Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη
- Πώς οι Βρετανοί έβαλαν μέσω Κύπρου βόμβα στα θεμέλια του ΝΑΤΟ
- Οι διαχρονικές αρχές και αξίες της ΕΟΚΑ, η Ένωση, τα στρατηγικά ελλείμματα και η στοχοθεσία Βρετανών και Τούρκων
- ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ πολεμιστές της ΕΟΚΑ και οι κομματικοί φεουδάρχες
Την 1η Απριλίου του 1955 η ΕΟΚΑ αναλάμβανε να δράσει ενόπλως για να
αποτινάξει τον βρετανικό ζυγό και να ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα.
Σήμερα, πενήντα εννέα χρόνια μετά, ο αγώνας εκείνος, το έπος των Ελλήνων
της Κύπρου, λογικό είναι να ιδωθεί μέσα από την ηθική και τη
γεωπολιτική και γεωστρατηγική του διάσταση, καθώς νομιμοποιείται μέσω
της Χάρτας του ΟΗΕ. Είναι δε ένα βασικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να
απαντηθεί: Ήταν ορθός ή όχι ο στόχος της Ένωσης; Ήταν η ΕΟΚΑ
τρομοκρατική οργάνωση, όπως οι Τούρκοι και οι Βρετανοί θέλουν να την
παρουσιάζουν, ή υπηρέτησε ένα διαχρονικό σύστημα αρχών και αξιών που
θέλει να κυριαρχεί ακόμη και στις μέρες μας τόσο στα Ην. Έθνη όσο και
στην ΕΕ;
Η νομιμοποίηση του αγώναΕπί της ουσίας λοιπόν. Από πού αντλεί ο αγώνας της ΕΟΚΑ τη νομιμοποίησή του; Απάντηση:
1. Στο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης των λαών (άρθρο 1 παράγραφος 2 του Χάρτη των Ην. Εθνών).
2. Στο Ενωτικό Δημοψήφισμα του ΄50, όπου οι Έλληνες της Κύπρου αποφάσισαν ιδιογράφως να ενωθούν με την Ελλάδα.
3. Στο «Ουδέποτε» του Βρετανού Υπουργού Αποικιών, Χένρι Χόπκινσον· ότι, δηλαδή, η Βρετανία «ουδέποτε» θα αποδεχόταν την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση με την Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες της Κύπρου απαντούσαν με δημοκρατικό τρόπο στους Βρετανούς υπέρ της Ενώσεως. Οι Βρετανοί από την πλευρά τους, εφόσον έκλειναν την πόρτα στην Ένωση, εξωθούσαν την κατάσταση στα άκρα και στην επιλογή του ένοπλου αγώνα, ειδικώς σε μια ιστορική περίοδο, η οποία χαρακτηριζόταν από ένοπλα αντιαποικιοκρατικά κινήματα. Υπάρχουν δε συναφή επί τούτου βρετανικά έγγραφα της δεκαετίας του ΄50 που αποδεικνύουν ότι το Λονδίνο δεν είχε πρόθεση να παραδώσει ειρηνικά την Κύπρο στην Ελλάδα. Τα έγγραφα αυτά καταρρίπτουν τον ισχυρισμό ότι χωρίς τη δράση της ΕΟΚΑ θα ήταν δυνατό να γίνει η Ένωση.
4. Στο αντιαποικιοκρατικό ρεύμα που επικρατούσε τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και του 1960 και στηριζόταν στις φιλελεύθερες αντιλήψεις, που υπερίσχυαν διεθνώς μετά τη νίκη των συμμάχων σε βάρος του φασισμού και του ναζισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
5. Η ΕΟΚΑ πρέσβευε ένα απαράμιλλο σύστημα αρχών και αξιών που στηριζόταν στην αγάπη προς την πατρίδα, στον Θεό και τον Χριστιανισμό και ό,τι αυτός πρεσβεύει, όπως η ηθική, η αυταπάρνηση, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη. Η ΕΟΚΑ πολεμούσε και υπερασπιζόταν τη δημοκρατία και τασσόταν εναντίον της τυραννίας. Αγωνιζόταν για την ελευθερία και δίδαξε την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία. Την αγάπη για την Ελλάδα και τον στόχο: Την Ένωση, που ήταν έννοια συνταυτισμένη με την αυτοδιάθεση και την ελευθερία. Αυτό το σύστημα αρχών και αξιών είναι η σπονδυλική στήλη του ΟΗΕ και οι βασικές αρχές και αξίες επί των οποίων στηρίζεται σήμερα η ΕΕ και τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα. Αυτά τα στοιχεία ήταν που μετέτρεψαν τους δούλους σε επαναστάτες και όταν οι Βρετανοί τους καταδίκαζαν εις θάνατον, τραγουδούσαν τον ύμνο προς την ελευθερία και γίνονταν άρχοντες της αγχόνης!
