Με τις στρατιωτικές έριδες και πολιτικές μηχανορραφίες ασχολήθηκε ο Νίκος Θέμελης στο τελευταίο βιβλίο του «Η αναχώρηση» (τη Δευτέρα στα βιβλιοπωλεία)
Να τι απασχολούσε τον Νίκο Θέμελη στα τελευταία του. Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις, οι θανάσιμες αντιπαλότητες και οι ίντριγκες που δηλητηρίασαν τον απελευθερωτικό αγώνα, πρακτικές που έμελλε να ριζώσουν στη νεοελληνική κουλτούρα με ανυπολόγιστες συνέπειες. Αυτές δεσπόζουν στο χειρόγραφο που δούλευε ώς το καλοκαίρι του 2011, μέχρι την οριστική του έξοδο: μια νουβέλα με το σημαδιακό τίτλο «Η αναχώρηση» και με πλοκάμια που φτάνουν ώς την εποχή μας, η έκδοση της οποίας από το «Μεταίχμιο», συνοδευμένη μ' ένα επίμετρο του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, συμπίπτει με τη φετινή επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Η πρώτη εικόνα που αναδύεται από το βιβλίο είναι ενός μεγαλοτσιφλικά, του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, ο οποίος αγναντεύει από το αρχοντικό του τον κάμπο του Ναυπλίου, την ώρα που κυκλοφορεί το νέο -«Επεσε το Παλαμήδι!»- και η πόλη δονείται από πανηγυρισμούς. Ανθρωπος προσηνής, μπεσαλής και έντιμος, χήρος από νεαρή ηλικία, πατέρας ενός μικρού αγοριού και δίχως φανερούς εχθρούς, ο πρωταγωνιστής του εκτενέστερου μέρους της «Αναχώρησης» δεν χωράει στο στερεότυπο καλούπι του Πελοποννήσιου, αλλά ταιριάζει γάντι στην πινακοθήκη των ηρώων που φιλοτέχνησε ο Θέμελης στη συγγραφική του διαδρομή.
«Στολίδι και υπερηφάνεια» του Χατζημιχαήλ, διαβάζουμε, «ήταν μία κάμαρη που είχε προσθέσει πολύ πριν την επανάσταση στα πλαϊνά του σπιτιού, ανοίγοντας μια πόρτα ανάμεσά τους και στήνοντας το γραφείο και κυρίως την βιβλιοθήκη του, για την οποία μιλούσαν Ρωμιοί, Τούρκοι κι Εβραίοι σε όλο το Ναύπλιο. Αντίθετα, ο κλήρος δεν έκρυβε την αμηχανία ή και την ενόχλησή του για την απουσία των συγγραμμάτων των πατέρων της εκκλησίας, εάν τύχαινε και βρισκόταν παρών ο Λάζαρος σε τέτοιες συζητήσεις ή άκουγε σχόλια θαυμασμού από κάποιον δυτικοθρεμμένο»...
Το φθινόπωρο του 1823, στον τόπο του Λάζαρου, τα πάντα περιστρέφονται «γύρω από την εξουσία των κοτσαμπάσηδων και των προκρίτων, άντε αραιά και πού της Πύλης», ενώ κοσμοϊστορικά γεγονότα -η Γαλλική επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι- λες και έχουν συμβεί σ' ένα παράλληλο σύμπαν, άγνωστο και μακρινό. Ο ίδιος ωστόσο, χάρη στους τόμους που παραγγέλνει από τα τυπογραφεία της Βιέννης και των Παρισίων, έχει αρχίσει «να οσφραίνεται τον αέρα των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας, να ανιχνεύει τα σπέρματα της εθνικής ταυτότητάς του, να νιώθει ότι δεν ήταν απλώς ένας Μοραΐτης, αλλά ότι ανήκε σε κάτι πολύ πιο πλατύ, πιο σημαντικό...».
Ο Χατζημιχαήλ, από τους πρώτους που έστειλαν χρυσές λίρες στον Μαυροκορδάτο, κρατά αποστάσεις από το σινάφι των προκρίτων, από τις «φαγωμάρες και τα ασταμάτητα, τα άθλια μαγειρέματά τους». Αρκείται στις δουλειές και τα διαβάσματά του, με σταθερή συντροφιά του έναν φιλέλληνα Γάλλο γιατρό, τον Μισέλ ντε Κριγιόν. Ο τελευταίος ήταν από εκείνους που είχαν μάταια προσπαθήσει να σώσουν τη γυναίκα του Λάζαρου, και στη συνέχεια είχε αποδεχτεί να ζήσει κοντά του, στήνοντας ιατρείο σ' ένα από τα κτίσματα του τσιφλικιού.
