07 Απριλίου 2014

Οικονομική Διπλωματία: Πέτρινη γροθιά με βελούδινο γάντι -

Γιώργος Μιχαηλίδης -Τα όσα διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό στη διεθνή οικονομική σκακιέρα, με αποκορύφωμα τις ΗΠΑ που βρέθηκαν λίγα βήματα πριν την κατάρρευση και τη στάση πληρωμών, καταδεικνύουν εμφαντικά το πόσο ρευστή είναι η κατάσταση στην οικονομία αλλά και το πόσο εύκολα μπορεί, ακόμη και μια υπερδύναμη, να γονατίσει σε μια νύχτα. Πριν λίγες βδομάδες, ο Πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε για πρώτη φορά την διοργάνωση συνεδρίου από το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, για να φέρει σε επαφή ξένους επενδυτές με τους οργανισμούς οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, πολιτειακούς και τοπικούς αξιωματούχους. Απώτερος στόχος του, ήταν να δοθεί ενισχυτική ένεση στην οικονομία μέσω της αύξησης άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα, οι οποίες έχουν συρρικνωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Κατά το έτος 2012 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στις ΗΠΑ συρρικνώθηκαν κατά 30% (σύνολο έτους $166 δις) σε σχέση με το 2011, ενώ αναμένεται περαιτέρω συρρίκνωση τους για τη χρονιά που πέρασε.

Ανέκαθεν η οικονομική διπλωματία αποτελούσε μέρος της διεθνούς στρατηγικής των χωρών, κάποιες φορές ως μια ξεχωριστή ενότητα, ενώ τις πλείστες φορές, ως μέρος της ευρύτερης πολιτικής τους διπλωματίας. Εντούτοις, έχει αποδειχτεί ότι η οικονομική διπλωματία αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα επιρροής, συνεργασίας και δημιουργίας στρατηγικών συμμαχιών στο διεθνή στίβο της οικονομίας. Η οικονομική διπλωματία είναι μια συνεχής διαδικασία και συστηματική προσπάθεια για διατήρηση, ανανέωση και ενίσχυση του διεθνούς δικτύου συμμαχιών και συνεργασιών. Συντείνει στην απομάκρυνση των εμποδίων, πραγματικών (π.χ. θέματα επικοινωνιακά, κουλτούρας, μέσων συγκοινωνίας) και μη (π.χ. δυσπιστία επενδυτών και κακή φήμη χώρας), στο διεθνές δίκτυο εμπορικών συναλλαγών και στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας ξένων επενδυτών προς μια χώρα.

Η σημαντικότητα της ενισχύεται ακόμη περισσότερο σε περιόδους ύφεσης των οικονομιών των χωρών αλλά και δυσκαμψίας των Κυβερνήσεων να λάβουν μέτρα εντός της επικράτειας τους και συνεπώς, αδυναμίας τους να διαχειριστούν επιτυχώς τις αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες.

Η Κύπρος εδώ και χρόνια, συντηρούσε και ενίσχυε την εξάρτηση της οικονομίας της στον υπερμεγέθη χρηματοοικονομικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι το οπλοστάσιο της οικονομικής της διπλωματίας δεν ήταν επαρκώς εφοδιασμένο και στελεχωμένο για να διαχειριστεί την χιονοστιβάδα των προβλημάτων που την κτύπησε στον ύπνο, με όλες φυσικά τις αρνητικές συνέπειες που ακολούθησαν. Καίριο κτύπημα υπήρξε η δυσφήμιση της Κύπρου στο εξωτερικό και η απώλεια της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στους θεσμούς και δη, στον προ μερικών μηνών, «ακμαίο» χρηματοοικονομικό τομέα.