Ο στόχος της Ένωσης
ΕΚ των όσων έχουν αναφερθεί, μπορεί κάποιος, ομιλώντας από την πλευρά των Ελλήνων, να απαντήσει θετικά στο ερώτημα κατά πόσον ήταν ορθός ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Ήταν, λοιπόν, ο αγώνας ορθός ως προς τον χρόνο, λόγω και του διεθνούς περιβάλλοντος αλλά και ένεκα της εσωτερικής συνοχής και της καθολικής αποδοχής του στόχου, δηλαδή της Ένωσης. Την εποχή εκείνη, αφενός η Βρετανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, αφετέρου τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 υπήρχε ένα επαναστατικό ρεύμα, που οδηγούσε τους λαούς σε εξεγέρσεις και εθνική αποκατάσταση. Βεβαίως, υπάρχει ένας ακόμη λόγος στρατηγικής σημασίας, ο οποίος αφορά στον σκοπό του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Δηλαδή, στην Ένωση με την Ελλάδα. Εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, τότε το ελληνικό κράτος, διαρκούντος του ψυχρού πολέμου, θα μπορούσε να ασκεί σημαντικό κρατικό και εθνικό έλεγχο ή συνέλεγχο με τους λοιπούς συμμάχους του, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, πληρούται και το γεωπολιτικό και το γεωστρατηγικό κριτήριο, που είναι ιδιαιτέρως σημαντική μεταβλητή για να καθορίσει εάν ένας στόχος είναι συναφής με την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων ή όχι.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δηλαδή με την Ένωση:
1) Η Ελλάς θα διέθετε την επιχειρησιακή ευθύνη, ομού μετά των Δυτικών συμμάχων, καθώς και τη στρατηγική χρήση και εκμετάλλευση του ζωτικού, γεωστρατηγικού τριγώνου των νησιών Ρόδος - Κρήτη - Κύπρος, το οποίο σήμερα, λόγω του φυσικού αερίου, αποτελεί στρατηγικό κλειδί πλούτου και ισχύος για το ελληνικό έθνος.
2) Η Ελλάς θα ενίσχυε τη γεωστρατηγική της σημασία στον διεθνή διπλωματικό και γεωπολιτικό χώρο, καθιστώντας εαυτήν ως σημαντικότατο σύμμαχο των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και γενικότερα της Δύσης, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Πολύ πιο σημαντικό από ό,τι ήταν χωρίς την Κύπρο.
3) Θα περιοριζόταν η σημασία του γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, ψυχροπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά. Όμως, θα μπορούσε μέσα από μια συνεργασία Ελλάδας - Τουρκίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ακόμη και της Βρετανίας, να ήταν η δυτική συμμαχία, ειδικώς την περίοδο εκείνη, δηλαδή του ψυχρού πολέμου, ακόμη πιο ενισχυμένη από ό,τι ήταν.
4) Θα μειωνόταν η σημασία και ο ρόλος της παρουσίας της Βρετανίας, διότι με την Ένωση, εφόσον η Ελλάδα ήταν κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, τα συμφέροντα της Δύσης θα εξυπηρετούνταν μέσω των Ελλήνων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Βεβαίως, η παραμονή των Βάσεων, που θα προέκυπτε αναπόφευκτα, για στρατηγικούς λόγους και ως αντάλλαγμα στην όποια λύση, καθώς και ως εξυπηρέτηση των αγγλικών και των ευρύτερων δυτικών ΝΑΤΟϊκών συμφερόντων, ή ως και συνέβη, τη βρετανική παρουσία στην περιοχή μας. Και υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν να ήταν τμήμα μιας οιονεί ελληνοβρετανικής επιχειρησιακής συνδιαχείρισης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ή θα μπορούσαν να είχαν οι Βάσεις μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα ημερομηνία λήξης. Ούτως ή άλλως, η μείωση του ρόλου των Βρετανών δεν θα ήταν ταπεινωτική, αλλά στο πλαίσιο ενός λογικού συμβιβασμού και ενός "win-win game situation".