Πολύ πριν πέσει η Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο κατέφθαναν κάθε λογής επήλυδες, αλλά με τη γενίκευση του αγώνα, μαζί με τη βία, την αναρχία, τις σφαγές, τις ληστείες, τις αρρώστιες -ο τύφος θέριζε...- άρχισαν να φουντώνουν και τα ξενοφοβικά αισθήματα. Ο Χατζημιχαήλ, ωστόσο, είχε περιμαζέψει κάμποσα αμούστακα πλάσματα στο κτήμα του. Κι όπως το ιατρείο του ντε Κριγιόν εξοπλίζεται με νέες φαρμακευτικές ουσίες, έτσι και η βιβλιοθήκη γίνεται αίθουσα διδασκαλίας ενός αυτοσχέδιου σχολείου που φιλοδοξεί να συντονιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.Στη μικρή κοινότητα του τσιφλικού θα 'ρθει να προστεθεί και μια νεαρή Χιώτισσα, μαυροφορεμένη δασκάλα, η Μυρτώ, η οποία θα κλέψει την καρδιά των δύο ανδρών χωρίς να παραδοθεί σε κανέναν, και δίχως αυτό να επηρεάσει στο ελάχιστο τη φιλία τους. Ομως αλίμονο, οι μέρες του Χατζημιχαήλ είναι μετρημένες. Οσο φουντώνουν οι στρατιωτικές έριδες και οι πολιτικές μηχανορραφίες γύρω του τόσο πιο αλλόκοτη φαντάζει η περίπτωσή του στην τοπική κοινωνία, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος για ένα πισώπλατο χτύπημα. Ακόμα και στο καμάρι του, τη βιβλιοθήκη, δεν αναλογεί πολλή ζωή.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, το 2009, ένας άλλος Λάζαρος Χατζημιχαήλ, άξιος απόγονος του πρώτου, μόνος, άκληρος και άρτι συνταξιοδοτηθείς από το δικαστικό σώμα, ανακαλεί την ιστορία της οικογένειάς του, στέκεται στις αγεφύρωτες διαφορές που είχε με τον καιροσκόπο αδελφό του, ξύνει παλιές ερωτικές πληγές και, μαυρισμένος από την πολύπλευρη κρίση που ταλανίζει τη χώρα, ετοιμάζεται να τα εγκαταλείψει όλα, οικειοθελώς.Ο Νίκος Θέμελης δεν έφυγε βέβαια οικειοθελώς. Εδωσε αξιοπρεπώς μια πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, αλώβητος από τα σκάνδαλα που ανέκυψαν στο πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό μπλοκ, έχοντας κατακτήσει με τα μυθιστορήματά του εκατοντάδες χιλιάδες πιστών αναγνωστών. Εφυγε όμως βαθύτατα απογοητευμένος, όπως κι ο Λάζαρος των τελευταίων σελίδων της νουβέλας του. Ιδού η ακροτελεύτια φράση της «Αναχώρησης»: «Σκέφτεται ότι στον πόνο της αποξένωσής του και του εξοστρακισμού του από τον τόπο του, έχει προστεθεί ο πόνος της απόστασής του από τον ίδιο»...
Νίκος Θέμελης
Να τι απασχολούσε τον Νίκο Θέμελη στα τελευταία του. Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις, οι θανάσιμες αντιπαλότητες και οι ίντριγκες που δηλητηρίασαν τον απελευθερωτικό αγώνα, πρακτικές που έμελλε να ριζώσουν στη νεοελληνική κουλτούρα με ανυπολόγιστες συνέπειες. Αυτές δεσπόζουν στο χειρόγραφο που δούλευε ώς το καλοκαίρι του 2011, μέχρι την οριστική του έξοδο: μια νουβέλα με το σημαδιακό τίτλο «Η αναχώρηση» και με πλοκάμια που φτάνουν ώς την εποχή μας, η έκδοση της οποίας από το «Μεταίχμιο», συνοδευμένη μ' ένα επίμετρο του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, συμπίπτει με τη φετινή επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Η πρώτη εικόνα που αναδύεται από το βιβλίο είναι ενός μεγαλοτσιφλικά, του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, ο οποίος αγναντεύει από το αρχοντικό του τον κάμπο του Ναυπλίου, την ώρα που κυκλοφορεί το νέο -«Επεσε το Παλαμήδι!»- και η πόλη δονείται από πανηγυρισμούς. Ανθρωπος προσηνής, μπεσαλής και έντιμος, χήρος από νεαρή ηλικία, πατέρας ενός μικρού αγοριού και δίχως φανερούς εχθρούς, ο πρωταγωνιστής του εκτενέστερου μέρους της «Αναχώρησης» δεν χωράει στο στερεότυπο καλούπι του Πελοποννήσιου, αλλά ταιριάζει γάντι στην πινακοθήκη των ηρώων που φιλοτέχνησε ο Θέμελης στη συγγραφική του διαδρομή.
