30 Μαρτίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης και η «θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού»

ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΙΧ. ΔΩΣΣΑ
Οταν χρησιμοποιείται για το Μακεδονικό ζήτημα ο χαρακτηρισμός «θλιβερή υπόθεση» -όπως γίνεται από πολλούς, πολύ συχνά, τον τελευταίο καιρό- είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται αν είναι «θλιβερή» λόγω των ατυχών χειρισμών από ελληνικής πλευράς. Στην περίπτωση αυτή οι τακτικής φύσεως διαφωνίες και επικρίσεις θα ήταν εύλογες, χωρίς να παραβλάπτεται το στρατηγικό status του ζητήματος. Δηλαδή το ιστορικά και πολιτισμικά απαράγραπτο, δεδομένο και αναφαίρετο δικαίωμα του Ελληνισμού να περιέχει «εν εαυτώ», ως σάρκα εκ της σαρκός του και ως ανεπιμέριστο στοιχείο της υπόστασής του, τους Μακεδόνες, όπως πράττει λ.χ. για τους Αργείους ή τους Βοιωτούς, και να περιλαμβάνει στο μεν ιστορικό του κεκτημένο το όνομα της Μακεδονίας, στη δε έκταση της εθνικής / κρατικής κυριαρχίας του την ελληνική Μακεδονία, όπως λ.χ. τη Μεσσηνία και την Αττική ή την Πελοπόννησο και την Κρήτη.

Αν όμως ο εν λόγω χαρακτηρισμός γίνεται επειδή η Ελλάδα αντέδρασε στο σφετερισμό του ονόματος της Μακεδονίας και στις σκεπασμένες κάτω από την κλοπή του ονόματος διεκδικήσεις εις βάρος μας, το πράγμα διαφέρει. Η σχετική αποσαφήνιση είναι απαραίτητη, διότι το άλλοθι των άκαιρων ή άστοχων ή αναντίστοιχων με την πραγματικότητα πολιτικών αποφάσεων και διπλωματικών ενεργειών επιστρατεύεται ενίοτε είτε για να δικαιολογήσει μια «εφ' όλης της ύλης» ιδεολογική αντίθεση και αντιπαράθεση, είτε για να υποβάλει και ενσταλάξει την αντίληψη ότι το άδικο το έχει η Ελλάδα και το δίκιο είναι με το μέρος του εκάστοτε κ. Γκρούεφσκι.

Αναμφισβήτητα έγιναν από την Ελλάδα λάθη χειρισμών στη «θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού», όπως τη χαρακτηρίζει ο ποιητής και διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική» Χάρης Βλαβιανός, που διδάσκει Ιστορία και Πολιτική Θεωρία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος. Ο χαρακτηρισμός αυτός διατυπώνεται σε άρθρο του με τίτλο «Η πίσσα της Ευρώπης», που δημοσιεύθηκε σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα το περασμένο Σάββατο. Αλλά τη «θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού» δεν τη δημιούργησε η Ελλάδα. Τη δημιούργησαν άλλοι, υπό διαφορετικές μεν τότε ιστορικές συνθήκες, αλλά με τον ίδιο σε κάθε περίπτωση απώτερο αντικειμενικό σκοπό: το σφετερισμό, μαζί με το
όνομα, και του εδάφους της ελληνικής Μακεδονίας.

Ο γράφων θυμάται ότι σε χρόνους κατά τους οποίους κυριαρχούσε ο Τίτο στη διεθνή σκηνή και ενώ εμαίνετο ο Ψυχρός Πόλεμος -στον οποίο μετείχαν, το κατά δύναμιν, και τα Σκόπια εναντίον του «αμερικάνικου ιμπεριαλισμού»- έρχονταν συστημένα στον «Ελληνικό Βορρά», όπου εργαζόταν, αντίτυπα «μακεδονικής» εφημερίδας, εκδιδομένης στις ΗΠΑ. Είχαν προμετωπίδα τους το χάρτη της «Μακεδονίας» (της υποτίθεται αντίπαλης των Αμερικανών), ο οποίος περιελάμβανε και ολόκληρη την ελληνική Μακεδονία, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς σαν το χάρτη που αναρτά τώρα ο κ. Γκρούεφσκι στα σχολεία της χώρας του για να διατηρεί αναμμένη τη φλόγα ενός «μακεδονικού» αλυτρωτισμού εις βάρος της Ελλάδος και της ελληνικής Μακεδονίας. Μα ήταν δυνατόν η Αμερική, που έταττε την τότε αιμόφυρτη Ελλάδα ως ακρίτα στα «σύνορα του ελεύθερου κόσμου» να επιτρέπει τέτοιες υπονομεύσεις, θα διερωτηθεί κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος. Και όμως!

Το χάρτη αυτόν παρουσίασε προσφάτως η άγρυπνη Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, ως μία εκ των αδιασείστων αποδείξεων της συνεχιζόμενης θρασείας επιβουλής, η οποία μπορεί να αλλάζει πάτρωνες, διατηρεί όμως αναλλοίωτους τους στόχους της. Οι σύγχρονοι πάτρωνες είναι ακριβώς εκείνοι που τότε χαρακτήριζαν ως πολιτικό και ιμπεριαλιστικό κατασκεύασμα το «μακεδονικό έθνος». Αλλά αυτό αποτελεί απλώς μια ακόμη επιβεβαίωση του μακιαβελισμού των διεθνών σχέσεων. Αλλωστε, κι ο πλουραλισμός, η «ελευθερία του Τύπου» και τα «δικαιώματα της ισοτιμίας» των Αμερικανών πολιτών, ήταν τα καλά όσο και αναιδή προσχήματα που εξωράιζαν την υποχθόνια και καταχθόνια υποστήριξη των «εθνικοφρόνων σλαβομακεδόνων» της Αμερικής από τις μυστικές και μυστηριώδεις υπηρεσίες του διεθνούς «διαίρει και βασίλευε» -το οποίο ανθεί αειθαλώς και οι οσμές της ευωδίας του πλημμυρίζουν τώρα την Ουκρανία. Λόγου χάριν.

Εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι «εθνικόφρονες» του πατραλώου μακεδονισμού, που, αρνούμενος τη σλαβική φύτρα του, ανάγει την καταγωγή του στον Μέγα Αλέξανδρο και στον Φίλιππο Β', είναι τώρα τα αγαπημένα παιδιά - πιόνια των μεγάλων στρατηγικών βλέψεων στα Βαλκάνια. Κάποτε στεκόταν από πίσω η Μόσχα και αυτό δικαιολογούσε την ανύστακτη επαγρύπνηση. Τώρα είναι από πίσω άλλοι. Γι' αυτό, στην αείρροο ηφαιστειακή λάβα της Βαλκανικής και στη σεισμογόνο ζώνη της Νότιας Ευρώπης η επαγρύπνηση πρέπει να είναι εξίσου και πάντοτε ανύστακτη.

Να πώς ο συντάκτης του άρθρου «Η πίσσα της Ευρώπης» εισάγει στο άρθρο το ζήτημα της Μακεδονίας: «Οταν ο Ελύτης επέλεξε να παρέμβει στη θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού με εκείνο "το όνομά μας είναι η ψυχή μας" (μολονότι-τι ειρωνεία!-ο ίδιος είχε απαρνηθεί το δικό του, έστω αντιποιητικό, οικογενειακό όνομα), το έκανε διότι πίστευε πως ως ποιητής υπηρετεί ένα σκοπό ο οποίος κατά τη γνώμη μου εγγράφεται καθαρά και στο έργο του».

Ποιος είναι ο σκοπός που δεν ορίζεται ονομαστικώς, προκύπτει όμως εμμέσως πλην σαφώς από όσα ακολουθούν στο άρθρο: «Είναι γνωστό -γράφει ο κ. Βλαβιανός- ότι στη νεότερη Ελλάδα η συζήτηση της ταυτότητας πήρε κατά καιρούς στρεβλές μορφές. Σήμαινε τη δοξολόγηση κάθε πράγματος που ήταν “αμιγώς ελληνικό” και ταυτόχρονα την απόρριψη και κατακεραύνωση κάθε “δυτικού”, τουτέστιν “ξένου”. Σήμαινε την περιχαράκωση σ' έναν κόσμο κλειστό, τον βαυκαλισμό ότι έτσι περιφρουρείται η όποια ελληνική “ιδιαιτερότητα”».

Για πληρέστερη κατανόηση, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο αποτελεί έλεγχο της ιδέας του Οδυσσέα Ελύτη (στο βιβλίο του «Τα δημόσια και ιδιωτικά») να στηθεί σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ένα «μνημείο στον άγνωστο ιδιώτη» που «θα πρέπει να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή» και θα «αντανακλά όλο το φως πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους, τους Καντ και τους Μαρξ, τον Πάπα-Θεός σχωρέσει τους».

Είναι προφανές ότι εκτός από τον (ακατανόητο, λόγω της απόλυτης γενίκευσης και της υπερβολής), αντιευρωπαϊσμό, καταλογίζεται στον Ελύτη σύμπραξη και συμμετοχή στη στρεβλή αντίληψη της ελληνικής «ιδιαιτερότητας» (μεταξύ δύο παυλών και στον Γιώργο Θεοτοκά), ενώ, όπως ορθώς τονίζεται, η αξία της ιδιαιτερότητας μετριέται πάνω στη λυδία λίθο του γόνιμου διαλόγου της με την ετερότητα.

Ασχετα από το δίκιο ή άδικο που έχει ο συντάκτης του άρθρου για τις φραστικές διατυπώσεις του ποιητή του «Αξιον Εστί», εκείνα που ένας αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει είναι:

Πρώτον, ότι δεν αποσαφηνίζεται για αποφυγή παρανοήσεων η έννοια της φράσης «η θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού».

Δεύτερον, ότι η Μεγάλη του Γένους Σχολή του Ελύτη δεν είναι ακριβώς εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η κυανή και λευκή του ελληνικού πατριωτικού ιδεώδους, που όσο κι αν ονειδίζεται σήμερα, έφερε κάποτε την Ελλάδα από τη Λαμία στο Σιδηρόκαστρο και από τον Λάδωνα στον Εβρο. Οι υπερπατριωτικές κορόνες είναι ευλόγως απορριπτέες. Είναι όμως και το πατριωτικό ιδεώδες επίσης απορριπτέο;

Και, τρίτον, ότι αναπαισθήτως μεταφέρεται και μπαίνει στο χώρο της υπερβολής ο έλεγχος που θα ανακάλυπτε και θα έδειχνε «μακρά χειρί» χρυσαυγίτικη σπορά στο ποιητικό έργο ενός ελληνικού Νόμπελ.

Ισως, όμως, να δικαιολογείται και μια ακόμη παρατήρηση: ότι ναι μεν, η δυτική παιδεία είναι τώρα
το κέρας της Αμαλθείας και για την ελληνική, αλλά από ποιες πηγές άντλησε η πρώτη, για να ποτίζεται τώρα και η δεύτερη; Και ακριβώς αυτή η σχέση της «αντεπιστρεφόμενης και διαδραστικής ώσμωσης» είναι εκείνη που εξουδετερώνει το χαρακτηρισμό «πίσσα της Ευρώπης» του Οδυσσέα Ελύτη.
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=203019