5) Η ασφάλεια της Κύπρου θα ετίθετο υπό την ευθύνη του ελληνικού κράτους και του ΝΑΤΟ εφόσον το νησί θα ήταν τμήμα τους. Ενδεχόμενη μελλοντική επίθεση από την Τουρκία θα σήμαινε ελληνοτουρκικό πόλεμο και ρήξη στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Δηλαδή, θα πλήττονταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες εφαρμογής του εξής σεναρίου: Οι ΗΠΑ θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά έναντι μιας σύγκρουσης και της δημιουργίας συνθηκών πολιτικής αστάθειας.
Συνεπώς, η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν είχε μόνο συναισθηματικό, αλλά και στρατηγικό χαρακτήρα, στη βάση της ψυχρής εξυπηρέτησης εθνικών συμφερόντων, όπως αυτά κατά την ψυχροπολεμική περίοδο ήταν ενταγμένα στη λογική του «power game». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κρίση των Κοκκίκων το καλοκαίρι του 1964 όταν στην Κύπρο βρισκόταν η Ελληνική Μεραρχία. Οι Αμερικανοί επενέβησαν για την αποτροπή ελληνοκτουρκικής σύρραξης με «πέτρα του σκανδάλου» την Κύπρο και την απειλή της Τουρκίας να εισβάλει πριν και μετά τους βομβαρδισμούς στην Τηλλυρία.
Τα εμπόδια και η Βρετανία
ΒΕΒΑΙΩΣ, τα πλεονεκτήματα αυτά, που θα πρόσφερε η Ένωση στους Έλληνες, καθίσταντο, ταυτοχρόνως, εμπόδια στην εκπλήρωση του σκοπού τους. Γιατί; Διότι:
α) Η Βρετανία δεν ήταν μόνο σύμμαχος με την Ελλάδα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Θεωρούσε ότι ήταν και η «μεγάλη αδερφή», που την «ξελάσπωσε», κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Τότε, η Βρετανία δεν είχε απλώς αυτοκρατορική συνείδηση, αλλά ασκούσε, ταυτοχρόνως -παρότι παρακμάζουσα- αυτοκρατορική πολιτική. Ερώτημα λοιπόν: Γιατί η Αγγλία να ήθελε να δει την Ελλάδα να της αρπάζει μέσα από τα χέρια έναν ρόλο ή τμήμα αυτού του ρόλου, τον οποίο διατηρούσε, ειδικώς στην ψυχροπολεμική περίοδο, ως περιφερειακής και παγκόσμιας εμβέλειας δύναμη, αναγκαία για τις ΗΠΑ στον αγώνα ενάντια στο κομμουνιστικό μπλοκ;
β) Η Τουρκία θεωρούσε ότι, εάν η Ελλάδα ήλεγχε την Κύπρο, τότε θα απειλείτο στο μαλακό της υπογάστριο. Υποστήριζε και συνεχίζει να υποστηρίζει ότι θα τελούσε όμηρος μιας γεωστρατηγικής λαβίδας, που θα ξεκινούσε από τη Θράκη και, διαμέσου του Αιγαίου, θα κατέληγε στην Κύπρο. Ήταν σημαντική σύμμαχος της Δύσης και δη των ΗΠΑ και θα ζητούσε, εάν θεωρούσε ως αναπόφευκτη λύση την Ένωση, ανταλλάγματα, όπως συνέβη την περίοδο ΄63-΄67. Ταυτοχρόνως, όμως, όπως παραδέχεται ο Νιχάτ Ερίμ, όταν άρχιζε ο αγώνας της ΕΟΚΑ η Τουρκία δεν είχε επί του Κυπριακού πολιτική και στρατηγική, η οποία οργανώθηκε σε δύο επίπεδα. Με την «Τριμερή» (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) τον Σεπτέμβριο του 1955, με την οποία η Άγκυρα μπαίνει στο παιχνίδι του Κυπριακού, παρότι είχε παυθεί από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης του 1923. Ταυτοχρόνως, η Βρετανία έθετε σε εφαρμογή τη στρατηγική της διχοτόμησης της Κύπρου στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας από το 1956.
Το λάθος της ανθενωτικής πολιτικής
Το γεωστρατηγικό παιχνίδι, όπως είχε αρχίσει και εξελισσόταν, με τον αγώνα της ΕΟΚΑ θα το κέρδιζε εκείνος που θα είχε την πιο σταθερή στρατηγική, θα έπραττε τα λιγότερα λάθη και θα ήταν έτοιμος να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες. Πάντως, ο στόχος της Ένωσης είχε μετατραπεί σε μιαν ακρωτηριασμένη ανεξαρτησία, όχι γιατί ήταν λανθασμένος, αλλά λόγω έλλειψης στρατηγικής από τις πολιτικές ηγεσίες Αθηνών και Λευκωσίας.