«Στολίδι και υπερηφάνεια» του Χατζημιχαήλ, διαβάζουμε, «ήταν μία κάμαρη που είχε προσθέσει πολύ πριν την επανάσταση στα πλαϊνά του σπιτιού, ανοίγοντας μια πόρτα ανάμεσά τους και στήνοντας το γραφείο και κυρίως την βιβλιοθήκη του, για την οποία μιλούσαν Ρωμιοί, Τούρκοι κι Εβραίοι σε όλο το Ναύπλιο. Αντίθετα, ο κλήρος δεν έκρυβε την αμηχανία ή και την ενόχλησή του για την απουσία των συγγραμμάτων των πατέρων της εκκλησίας, εάν τύχαινε και βρισκόταν παρών ο Λάζαρος σε τέτοιες συζητήσεις ή άκουγε σχόλια θαυμασμού από κάποιον δυτικοθρεμμένο»...
Το φθινόπωρο του 1823, στον τόπο του Λάζαρου, τα πάντα περιστρέφονται «γύρω από την εξουσία των κοτσαμπάσηδων και των προκρίτων, άντε αραιά και πού της Πύλης», ενώ κοσμοϊστορικά γεγονότα -η Γαλλική επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι- λες και έχουν συμβεί σ' ένα παράλληλο σύμπαν, άγνωστο και μακρινό. Ο ίδιος ωστόσο, χάρη στους τόμους που παραγγέλνει από τα τυπογραφεία της Βιέννης και των Παρισίων, έχει αρχίσει «να οσφραίνεται τον αέρα των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας, να ανιχνεύει τα σπέρματα της εθνικής ταυτότητάς του, να νιώθει ότι δεν ήταν απλώς ένας Μοραΐτης, αλλά ότι ανήκε σε κάτι πολύ πιο πλατύ, πιο σημαντικό...».
Ο Χατζημιχαήλ, από τους πρώτους που έστειλαν χρυσές λίρες στον Μαυροκορδάτο, κρατά αποστάσεις από το σινάφι των προκρίτων, από τις «φαγωμάρες και τα ασταμάτητα, τα άθλια μαγειρέματά τους». Αρκείται στις δουλειές και τα διαβάσματά του, με σταθερή συντροφιά του έναν φιλέλληνα Γάλλο γιατρό, τον Μισέλ ντε Κριγιόν. Ο τελευταίος ήταν από εκείνους που είχαν μάταια προσπαθήσει να σώσουν τη γυναίκα του Λάζαρου, και στη συνέχεια είχε αποδεχτεί να ζήσει κοντά του, στήνοντας ιατρείο σ' ένα από τα κτίσματα του τσιφλικιού.
