ΟΣΟ πλησιάζει
η ημερομηνία των ευρωεκλογών, τόσο μεγαλώνει και η ανησυχία στις
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη σύνθεση που θα έχει το επόμενο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, λόγω της ανόδου της Άκρας Δεξιάς σε όλες τις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν όλες οι προβλέψεις για την άνοδο της Ακροδεξιάς
επαληθευτούν, τότε για πρώτη φορά θα υπάρχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
μια ισχυρή πολιτική ομάδα με τα χρώματά της. Οι διάφορες δημοσκοπήσεις
και έρευνες δείχνουν ισχυρή παρουσία της σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές
χώρες. Επιπλέον η παραδοσιακή Δεξιά, προκειμένου να μη συρρικνωθεί
πολιτικά, υιοθετεί σταδιακά πολλές από τις προγραμματικές θέσεις της
Άκρας Δεξιάς, ακόμη και τη συνθηματολογία της, ελαφρά παραλλαγμένη.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ανέτρεψε όλα τα δεδομένα του παραδοσιακού καπιταλισμού και του παραδοσιακού αστικού πολιτισμού και δημιούργησε ταυτόχρονα μια εικονική οικονομία που δεν έχει καμιά σχέση με την παραγωγή και ένα νέο πολιτιστικό μοντέλο ξεκομμένο από τις ρίζες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού της αναγέννησης και του διαφωτισμού.
Οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες που αντιμετωπίστηκαν ως ένα σημείο με επιτυχία από το μεταπολεμικό κράτος προνοίας δεν αποτελούν πια προτεραιότητα της πολιτικής που μετατράπηκε σε θεραπαινίδα του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμη και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που πρωτοστάτησαν για την οικοδόμηση του κράτους προνοίας, έχουν υποστεί μια ουσιαστική μετάλλαξη ή λαθροβιούν με την υιοθέτηση των πολιτικών του θατσερισμού και του ριγκανισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γαλλίας, όπου το τελευταίο σοσιαλιστικό κόμμα στην Ευρώπη που πρόβαλλε κάποιες αντιστάσεις στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, έχει τελευταία υιοθετήσει με τον Ολάντ το θατσερικό μοντέλο.
Πολλοί σημειώνουν ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης που αποτελούσε το αντίπαλο δέος της Δύσης, συνετέλεσε κατά πολύ στην εγκατάλειψη του κράτους προνοίας και στην υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με τα σημερινά αποτελέσματα. Η μετανάστευση χιλιάδων-εκατομμυρίων ανθρώπων από την περιφέρεια στην ευρωπαϊκή μητρόπολη ως αποτέλεσμα των ανισοτήτων που μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, βοήθησε επίσης, τονίζουν πολλοί ερευνητές του φαινομένου αυτού, την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου η άνοδος της Ακροδεξιάς οφείλεται και στα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά και στο γεγονός ότι η Αριστερά που παραμένει ισχυρά και στις δύο χώρες, εκμαυλίστηκε πολιτιστικά, απορρίπτοντας ότι είχε σχέση με την παράδοση χωρίς να προτείνει τίποτα καινούργιο. Έννοιες όπως το έθνος και η πατρίδα για παράδειγμα, αφέθηκαν ως μονοπώλιο στην Άκρα Δεξιά.
Ο παλιός πατριωτισμός της Αριστεράς που δημιούργησε στην Ελλάδα το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης με το ΕΑΜ, αφορίστηκε ως εθνικισμός. Οι ανησυχίες του απλού κόσμου στο θέμα της μετανάστευσης αντί να αντιμετωπιστούν με κατανόηση, αφορίστηκαν ως ξενοφοβία και φασισμός.
Κάπως έτσι έσπρωξαν ένα σωρό κόσμο στα πλοκάμια της Χρυσής Αυγής και κάπως έτσι τον σπρώχνουν και στην Κύπρο προς το ΕΛΑΜ. Διότι ασφαλώς δεν μπορείς να θεωρείς ότι μισό εκατομμύριο Έλληνες από τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα που είναι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, ξύπνησαν ένα πρωί και έγιναν φασίστες. Τους εγκλώβισαν εκεί οι πολιτικές ενός χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος.
Η Ακροδεξιά όμως και ο φασισμός δεν αντιμετωπίζονται ούτε με αφορισμούς και χαμηλής ποιότητας συνθηματολογία, ούτε με τη χρησιμοποίηση της δικαιοσύνης ως μέσου πολιτικού εξοστρακισμού. Αντιμετωπίζονται με την αντιπαράθεση ενός διαφορετικού αξιακού κώδικα από αυτό της διαπλοκής και της διαφθοράς και από ένα κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας που αντιμετωπίζει τα προβλήματα των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων. Κάτι που στερούνται δυστυχώς οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις τόσον στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
- See more at: http://www.philenews.com/
Όλες οι κοινωνιολογικές έρευνες που έγιναν συμφωνούν βασικά στο γεγονός
ότι η οικονομική κρίση είναι ο κύριος παράγοντας της εκτόξευσης των
περιθωριακών ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων σε εκλογικά ποσοστά που
ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς πριν μερικά χρόνια. Ασφαλώς η
οικονομική κρίση από μόνη της δεν εξηγεί τα πάντα.
