Ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ δεν κρύβει
την απαισιοδοξία του. «Κάθε μέρα που περνάει, καθιστά δυσχερέστερη την
επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία», δήλωσε προ ημερών ο Γερμανός υπουργός
Εξωτερικών. Με σειρά προσεκτικών παρεμβάσεων, ο επικεφαλής της
γερμανικής διπλωματίας κατέστησε σαφείς τους ενδοιασμούς της κυβέρνησης
Μέρκελ αναφορικά με την επιβολή δραστικών οικονομικών κυρώσεων στη
Ρωσία. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί «αντιπαραγωγικό»,
φρονεί το Βερολίνο, που επιδιώκει να παίξει τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ
Κιέβου και Μόσχας αντί να ρίξει και άλλο λάδι στη φωτιά.
Γιορτάζοντας τα εβδομηκοστά του γενέθλια στην Αγία Πετρούπολη με τον φίλο του Πούτιν, ο Σρέντερ μάς υπενθύμισε έναν από τους βασικούς παράγοντες που θρέφουν τη γερμανική επιφυλακτικότητα: την ιδιαίτερη ενεργειακή και ευρύτερα οικονομική αλληλεξάρτηση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο γι’αυτό. Η παραδοσιακά φιλειρηνική κοινή γνώμη της Γερμανίας δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προοπτική ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Γερμανοί καταδικάζουν μεν την προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά το ποσοστό εκείνων που τάσσονται υπέρ οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας περιορίζεται στο 38%. Ακόμη πιο ενδεικτικές είναι οι απαντήσεις των πολιτών αναφορικά με τη διεθνή θέση της Γερμανίας: το 49% φρονεί ότι η χώρα τους οφείλει να κατέχει ενδιάμεση θέση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας και μόνο το 45% θεωρεί ότι ανήκει στη Δύση.
Καθώς η κυβέρνηση του Κιέβου χάνει κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο στην Ανατολική Ουκρανία και τα εφιαλτικά ενδεχόμενα του εμφυλίου πολέμου και της ανοιχτής διχοτόμησης ενισχύονται, οι ψύχραιμες φωνές πολλαπλασιάζονται και στην άλλη πλευρά του Ρήνου.
Με άρθρο του στην εφημερίδα Le Figaro, ο πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στο Βερολίνο, Μπερνάρ ντε Μονφεράν, αναγνωρίζει ότι η διαρκής επέκταση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ προς Aνατολάς τροφοδότησε νόμιμες ανησυχίες της Μόσχας. «Θα ισοδυναμούσε με ιστορική οπισθοδρόμηση αν η Ευρώπη γινόταν εκ νέου το πεδίο μιας αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης», προειδοποιεί ο Γάλλος διπλωμάτης. Η πρότασή του: «Ενα διεθνές σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο θα εγγυάται ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος ούτε της Ε.Ε. ούτε του ΝΑΤΟ και ότι η Ρωσία θα σέβεται την εδαφική της ακεραιότητα. Ο ΟΑΣΕ θα επιβλέπει την εφαρμογή της συμφωνίας, την οποία θα εγγυηθεί και ο ΟΗΕ».
«Θα ήταν ανόητο σφάλμα»
Σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινείται άρθρο του Τόμας Γκράχαμ, πρώην διευθυντή του τμήματος για τη Ρωσία στο αμερικανικό Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, στους Financial Times. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει πως «η τιμωρία μιας επιθετικής Ρωσίας θα ήταν ανόητο σφάλμα», σημειώνοντας ότι η πολιτική της οικονομικής απομόνωσης του ενεργειακού αυτού γίγαντα είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Διεκτραγωδεί την πλήρη αδυναμία της κυβέρνησης του Κιέβου να κινητοποιήσει τον στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας στην Ανατολική Ουκρανία ως ένδειξη των βαθύτατων εθνοτικών ρηγμάτων που διατρέχουν τη χώρα, και συμπεραίνει ότι η μόνη λύση βρίσκεται «σε μια αποκεντρωμένη Ουκρανία», η οποία «δεν θα είναι μονομερώς στραμμένη στη Δύση, όπως επιθυμεί η Ουάσιγκτον. Η Μόσχα θα διατηρεί σημαντική επιρροή. Ο αγώνας για τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της δεν θα τελειώσει γρήγορα, αλλά θα περιοριστεί σε δεύτερο πλάνο».