Πολύ πριν πέσει η Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο κατέφθαναν κάθε λογής επήλυδες, αλλά με τη γενίκευση του αγώνα, μαζί με τη βία, την αναρχία, τις σφαγές, τις ληστείες, τις αρρώστιες -ο τύφος θέριζε...- άρχισαν να φουντώνουν και τα ξενοφοβικά αισθήματα. Ο Χατζημιχαήλ, ωστόσο, είχε περιμαζέψει κάμποσα αμούστακα πλάσματα στο κτήμα του. Κι όπως το ιατρείο του ντε Κριγιόν εξοπλίζεται με νέες φαρμακευτικές ουσίες, έτσι και η βιβλιοθήκη γίνεται αίθουσα διδασκαλίας ενός αυτοσχέδιου σχολείου που φιλοδοξεί να συντονιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.Στη μικρή κοινότητα του τσιφλικού θα 'ρθει να προστεθεί και μια νεαρή Χιώτισσα, μαυροφορεμένη δασκάλα, η Μυρτώ, η οποία θα κλέψει την καρδιά των δύο ανδρών χωρίς να παραδοθεί σε κανέναν, και δίχως αυτό να επηρεάσει στο ελάχιστο τη φιλία τους. Ομως αλίμονο, οι μέρες του Χατζημιχαήλ είναι μετρημένες. Οσο φουντώνουν οι στρατιωτικές έριδες και οι πολιτικές μηχανορραφίες γύρω του τόσο πιο αλλόκοτη φαντάζει η περίπτωσή του στην τοπική κοινωνία, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος για ένα πισώπλατο χτύπημα. Ακόμα και στο καμάρι του, τη βιβλιοθήκη, δεν αναλογεί πολλή ζωή.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, το 2009, ένας άλλος Λάζαρος Χατζημιχαήλ, άξιος απόγονος του πρώτου, μόνος, άκληρος και άρτι συνταξιοδοτηθείς από το δικαστικό σώμα, ανακαλεί την ιστορία της οικογένειάς του, στέκεται στις αγεφύρωτες διαφορές που είχε με τον καιροσκόπο αδελφό του, ξύνει παλιές ερωτικές πληγές και, μαυρισμένος από την πολύπλευρη κρίση που ταλανίζει τη χώρα, ετοιμάζεται να τα εγκαταλείψει όλα, οικειοθελώς.Ο Νίκος Θέμελης δεν έφυγε βέβαια οικειοθελώς. Εδωσε αξιοπρεπώς μια πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, αλώβητος από τα σκάνδαλα που ανέκυψαν στο πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό μπλοκ, έχοντας κατακτήσει με τα μυθιστορήματά του εκατοντάδες χιλιάδες πιστών αναγνωστών. Εφυγε όμως βαθύτατα απογοητευμένος, όπως κι ο Λάζαρος των τελευταίων σελίδων της νουβέλας του. Ιδού η ακροτελεύτια φράση της «Αναχώρησης»: «Σκέφτεται ότι στον πόνο της αποξένωσής του και του εξοστρακισμού του από τον τόπο του, έχει προστεθεί ο πόνος της απόστασής του από τον ίδιο»...
Οι ηγέτες του Αγώνα σε δύο στρατόπεδα
Από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Επανάστασης, φάνηκαν στον ορίζοντα τα
σημάδια μιας παρ' ολίγον αδελφοκτόνου σύγκρουσης. Οπως επισημαίνει ο
ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, οι πρωτοπόροι ηγέτες του Αγώνα είχαν
ήδη κατανεμηθεί σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές: από τη μια ο Δημήτριος
Υψηλάντης και ο μικρός κύκλος των Φιλικών συνεργατών του και από την
άλλη οι επίσης εξεγερμένοι Πελοποννήσιοι.
Ο εμφύλιος, ωστόσο, ανάμεσα σ' όσους επεδίωκαν εθνική διακυβέρνηση κι
εκείνους που διεκδικούσαν τοπικές κοινοτικές εξουσίες, θα ξεσπάσει κατά
τη Β' Εθνοσυνέλευση του Αστρους, το 1823, σπέρνοντας μίση στις ψυχές των
ανθρώπων και οδηγώντας στη χαλάρωση της επαναστατικής προσπάθειας.
Στη συνέχεια τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο. «Τα εθνικά
δάνεια», γράφει ο Β. Παναγιωτόπουλος, «η μεγάλη αυτή διπλωματική
επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, αντί να ενισχύσουν την οικονομία της
χώρας και να χρηματοδοτήσουν μια αναδιοργάνωση της κρατικής δύναμης
ενόψει των νέων στρατιωτικών αναγκών, αντιμετωπίστηκαν σαν μηχανισμός
ανταμοιβής και εξόφλησης (προς τους αγωνιστές-ιδιώτες) των πρώτων χρεών
του Αγώνα, δημιούργησαν έναν ορίζοντα δυσανάλογων οικονομικών προσδοκιών
και βάθυναν τη ροπή των ασυγκρότητων κοινωνικών δυνάμεων προς τον
εμφύλιο πόλεμο».