Εκείνο που έλειπε από την ελληνική πλευρά δεν ήταν η ανδρεία στο πεδίο της μάχης, αλλά η ικανότητα και η θέληση της πολιτικής ηγεσίας να υπηρετήσει έναν τόσο υψηλό στόχο αρχών και συμφερόντων. Η αλλαγή του στόχου, δηλαδή από την Ένωση στην ανεξαρτησία, χωρίς τη λήψη κοινής στρατηγικής απόφασης από τους αρχηγούς του αγώνα και την Ελλάδα, και κυρίως χωρίς την εκ των προτέρων ενημέρωση του στρατιωτικού αρχηγού, αποτελούσε σφάλμα το οποίο ο Ελληνισμός πλήρωσε ακριβά, χωρίς να αποδίδουμε στον οποιονδήποτε δόλιες προθέσεις. Απλώς εκείνο που ελέγχουμε είναι τη στρατηγική και τη γεωπολιτική διάσταση. Η Ζυρίχη ήταν ένας συμβιβασμός συμφερόντων, στο πλαίσιο του οποίου οι Έλληνες της Κύπρου αισθάνονταν ότι αδικούνταν, καθώς και ότι γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά ήταν όμηροι της Τουρκίας. Ο στόχος παρέμενε ανεκπλήρωτος.
Οι Βρετανοί πάντως επιδίωξαν να ταυτίσουν τα δικά τους και τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα με το αμερικανικά και τα ΝΑΤΟϊκά. Και αυτό συνέβη για να δικαιολογηθεί η δική τους στρατηγική και τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και η ανθενωτική τους πολιτική, η οποία θεμελιώθηκε επί της δημιουργίας ενός κράτους υπό την κηδεμονία της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Ενός κράτους που είχε τέτοιες αντιδημοκρατικές δομές που θα το οδηγούσαν σε κατάρρευση και όχι σε λειτουργία.
Τελικώς, η ανθενωτική πολιτική αποδείχθηκε αντίθετη με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και μέγα στρατηγικό σφάλμα, αφού το Κυπριακό και το κράτος υπό κηδεμονία που δημιούργησαν οι Βρετανοί με τους Τούρκους, στο πλαίσιο ενός ελληνικού συμβιβασμού, δημιούργησε μια πραγματική βόμβα στα θεμέλια της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ακόμη και αργότερα. Εάν οι Βρετανοί συναινούσαν στην Ένωση κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν οι Τούρκοι δεν είχαν καν στρατηγική ούτε καν διεκδικήσεις στο Κυπριακό, η τύχη της περιοχής μας θα ήταν διαφορετική. Και προφανώς οι Βρετανοί και οι ΗΠΑ θα είχαν εξίσου σημαντικό ρόλο ακόμη και πιο ισχυρό και ήρεμο, από ό,τι σήμερα.
Απόδειξη της λανθασμένης ανθενωτικής πολιτικής και της αλλαγής πλεύσης προς την ανεξαρτησία αποτελούν τρία μεταξύ άλλων ιστορικά γεγονότα:
1. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Μακμίλαν παραδέχεται ότι η ΕΟΚΑ τού προκαλούσε τέτοιο κόστος διεθνώς και εσωτερικά κατά τρόπον ώστε, εάν δεν εξευρίσκετο λύση, θα ήταν δυνατό, όπως έγραψε ο στενός συνεργάτης του Εθνάρχη Μακαρίου, Μιλτιάδης Χριστοδούλου, να χάσει τις εκλογές με τους αντιπάλους του, δηλαδή τους Εργατικούς να ήταν έτοιμοι, εάν έρχονταν στην εξουσία, να συζητήσουν εναλλακτικές επιλογές μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
2. Οι Αμερικανοί επανήλθαν το 1964 και πήραν τα διπλωματικά σκήπτρα από τους Βρετανούς για να εισηγηθούν μια μορφή Ένωσης, στο πλαίσιο των σχεδίων Άτσεσον.
3. Σήμερα, Κύπριοι και Ελλαδίτες ευρωβουλευτές μαζί με άλλους Ευρωπαίους κάθονται στα ίδια έδρανα στην ΕΕ, όπως και σε επίπεδο Συμβουλίου για να υπερασπιστούν τις δημοκρατικές αρχές και αξίες, την ελευθερία των λαών, και τις οποίες υπέγραψαν με το αίμα τους οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Εάν διαβάσει κάποιος τα χειρόγραφα του Κυριάκου Μάτση θα διαπιστώσει το όραμα των αρχών και των αξιών της ΕΕ από τότε, το οποίο υπέγραψε με τη ζωή του.
