Του Παντελή Κυπριανού* Αίτιο και αποτέλεσμα της τρέχουσας διεθνούς κρίσης: καμιά πολιτική
οικογένεια δεν είναι σήμερα ιδεολογικά ηγεμονική. Πολιτικά κόμματα και
θεσμοί αμφισβητούνται έντονα. Η Αριστερά στις δύο παραδοσιακές της
εκδοχές, τη σοσιαλδημοκρατική και την κομμουνιστική, υποχώρησε άτακτα
ιδεολογικά τη δεκαπενταετία 1975-1990. Η οικονομική κρίση του 1973
αποδυνάμωσε το σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο και τους φορείς
του. Με πιο δραματικό τρόπο η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης έκανε να
απαξιωθούν τα κομμουνιστικά κόμματα και μείωσε δραστικά την πολιτική
τους απήχηση.
Οι εξελίξεις αυτές εξέθρεψαν μία τάση αντι-κρατισμού και αποθέωσης του ιδιωτικού, με ακραία έκφραση τον νεοφιλελευθερισμό που διακρίνει μόνο αγορές και άτομα. Το ρεύμα αυτό επιβλήθηκε χάρη και στις μεγάλες πολυεθνικές και τους διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.λπ.), αλλά δεν έγινε ηγεμονικό καθώς άνοιξε δραματικά την ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, περιθωριοποίησε κράτη και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ακόμη και στις πιο εύρωστες οικονομίες.
Ετσι και οι διαρκώς εντονότερες επικρίσεις για τις ακολουθούμενες σήμερα διεθνώς πολιτικές. Για να ανατραπούν δεν αρκεί η κατακραυγή τους. Χρειάζεται ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος που μπορεί να ηγεμονεύσει ιδεολογικά. Η ηγεμονία, πέρα από την ενεργοποίηση πλήθους ανθρώπων στη βάση ιδεών και οράματος, ενέχει και μία άλλη πτυχή: είναι διαπιστωμένο ότι όσο ταυτίζεται κάποιος με κάτι τόσο το υπερασπίζει.
Οι συντηρητικές δυνάμεις τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ταυτίστηκαν με τον νεοφιλελευθερισμό και απώλεσαν θεμελιώδεις ιστορικές αναφορές τους. Απεγνωσμένα επιχειρούν άλλοι να πάνε πιο δεξιά και άλλοι να ξαναβρούν τις φιλελεύθερες αναφορές τους. Τις αναφορές της έχασε και η σοσιαλδημοκρατία που συνταυτίστηκε με βασικές νεοφιλελεύθερες επιλογές. Ολα αυτά αποτέλεσαν το υπόστρωμα για την εντονότερη πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και αλλού. Στην παρούσα συνθήκη μπορεί αυτή να καλύψει το ιδεολογικό κενό, να γίνει ηγεμονική; Θα μπορούσε υπό τουλάχιστον τέσσερις προϋποθέσεις.
1. Να είναι σαφής. Δεν χρειάζεται ούτε να περιχαρακωθεί ιδεολογικά ούτε να στρογγυλέψει τον λόγο της για να αρέσει και να χαϊδέψει γυρολόγους εξουσιοθήρες. Η σαφήνεια είναι ο καλύτερος τρόπος για να κινητοποιήσει κόσμο, να αποθαρρύνει γυρολόγους και, κυρίως, να μην απογοητεύσει αργότερα ανθρώπους, και να συμβάλει με τη σειρά της στην καλλιεργούμενη, συχνά έντεχνα, αίσθηση του «όλοι είναι ίδιοι».
2. Η ελληνική Αριστερά, παραδοσιακά, εμφανίζεται ως πολιτικός χώρος της πράξης, αλλά πάσχει από λογολατρία. Η αντίληψη αυτή τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από μία θετικιστική πίστη στην ύπαρξη κοινωνικών νόμων που διέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι και μία εγχώρια κουλτούρα που μυθοποιεί τη λέξη και μας ορίζει ως -σύμφωνα με τον όρο του Α. Τουρέν- «κοινωνία του λόγου». Κοινωνικοί νόμοι δεν υπάρχουν –μόνο τάσεις-, και ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο σύνθετος με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν έτοιμες λύσεις και συνταγές.