Σ' αυτό το ήδη δηλητηριασμένο πλαίσιο θα 'ρθει να προστεθεί ένας
παράγοντας ακόμη, τα ρουμελιώτικα στρατεύματα, έτοιμα να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους στον οποιονδήποτε, έναντι μισθού. Οι συγκρούσεις σε τούτη
τη δεύτερη φάση του εμφυλίου θα είναι ανελέητες και η ήττα των
Πελοποννήσιων προκρίτων θα οδηγήσει στη φυλακή ηγέτες όπως ο
Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, ο Δεληγιάννης, ενώ η Επανάσταση έχει πια ν'
αντιμετωπίσει ισχυρότερους εχθρούς και τα αγγλικά δάνεια δεν αρκούν για
ν' αναχαιτιστούν τα στρατιωτικά σώματα του Αιγύπτιου Ιμπραήμ.
«Από την ποίηση του Σολωμού ώς την πιο υποκριτική ρητορεία, η καταδίκη
του εμφυλίου της Ελληνικής Επανάστασης είναι κοινός τόπος στην ελληνική
χρηστομάθεια», καταλήγει ο γνωστός ιστορικός. «Και όλως παραδόξως επί
σχεδόν δύο αιώνες ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μια τρέχουσα μέθοδος επίλυσης
πολιτικών και κοινωνικών διαφορών, ενίοτε μικροδιαφορών. Ως χθες, λένε
οι περισσότεροι, κάποιοι άλλοι φοβούνται ότι μπορεί να επαναληφθεί και
αύριο. Ποιος ξέρει. Τα προσχήματα δεν λείπουν ποτέ. Αλλωστε, η
υπερπολιτικοποίηση, η "αγανάκτηση", η εμπρηστική δημοσιογραφία δεν είναι
μόνο μορφές ενός ήπιου εμφυλίου πολέμου; Μιθριδατισμός».
Προδημοσίευση
Το απόσπασμα που ακολουθεί δεν είναι αντιπροσωπευτικό του ύφους της
«Αναχώρησης» -δεν υπάρχει τόσος σουρεαλισμός στις υπόλοιπες σελίδες.
Ετσι όμως προτίμησε να περιγράψει ο Θέμελης την Ελλάδα που
αποχαιρετούσε.
«Ανθρωποι σαν κι εμάς πάντως ήταν, που, άλλος μπρος άλλος πίσω,
διέκριναν κάποτε να υπερίπταται και να αιωρείται πάνω από τον Αϊ-Γιώργη
του Λυκαβηττού ένα τεράστιο μπαλόνι, μια σφαίρα, μία γιγαντιαία φούσκα.
Αχνή σαν σύννεφο ανάλαφρο στην αρχή, πιο ευδιάκριτη με το πέρασμα του
χρόνου, σκούραινε και μεγεθυνόταν, σκίαζε, πλάκωνε, απειλούσε το
λεκανοπέδιο. Κάποιοι υποστήριξαν ότι διέκριναν και άλλες τέτοιες φούσκες
να υπερίπτανται νωχελικά σαν δορυφόροι γύρω από τη μεγάλη φούσκα,
δίνοντας στον αττικό ουρανό την εντύπωση ενός γιγάντιου μοναδικού
πλανηταρίου στο οποίο αν οι φούσκες δεν είχαν σε χρωματικές παραλλαγές
εκείνη την απειλητική γκριζάδα, τις ρυτίδες και κάποια υγρά που έτρεχαν
αργόσυρτα σαν σάλια, μπορεί να μάγευαν ακόμη και μεγάλους.
»Δημοσιεύματα που υπαινίσσονταν την ύπαρξη ή και την απειλή της
μεγάλης φούσκας άρχισαν να προκαλούν ανησυχία, κάποιους να ενοχλούν. Οχι
μόνο την κυβέρνηση, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Αλλά έναν
ολόκληρο κόσμο επώνυμων κι ανώνυμων πολιτών με αξιώματα και θέσεις στους
θεσμούς της πολιτείας, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Κι
ακόμα τάγματα, συντάγματα επιτηδείων και βολεμένων, χιλιάδες χιλιάδων
πολιτών ενταγμένων σε ένα από τα πλέον παραδοσιακά κοινωνικά κινήματα
της χώρας -αυτό που αυτοπροσδιοριζόταν ως ΑΚΙΝΗΣΙΑ και εκφραζόταν από το
Δίκτυο. Ενα σχήμα κόλουρης πυραμίδας δίχως μονοπρόσωπο ηγέτη, σύνθετο,
περίπλοκο, αδιαφανές, να μην ξέρεις ποιος κάνει κουμάντο, ποιος έχει την
όποια ευθύνη, πώς συμπορεύονται οι ετερόκλητοι εταίροι του και πώς τα
βρίσκουν μεταξύ τους, ποιοι είναι οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους
ενεργούν και λειτουργούν. Ενα ήταν ίσως μόνο γνωστό και προέκυπτε από
την μέχρι τώρα καταγραφή της δράσης τους. Η προαγωγή του συμφέροντος των
μελών του να προηγείται του δημόσιου συμφέροντος».