Μετά τα γεγονότα του Μάρτη 2013, οι φορείς άσκησης οικονομικής διπλωματίας στην Κύπρο, κυβερνητικοί και μη, με τον Κυπριακό Οργανισμό Προσέλκυσης Επενδύσεων στην εμπροσθοφυλακή, ανέλαβαν μια εντατική προσπάθεια ανάκτησης της καλής φήμης του χρηματοοικονομικού τομέα της Κύπρου και της Κύπρου γενικότερα ως επενδυτικού προορισμού. Κάτω από δυσμενείς οικονομικές  συνθήκες όμως, κυρίως στον τραπεζικό και ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα, οι προσπάθειες δεν αναμένεται να καρποφορήσουν σύντομα και ιδιαίτερα όταν τα μηνύματα που στέλνονται εκτός Κύπρου είναι αντικρουόμενα. Πέρα από ρεαλιστικά, τα μηνύματα αυτά πρέπει να αντικατοπτρίζουν ομοφωνία, σύμπνοια και συλλογικότητα για να έχουν απήχηση, για τον απλούστατο λόγο ότι, «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια».

Στην περίοδο που ακολούθησε μετά από το κούρεμα Μαρτίου, οι αλληλοκατηγορίες παραγόντων, κομματικών και μη, τραπεζιτικών, και οι αποκαλύψεις πρωτοφανών σκανδάλων, καταβαράθρωσαν την παραμικρή εμπιστοσύνη των πολιτών στους νόμους και τους θεσμούς αυτής της χώρας.

Πώς λοιπόν μπορεί μια τέτοια οικονομική διπλωματία να έχει αποτελεσματική απήχηση στους ξένους επενδυτές. Διότι αν όντως είμαστε ένας ασφαλής και επικερδής επενδυτικός προορισμός για ξένα επενδυτικά κεφάλαια, τότε γιατί εμείς οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πιστεύουμε σε αυτή, στους νόμους και θεσμούς της, ανοίγουμε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, και επιρρίπτουμε ευθύνες αλλήλοις.      

Ταυτόχρονα, ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει, εντελώς καινούριο για τα κυπριακά δεδομένα, που αφορά στη δημιουργία του ενεργειακού τριγώνου Κύπρου-Ισραήλ-Ελλάδας για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην περιοχή. Η ανεύρεση των κοιτασμάτων μπορεί να αποτελεί ευχή ή κατάρα, είναι όμως η μόνη επιλογή και διέξοδος στην δεινή κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία. Βάσει μάλιστα των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με Noble Energy, Avner Oil Exploration και Delek Drilling, αμερικανικών και ισραηλινών συμφερόντων αντίστοιχα, η Κύπρος έχει δημιουργήσει ένα μομέντουμ στη συνεργασία με Ισραήλ με ταυτόχρονη στήριξη από ΗΠΑ για την προώθηση των διαδικασιών για εξόρυξη του φυσικού αερίου. Θα ήταν αφέλεια φυσικά κάποιος να θεωρεί ότι η Κύπρος έχει κλειδώσει αυτή τη συνεργασία και ότι έχει απαλλαγεί από οποιασδήποτε φύσης ενεργειακή ομηρία από την Τουρκία.

Βασικός κανόνας της οικονομικής διπλωματίας είναι ότι οι σχέσεις κρατών, και κυρίως οι οικονομικές, δημιουργούνται και στηρίζονται στα συμφέροντα, και όχι αντίστροφα. Συγκεκριμένα, η απώλεια συμφερόντων συνεπάγεται περιορισμό μέχρι και διάλυση σχέσεων. Όσο λοιπόν υπάρχει συμφέρον για το Ισραήλ να συμμετέχει σε αυτή τη συνεργασία, η οποία ήταν το αποτέλεσμα μιας διπλωματικής μανούβρας εκ μέρους του Ισραήλ για να διεισδύσει στην ενεργειακή αγορά της Ευρώπης παρακάμπτοντας την Τουρκία, η σχέση θα τρέφεται και θα ενισχύεται. Πιθανή όμως επίλυση του κυπριακού και ομαλοποίηση στις σχέσεις Κύπρου-Τουρκίας, δύναται να διασαλεύσει τις σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ.