Στην πραγματικότητα η Ευρώπη διέρχεται μια ευρύτερη κρίση που ξεπερνά τα όρια της οικονομίας και αγγίζει τους θεσμούς, τις αξίες και τον ίδιο τον πολιτισμό. Ο ευρωπαϊκός αξιακός κώδικας πηγάζει βασικά από την αναγέννηση και τον διαφωτισμό. Ο κώδικας αυτός στηριζόταν σε μια σχετική ευμάρεια της Ευρώπης, αποτέλεσμα πρώτα της εκμετάλλευσης των αποικιών και στη συνέχεια των ανεξάρτητων κρατών του Τρίτου Κόσμου.
Στην πραγματικότητα η Ευρώπη διέρχεται μια ευρύτερη κρίση που ξεπερνά τα όρια της οικονομίας και αγγίζει τους θεσμούς, τις αξίες και τον ίδιο τον πολιτισμό. Ο ευρωπαϊκός αξιακός κώδικας πηγάζει βασικά από την αναγέννηση και τον διαφωτισμό. Ο κώδικας αυτός στηριζόταν σε μια σχετική ευμάρεια της Ευρώπης, αποτέλεσμα πρώτα της εκμετάλλευσης των αποικιών και στη συνέχεια των ανεξάρτητων κρατών του Τρίτου Κόσμου.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ανέτρεψε όλα τα δεδομένα του παραδοσιακού καπιταλισμού και του παραδοσιακού αστικού πολιτισμού και δημιούργησε ταυτόχρονα μια εικονική οικονομία που δεν έχει καμιά σχέση με την παραγωγή και ένα νέο πολιτιστικό μοντέλο ξεκομμένο από τις ρίζες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού της αναγέννησης και του διαφωτισμού.
Οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες που αντιμετωπίστηκαν ως ένα σημείο με επιτυχία από το μεταπολεμικό κράτος προνοίας δεν αποτελούν πια προτεραιότητα της πολιτικής που μετατράπηκε σε θεραπαινίδα του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμη και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που πρωτοστάτησαν για την οικοδόμηση του κράτους προνοίας, έχουν υποστεί μια ουσιαστική μετάλλαξη ή λαθροβιούν με την υιοθέτηση των πολιτικών του θατσερισμού και του ριγκανισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γαλλίας, όπου το τελευταίο σοσιαλιστικό κόμμα στην Ευρώπη που πρόβαλλε κάποιες αντιστάσεις στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, έχει τελευταία υιοθετήσει με τον Ολάντ το θατσερικό μοντέλο.
Πολλοί σημειώνουν ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης που αποτελούσε το αντίπαλο δέος της Δύσης, συνετέλεσε κατά πολύ στην εγκατάλειψη του κράτους προνοίας και στην υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με τα σημερινά αποτελέσματα. Η μετανάστευση χιλιάδων-εκατομμυρίων ανθρώπων από την περιφέρεια στην ευρωπαϊκή μητρόπολη ως αποτέλεσμα των ανισοτήτων που μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, βοήθησε επίσης, τονίζουν πολλοί ερευνητές του φαινομένου αυτού, την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου η άνοδος της Ακροδεξιάς οφείλεται και στα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά και στο γεγονός ότι η Αριστερά που παραμένει ισχυρά και στις δύο χώρες, εκμαυλίστηκε πολιτιστικά, απορρίπτοντας ότι είχε σχέση με την παράδοση χωρίς να προτείνει τίποτα καινούργιο. Έννοιες όπως το έθνος και η πατρίδα για παράδειγμα, αφέθηκαν ως μονοπώλιο στην Άκρα Δεξιά.
Ο παλιός πατριωτισμός της Αριστεράς που δημιούργησε στην Ελλάδα το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης με το ΕΑΜ, αφορίστηκε ως εθνικισμός. Οι ανησυχίες του απλού κόσμου στο θέμα της μετανάστευσης αντί να αντιμετωπιστούν με κατανόηση, αφορίστηκαν ως ξενοφοβία και φασισμός.
Κάπως έτσι έσπρωξαν ένα σωρό κόσμο στα πλοκάμια της Χρυσής Αυγής και κάπως έτσι τον σπρώχνουν και στην Κύπρο προς το ΕΛΑΜ. Διότι ασφαλώς δεν μπορείς να θεωρείς ότι μισό εκατομμύριο Έλληνες από τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα που είναι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, ξύπνησαν ένα πρωί και έγιναν φασίστες. Τους εγκλώβισαν εκεί οι πολιτικές ενός χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος.
Η Ακροδεξιά όμως και ο φασισμός δεν αντιμετωπίζονται ούτε με αφορισμούς και χαμηλής ποιότητας συνθηματολογία, ούτε με τη χρησιμοποίηση της δικαιοσύνης ως μέσου πολιτικού εξοστρακισμού. Αντιμετωπίζονται με την αντιπαράθεση ενός διαφορετικού αξιακού κώδικα από αυτό της διαπλοκής και της διαφθοράς και από ένα κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας που αντιμετωπίζει τα προβλήματα των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων. Κάτι που στερούνται δυστυχώς οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις τόσον στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
* Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών
επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του
Πανεπιστημίου Κρήτης.