3. Προφανώς, όπως σημείωσε ο Τ. Οστιν, οι λέξεις λειτουργούν «επιτελεστικά», φτιάχνουν πράγματα. Αυτό όμως, δεν αρκεί. Εξίσου συντελεστική είναι η συλλογική δράση. Μέσω αυτής δοκιμάζονται λέξεις και ιδέες και φτιάχνονται καθημερινά πράγματα. Η ιστορία, αλλιώς, δεν φτιάχνεται μόνο με αφηγήσεις, μικρές ή μεγάλες, αλλά καθημερινά με τη συλλογική δράση. Η αλλαγή, συνεπώς, δεν αρχίζει από τη στιγμή που ένα πολιτικό κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση, αλλά είναι μία συνεχής διαδικασία και διεργασία σ’ όλους τους κοινωνικούς χώρους. Προφανώς η ανάληψη της διακυβέρνησης -και δυνητικά της εξουσίας- συνιστά τεράστιο ποιοτικό άλμα, εφόσον, ιδιαίτερα σε μία χώρα συγκεντρωτική όπως η Ελλάδα, οι βασικές αποφάσεις παίρνονται από τα πάνω. Η αλλαγή όμως αρχίζει πριν και συνεχίζεται αέναα.
4. Η ριζοσπαστική Αριστερά έχει μία τεράστια παράδοση αξιών που συχνά λησμονιέται. Οφείλει να αντλήσει από τη δική της παράδοση, την παράδοση της Αριστεράς εν γένει, αξίες που ο σταλινισμός κουρέλιασε και ο νεοφιλευθερισμός, στις μέρες μας, απονομιμοποίησε. Τέτοιες αξίες είναι η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, ο διάλογος, η πρωτοβουλία, η ανοχή στο διαφορετικό. Για περισσότερο από έναν αιώνα, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, η Αριστερά έδωσε τον λόγο στους φτωχούς και ταπεινούς και τους όπλισε με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Μέσα από τους σοσιαλιστικούς ομίλους πολλοί έμαθαν ανάγνωση και γραφή και άρχισαν να ατενίζουν τον κόσμο με άλλα μάτια. Εμαθαν και ενστερνίστηκαν ότι αυτός ο κόσμος είναι και δικός τους και ότι αξίζει να παλέψουν ώστε να γίνει πολύ καλύτερος.
…………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Οι εξελίξεις αυτές εξέθρεψαν μία τάση αντι-κρατισμού και αποθέωσης του ιδιωτικού, με ακραία έκφραση τον νεοφιλελευθερισμό που διακρίνει μόνο αγορές και άτομα. Το ρεύμα αυτό επιβλήθηκε χάρη και στις μεγάλες πολυεθνικές και τους διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.λπ.), αλλά δεν έγινε ηγεμονικό καθώς άνοιξε δραματικά την ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, περιθωριοποίησε κράτη και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ακόμη και στις πιο εύρωστες οικονομίες.
Ετσι και οι διαρκώς εντονότερες επικρίσεις για τις ακολουθούμενες σήμερα διεθνώς πολιτικές. Για να ανατραπούν δεν αρκεί η κατακραυγή τους. Χρειάζεται ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος που μπορεί να ηγεμονεύσει ιδεολογικά. Η ηγεμονία, πέρα από την ενεργοποίηση πλήθους ανθρώπων στη βάση ιδεών και οράματος, ενέχει και μία άλλη πτυχή: είναι διαπιστωμένο ότι όσο ταυτίζεται κάποιος με κάτι τόσο το υπερασπίζει.