Από την άλλη, η Τουρκία, ως μια χώρα με επιτυχημένη πολιτική και οικονομική διπλωματία, μετά τις πρώτες απειλές για την αποτροπή των διαδικασιών των Κυπριακών Αρχών για εξόρυξη φυσικού αερίου, τηρεί τώρα σιγή ιχθύος ως προς την ενεργειακή της πολιτική. Εντούτοις, θα ήταν αφέλεια να εκλάβει κανείς τη στάση της Τουρκίας ως αδυναμία να επιβληθεί στην περιοχή. Δεν έχει ακόμη απλώσει τα διπλωματικά της πλοκάμια, αλλά καραδοκεί και θα το πράξει την κατάλληλη στιγμή.

Πιθανή επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ για ομαλοποίηση των σχέσεων και θέσπιση συνεργασίας για μεταφορά του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αυτόματα θα έθετε σε κίνδυνο τη συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ. Με βάσει τις συνθήκες όμως που είναι ενώπιον μας, κάτι τέτοιο αποτελεί απομακρυσμένο σενάριο, αφού οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ βρίσκονται σε αρνητική τροχιά, λόγω της στάσης της πρώτης να καταστεί περιφερειακή δύναμη και προστάτιδα των μουσουλμανικών λαών.  


Στο παιχνίδι συμφερόντων για το φυσικό αέριο, σημαντικό λόγο και ρόλο έχουν και οι τρεις υπερδυνάμεις. Η Αμερική θέλει να διεισδύσει στην Ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, αποκτώντας μερίδιο από την ρωσική αγορά που αποτελεί μέχρι σήμερα τον κύριο προμηθευτή φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Ευρώπη. Συνεπώς, ούτε η Ρωσία έχει ακόμη επιδείξει τα ενεργειακά της σχέδια προς αποφυγή μείωσης του μεριδίου της. Τέλος, η Ευρώπη, θέλει να διαφοροποιήσει την εφοδιαστική της αλυσίδα με απώτερο στόχο, να καταστεί ενεργειακά ανεξάρτητη. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη ότι διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα και των τριών υπερδυνάμεων ως προς την πορεία εξέλιξης της εμπορικής εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, δεν υπάρχει προς το παρόν λόγος ανησυχίας για τυχόν εκτροχιασμό των σχεδιασμών.

Βάσει των δεδομένων που υπάρχουν, η Κύπρος έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δυναμική ως προς την ενεργειακή της πολιτική που πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρήσει, εκμεταλλευόμενη την γεωστρατηγική και γεωοικονομική της αξία. Συνεπώς, πρέπει να θεμελιώσει και να εφαρμόσει ισχυρή οικονομική διπλωματία που θα τρέφει τα αμοιβαία συμφέροντα όλων των παικτών του ενεργειακού τριγώνου, παρακολουθώντας παράλληλα τις διπλωματικές μανούβρες της Τουρκίας καθώς και των τριών υπερδυνάμεων Αμερικής,  Ρωσίας και Ευρώπης. Απώτερος στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία πέτρινης γροθιάς καλυμμένης με βελούδινο γάντι, μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες και αλληλοκατηγορίες. Δεν υπάρχει περιθώριο περαιτέρω χρονοτριβής αλλά ούτε και περαιτέρω ανοχής από τον Κύπριο πολίτη και τους ξένους επενδυτές, που έχουν ήδη πληγεί σημαντικά από την μέχρι τώρα πορεία της οικονομίας. Είναι μια ευκαιρία, ίσως και η μοναδική, όπου οι φορείς λήψης αποφάσεων μπορούν να αποδείξουν ότι θέλουν και μπορούν να σταθούν αντάξιοι των καθηκόντων τους και να αναδομήσουν και να διαφοροποιήσουν την Κυπριακή οικονομία.
(Διευκρίνιση: Το άρθρο αποτελεί προσωπική μου άποψη και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει απόψεις της Εταιρείας στην οποία εργάζομαι)
http://www.sigmalive.com/inbusiness/opinions