http://www.kathimerini.gr/
Γιορτάζοντας τα εβδομηκοστά του γενέθλια στην Αγία Πετρούπολη με τον φίλο του Πούτιν, ο Σρέντερ μάς υπενθύμισε έναν από τους βασικούς παράγοντες που θρέφουν τη γερμανική επιφυλακτικότητα: την ιδιαίτερη ενεργειακή και ευρύτερα οικονομική αλληλεξάρτηση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο γι’αυτό. Η παραδοσιακά φιλειρηνική κοινή γνώμη της Γερμανίας δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προοπτική ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Γερμανοί καταδικάζουν μεν την προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά το ποσοστό εκείνων που τάσσονται υπέρ οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας περιορίζεται στο 38%. Ακόμη πιο ενδεικτικές είναι οι απαντήσεις των πολιτών αναφορικά με τη διεθνή θέση της Γερμανίας: το 49% φρονεί ότι η χώρα τους οφείλει να κατέχει ενδιάμεση θέση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας και μόνο το 45% θεωρεί ότι ανήκει στη Δύση.
Καθώς η κυβέρνηση του Κιέβου χάνει κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο στην Ανατολική Ουκρανία και τα εφιαλτικά ενδεχόμενα του εμφυλίου πολέμου και της ανοιχτής διχοτόμησης ενισχύονται, οι ψύχραιμες φωνές πολλαπλασιάζονται και στην άλλη πλευρά του Ρήνου.
Με άρθρο του στην εφημερίδα Le Figaro, ο πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στο Βερολίνο, Μπερνάρ ντε Μονφεράν, αναγνωρίζει ότι η διαρκής επέκταση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ προς Aνατολάς τροφοδότησε νόμιμες ανησυχίες της Μόσχας. «Θα ισοδυναμούσε με ιστορική οπισθοδρόμηση αν η Ευρώπη γινόταν εκ νέου το πεδίο μιας αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης», προειδοποιεί ο Γάλλος διπλωμάτης. Η πρότασή του: «Ενα διεθνές σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο θα εγγυάται ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος ούτε της Ε.Ε. ούτε του ΝΑΤΟ και ότι η Ρωσία θα σέβεται την εδαφική της ακεραιότητα. Ο ΟΑΣΕ θα επιβλέπει την εφαρμογή της συμφωνίας, την οποία θα εγγυηθεί και ο ΟΗΕ».
«Θα ήταν ανόητο σφάλμα»
Σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινείται άρθρο του Τόμας Γκράχαμ, πρώην διευθυντή του τμήματος για τη Ρωσία στο αμερικανικό Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, στους Financial Times. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει πως «η τιμωρία μιας επιθετικής Ρωσίας θα ήταν ανόητο σφάλμα», σημειώνοντας ότι η πολιτική της οικονομικής απομόνωσης του ενεργειακού αυτού γίγαντα είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Διεκτραγωδεί την πλήρη αδυναμία της κυβέρνησης του Κιέβου να κινητοποιήσει τον στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας στην Ανατολική Ουκρανία ως ένδειξη των βαθύτατων εθνοτικών ρηγμάτων που διατρέχουν τη χώρα, και συμπεραίνει ότι η μόνη λύση βρίσκεται «σε μια αποκεντρωμένη Ουκρανία», η οποία «δεν θα είναι μονομερώς στραμμένη στη Δύση, όπως επιθυμεί η Ουάσιγκτον. Η Μόσχα θα διατηρεί σημαντική επιρροή. Ο αγώνας για τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της δεν θα τελειώσει γρήγορα, αλλά θα περιοριστεί σε δεύτερο πλάνο».
http://www.kathimerini.gr/