Με δικά του λόγια
Ο Νίκος Θέμελης δεν συνήθιζε να δίνει συχνά συνεντεύξεις, πόσω μάλλον
να σχολιάζει την τρέχουσα επικαιρότητα. Ανατρέχοντας ωστόσο κανείς στις
δηλώσεις που έκανε κατά καιρούς στην «Ε», με αφορμή πάντα κάποιο
μυθιστόρημά του, θα διαπιστώσει πως τοποθετούνταν με σαφήνεια πάνω σε
φλέγοντα ζητήματα, έχοντας πλήρη συναίσθηση πως οι περισσότεροι γύρω του
σκέφτονται διαφορετικά.
* «Ελληνικότητα σημαίνει αναζήτηση μιας ταυτότητας από τα υλικά του
σήμερα, στις δυνατότητες αυτής της κοινωνίας και τα οράματά της για το
αύριο, αντλώντας επιλεκτικά και κριτικά από την παράδοσή της. Οτιδήποτε
άλλο είναι προγονολατρία. Φιλοπατρία δεν είναι να πάμε να φάμε τον
Τούρκο, αλλά να εγκαθιδρύσουμε μια πραγματική κοινωνία πολιτών».
* «Βολευτήκαμε με το ιδεολόγημα πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων
Ελλήνων κι ότι όλοι μας οφείλουν. Κι αντί ν' αντλούμε αυτοπεποίθηση από
τα πιο σύγχρονα επιτεύγματά μας, όπως τόσες και τόσες εθνότητες,
συνεχίζουμε να τροφοδοτούμε τα φαντασιακό μας με μια σειρά από
κατασκευές».
* «Μεγαλώνοντας στη Νέα Φιλαδέλφεια τη δεκαετία του '50, έζησα όλο αυτό
το ζοφερό κλίμα της διαιρεμένης Ελλάδας ανάμεσα σε νικητές και
νικημένους, αυτόν το φόβο των ανθρώπων ότι θα χάσουν τον επιούσιο έτσι
κι αποκαλυφθούν τα πολιτικά τους φρονήματα. Σκεφτείτε ότι μετά την ήττα
της ΕΡΕ, επί Γεωργίου Παπανδρέου, συλλάβανε τον πατέρα μου μόνο και μόνο
επειδή είχα γραφτεί στον ελληνοσοβιετικό σύνδεσμο, για να μάθω ρωσικά!
Πολύ συχνά αναρωτιέμαι τι στο καλό νοσταλγούν ορισμένοι από εκείνα τα
χρόνια ώς τη δικτατορία; Μάλλον τα νιάτα τους θα νοσταλγούν».
* «Η εκτεταμένη μεσαία τάξη που αναδύθηκε και ισχυροποιήθηκε από τη
δεκαετία του '80, η ίδια αυτή τάξη που τόσο δοκιμάζεται σήμερα, δεν
προέταξε καμιά ιδεολογική επιστροφή στους παραδοσιακούς συνεκτικούς
δεσμούς της. Γι' αυτό και βιώνει τώρα μια διπλή αποσάθρωση, τόσο σε
κοινωνικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο. Δεν επικοινωνούν πια τα
παιδιά με τους γονείς τους. Η σχέση τους έχει συρρικνωθεί σ' ένα πλυμένο
πουκάμισο κι ένα πιάτο φαγητό».
* «Πίσω απ' όλους μας κρύβεται μια χωλή παιδεία και μια πλειοψηφικά
ενιαία κουλτούρα που συνεχίζει να προκαλεί δεινά. Μια κουλτούρα που
επιτρέπει στην πολιτική σκηνή την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων,
στην οικονομία την αρπαχτή εδώ και τώρα και στον τρόπο σκέψης μας την
ιδέα ότι για όλα φταίνε οι άλλοι, αλλά ποτέ εμείς. Αλίμονο, καμιά
μειοψηφία ώς τώρα δεν κατάφερε να κάνει τη μεγάλη ανατροπή».