Ετσι, ο διεθνής ανταγωνισμός μέσω των χαμηλών τιμών των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών δεν μπορεί να αποβεί υπέρ της χώρας μας. Επίσης, η εποχή των προστατευτικών μέτρων με δασμούς ή άλλους έμμεσους τρόπους, προκειμένου να υποστηριχθεί η εγχώρια παραγωγή προϊόντων έναντι των φθηνότερων εισαγομένων, έχει προ πολλού παρέλθει.
Τα στοιχεία του εμπορικού μας ισοζυγίου μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών είναι αποκαλυπτικά της αδυναμίας της ελληνικής παραγωγής να είναι διεθνώς ανταγωνιστική. Ακόμη και σήμερα, μετά τη μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των περισσότερων Ελλήνων πολιτών -και συνεπώς τη μείωση της ζήτησης- οι εισαγωγές ξεπερνούν ακόμη τις εξαγωγές μας. Παρά τη μεγάλη υποχώρηση των εισαγωγών, από 90 δισ. ευρώ περίπου το 2008 σε 57,8 δισ. ευρώ το 2013, οι εξαγωγές μας παραμένουν στα ίδια επίπεδα περίπου (δηλαδή στα 56,2 δισ. το 2013 έναντι 53 δισ. ευρώ το 2008). Είναι μάλλον προφανές ότι μια μικρή έστω ανάκαμψη στη χώρα μας, τόσο της καταναλωτικής όσο και της επενδυτικής ζήτησης, θα αυξήσει άμεσα και πάλι τις εισαγωγές.
Μετά τη μεγάλη παγκόσμια κρίση, διαφαίνεται ανάκαμψη, ιδίως στην Αμερική, και πρόσφατα χαμηλότερη και στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται για τη χώρα μας ευκαιρίες εξαγωγών, ώστε να αντισταθμισθεί η αναμενόμενη αύξηση των εισαγωγών. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο η χώρα μας μπορεί να επωφεληθεί και να αυξήσει τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.
Μοναδική διέξοδος είναι να στραφεί στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγει και προσφέρει διεθνώς. Ευτυχώς η φύση έχει προικίσει την Ελλάδα με σπάνια κλιματικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, μεταπολεμικά, έχει δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό θαύμα στη χώρα μας. Παρά την κρατική ολιγωρία, η ελληνική οικογένεια έχει επενδύσει στη γνώση, όσο ίσως σε καμία άλλη χώρα. Η δαπάνη, δημόσια και ιδιωτική, για την εκπαίδευση των νέων είναι πολλαπλάσια της αντίστοιχης άλλων χωρών. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι όσο θα έπρεπε αντίστοιχο με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας, αλλά συγκριτικά με άλλες γειτονικές χώρες το επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης των Ελλήνων είναι θαυμαστό. Η χώρα μας διαθέτει επιστήμονες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό σε κάθε τομέα του επιστητού, που σπούδασαν σε ελληνικά ή / και ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα και διαπρέπουν σήμερα παντού.
Αν μία μικρή χώρα διαθέτει τόσο σημαντικούς φυσικούς και ανθρώπινους πόρους, η στροφή προς την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής κατεύθυνσης και οργανωτικής και τεχνολογικής βελτίωσης της παραγωγής. Χρειάζεται συνεπώς ένα στρατηγικό σχέδιο, όπου η ποιότητα πρέπει να επιδιώκεται παντού. Για τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, την έρευνα, την περίθαλψη, την οργάνωση των επιχειρήσεων κ.λπ. η ποιότητα πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Το σχέδιο πρέπει να είναι προϊόν ευρύτερης συναίνεσης των πολιτικών και επιχειρηματικών δυνάμεων και να εξειδικεύει τους τομείς και τους κλάδους, όπου η χώρα μας μπορεί να αναπτύξει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Το εξαιρετικό κλίμα και το υψηλού κάλλους φυσικό τοπίο είναι φυσικοί πόροι τους οποίους μπορούμε να αξιοποιήσουμε, όχι μόνο για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος, αλλά και για την παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας με την προσέλκυση επιχειρήσεων, των οποίων τα στελέχη θα απολαμβάνουν ένα υψηλής ποιότητας επίπεδο ζωής γι' αυτούς και τις οικογένειές τους. Αν άλλες χώρες διέθεταν το φυσικό περιβάλλον που διαθέτει η χώρα μας (κλίμα, τοπίο) και ανθρώπινο δυναμικό τόσο μεγάλων δυνατοτήτων, θα ήταν στην πρωτοπορία της παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Γιατί όχι και η χώρα μας;