Οι συντηρητικές δυνάμεις τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ταυτίστηκαν με τον νεοφιλελευθερισμό και απώλεσαν θεμελιώδεις ιστορικές αναφορές τους. Απεγνωσμένα επιχειρούν άλλοι να πάνε πιο δεξιά και άλλοι να ξαναβρούν τις φιλελεύθερες αναφορές τους. Τις αναφορές της έχασε και η σοσιαλδημοκρατία που συνταυτίστηκε με βασικές νεοφιλελεύθερες επιλογές. Ολα αυτά αποτέλεσαν το υπόστρωμα για την εντονότερη πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και αλλού. Στην παρούσα συνθήκη μπορεί αυτή να καλύψει το ιδεολογικό κενό, να γίνει ηγεμονική; Θα μπορούσε υπό τουλάχιστον τέσσερις προϋποθέσεις.
1. Να είναι σαφής. Δεν χρειάζεται ούτε να περιχαρακωθεί ιδεολογικά ούτε να στρογγυλέψει τον λόγο της για να αρέσει και να χαϊδέψει γυρολόγους εξουσιοθήρες. Η σαφήνεια είναι ο καλύτερος τρόπος για να κινητοποιήσει κόσμο, να αποθαρρύνει γυρολόγους και, κυρίως, να μην απογοητεύσει αργότερα ανθρώπους, και να συμβάλει με τη σειρά της στην καλλιεργούμενη, συχνά έντεχνα, αίσθηση του «όλοι είναι ίδιοι».
2. Η ελληνική Αριστερά, παραδοσιακά, εμφανίζεται ως πολιτικός χώρος της πράξης, αλλά πάσχει από λογολατρία. Η αντίληψη αυτή τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από μία θετικιστική πίστη στην ύπαρξη κοινωνικών νόμων που διέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι και μία εγχώρια κουλτούρα που μυθοποιεί τη λέξη και μας ορίζει ως -σύμφωνα με τον όρο του Α. Τουρέν- «κοινωνία του λόγου». Κοινωνικοί νόμοι δεν υπάρχουν –μόνο τάσεις-, και ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο σύνθετος με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν έτοιμες λύσεις και συνταγές.
3. Προφανώς, όπως σημείωσε ο Τ. Οστιν, οι λέξεις λειτουργούν «επιτελεστικά», φτιάχνουν πράγματα. Αυτό όμως, δεν αρκεί. Εξίσου συντελεστική είναι η συλλογική δράση. Μέσω αυτής δοκιμάζονται λέξεις και ιδέες και φτιάχνονται καθημερινά πράγματα. Η ιστορία, αλλιώς, δεν φτιάχνεται μόνο με αφηγήσεις, μικρές ή μεγάλες, αλλά καθημερινά με τη συλλογική δράση. Η αλλαγή, συνεπώς, δεν αρχίζει από τη στιγμή που ένα πολιτικό κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση, αλλά είναι μία συνεχής διαδικασία και διεργασία σ’ όλους τους κοινωνικούς χώρους. Προφανώς η ανάληψη της διακυβέρνησης -και δυνητικά της εξουσίας- συνιστά τεράστιο ποιοτικό άλμα, εφόσον, ιδιαίτερα σε μία χώρα συγκεντρωτική όπως η Ελλάδα, οι βασικές αποφάσεις παίρνονται από τα πάνω. Η αλλαγή όμως αρχίζει πριν και συνεχίζεται αέναα.
4. Η ριζοσπαστική Αριστερά έχει μία τεράστια παράδοση αξιών που συχνά λησμονιέται. Οφείλει να αντλήσει από τη δική της παράδοση, την παράδοση της Αριστεράς εν γένει, αξίες που ο σταλινισμός κουρέλιασε και ο νεοφιλευθερισμός, στις μέρες μας, απονομιμοποίησε. Τέτοιες αξίες είναι η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, ο διάλογος, η πρωτοβουλία, η ανοχή στο διαφορετικό. Για περισσότερο από έναν αιώνα, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, η Αριστερά έδωσε τον λόγο στους φτωχούς και ταπεινούς και τους όπλισε με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Μέσα από τους σοσιαλιστικούς ομίλους πολλοί έμαθαν ανάγνωση και γραφή και άρχισαν να ατενίζουν τον κόσμο με άλλα μάτια. Εμαθαν και ενστερνίστηκαν ότι αυτός ο κόσμος είναι και δικός τους και ότι αξίζει να παλέψουν ώστε να γίνει πολύ καλύτερος.
…………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών