που επισκέφθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο την Ουάσιγκτον, εύκολα τα βρήκε με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Είναι παρακινδυνευμένο να θεωρήσει κανείς τον Ερντογάν τελειωμένο. Τα σκάνδαλα, όμως, του έχουν στερήσει το ηθικό πλεονέκτημα, έχουν διχάσει την ίδια την παράταξή του και έχουν προκαλέσει ρήγματα στην εκλογική επιρροή του. Το γεγονός, μάλιστα, ότι αντιδρά στην πίεση με κλιμάκωση του αυταρχισμού επιταχύνει τη διεθνή απομόνωσή του και εξανεμίζει το όποιο πολιτικό πλεονέκτημά του.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα δυσκολευθεί πολύ να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας, όπως επιδιώκει. Η Τουρκία εισέρχεται σε περίοδο όχι μόνο πολιτικής αλλά και οικονομικής αστάθειας. Είναι σαφές ότι η «χρυσή δεκαετία» είναι οριστικά πλέον παρελθόν.