Διαχρονική ορθότητα και γεωπολιτική
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ορθότητα της σύζευξης του γεωπολιτικού χώρου Κύπρου - Ελλάδας διαπιστώνεται και μέσα από την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας που σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση της Κύπρου. Και αυτό διότι με τη Μεραρχία στην Κύπρο υπήρχε καθεστώς οιονεί Ενώσεως ολόκληρου του νησιού. Εν συνεχεία η Κύπρος έμεινε αθωράκιστη και, μετά την εισβολή, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αντιληφθεί ό,τι και ο πατέρας του Γεώργιος στα μέσα στης δεκαετίας του ΄60, και ομού μετά του Γλαύκου Κληρίδη έφτιαξαν το 1993 το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, στη λογική της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σύζευξης του εθνικού χώρου, που τίναξε, όμως, στον αέρα ο Κώστας Σημίτης με την ανοχή της Λευκωσίας, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η Κύπρος θα εντασσόταν στην ΕΕ.
Ποια, όμως, Κύπρος θα εντασσόταν; Όχι βεβαίως η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή μια ενιαία πολιτεία, αλλά τα δύο συνιστώντα κράτη του σχεδίου Ανάν, όπως τα δημιούργησε η εισβολή, στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δηλαδή, παραλίγο να είχαμε ανατροπή της ιστορίας, αφού ο άλλοτε ουτοπικός στρατηγικός, διχοτομικός, στόχος της ομοσπονδίας εμφανίστηκε και εμφανίζεται ως ο μοναδικός εφικτός στόχος!
Η ιστορία κάνει νέους κύκλους και σήμερα, με αφορμή το φυσικό αέριο και τη σύγκλιση συμφερόντων, εμφανίζεται μια νέα ευκαιρία για τη σύζευξη του γεωστρατηγικού και γεωπολιτικού χώρου από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή στη βάση μιας συμμαχίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ που θα αποτρέπει την τουρκική απειλή και θα ανατρέπει τον τουρκικό σχεδιασμό που θέλει τη διχοτόμηση του Αιγαίου και τη διάσπαση της σύζευξης του ελληνικού χώρου στο ύψος του Καστελόριζου, έτσι ώστε να καταστεί η περιοχή από τη Μαρμαρίδα ώς την Αλεξανδρέττα τουρκική λίμνη.
Μια τέτοια στρατηγική εξέλιξη μπορεί να νομιμοποιηθεί μέσω του τουρκικού και βρετανικού στόχου της ομοσπονδίας. Το ερώτημα, μετά από πενήντα εννέα χρόνια, είναι εάν θα υπογράψουμε τη λύση ομοσπονδίας, που ήταν ο βρετανοτουρκικός στόχος, ανατρέποντας την ιστορία και βοηθώντας στην υλοποίηση της αναθεωρητικής αυτοκρατορικής τουρκικής στρατηγικής ή εάν θα υιοθετήσουμε την εναλλακτική στρατηγική των συμμαχιών και τη σύζευξη των γεωπολιτικών χώρων για να σωθεί ο Ελληνισμός, να εξουδετερωθεί η τουρκική απειλή και να δημιουργηθούν συνθήκες ώστε να εγκαθιδρυθεί ένα πολιτειακό σύστημα στη βάση των αρχών και των αξιών του σύγχρονου κόσμου, τις οποίες υπέγραψε με τις θυσίες της και το αίμα της η ΕΟΚΑ, και όχι μια λύση προκύπτουσα από τους κανόνες των τουρκικών όπλων.
Στα οποία όπλα του κατακτητή η ΕΟΚΑ ποτέ δεν υπέκυψε. Ποτέ δεν υποκλίθηκε. Γι΄ αυτό και εμείς, αλλά και κάθε πολιτισμένος λαός, υποκλινόμαστε, ηθικά και πολιτικά, στο μεγαλείο της! Στους άρχοντες των πεδίων των μαχών και της αγχόνης. Η ΕΟΚΑ δεν αποτελείτο από μικροπολιτικούς φεουδάρχες, αλλά ήταν ένα απελευθερωτικό κίνημα έντιμων πολεμιστών της ελευθερίας και της δημοκρατίας, που αξίζουν τον σεβασμό μας. Στην πράξη και όχι στα λόγια.