Αλέξανδρος ΤάρκαςΗ διάσταση απόψεων ΗΠΑ - Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της ρωσικής
πολιτικής στην Ουκρανία και, ειδικά, για την επιβολή ή μη κυρώσεων στη
Μόσχα δεν είναι πρωτοφανής στην ιστορία των συμμάχων στις δύο πλευρές
του Ατλαντικού.Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, το 1981, η συμμετοχή ευρωπαϊκών
εταιριών στην κατασκευή του -τεράστιας χωρητικότητας- Υπερσιβηρικού
Αγωγού φυσικού αερίου είχε προκαλέσει την οργή της Ουάσινγκτον, καθώς το
Κρεμλίνο πόνταρε στην ισορροπία του πυρηνικού τρόμου, για να προσφέρει
(και να λάβει) οικονομικά οφέλη.
«Ολως συμπτωματικώς», όπως και τώρα, η αιτία της ρήξης βρισκόταν στη Βόνη (τότε έδρα της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας, πριν από την επιστροφή στο Βερολίνο το 1994), καθώς ο καγκελάριος Χ. Σμιτ προωθούσε τη συμμετοχή γερμανικών εταιριών στην κατασκευή του έργου και, εν συνεχεία, στην εμπορία του ρωσικού αερίου. Ο Σμιτ, όπως στις μέρες μας η Α. Μέρκελ, κατάφερε να αποσπάσει, κατά περίπτωση, την ανοχή ή συνεργασία άλλων μελών της τότε ΕΟΚ, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρ. Ρέιγκαν να αναφωνήσει, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα: «They can have their damned pipeline» (Aς έχουν, ας κάνουν τον καταραμένο αγωγό τους).
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά οι αναλογίες της δείχνουν ότι εκεί που απέτυχε ακόμα και ο κολοσσός Ρέιγκαν, και μάλιστα επί Ψυχρού Πολέμου, είναι σχεδόν αδύνατον να πετύχει ο Μπ. Ομπάμα, ο οποίος επικρίνεται, επί σειράν ετών, για ανεπάρκεια σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η ουσία είναι ότι η Μόσχα κέρδισε την, ντε φάκτο, προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και η ορολογία αυτή, όπως βεβαιώνουν εγκυρότατες διπλωματικές πηγές, χρησιμοποιείται ήδη, ατύπως, στα υψηλά κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ενώπιον του ψυχροπολεμικού σκηνικού, η ελληνική προεδρία της Ε.Ε., όπως αποδεικνύεται το τελευταίο εικοσαήμερο, έχει περιορισμένο, αν όχι μηδενικό ρόλο. Το κύριο ερώτημα για την Αθήνα δεν είναι πλέον τι πράττει με το «ευρωπαϊκό καπέλο» της προεδρεύουσας, αλλά ποιες θα είναι οι επιλογές με το «εθνικό καπέλο» της, ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και ως χώρας που θέλει (και πρέπει!) να πρωταγωνιστήσει στο ενεργειακό πεδίο με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου, αλλά και με τη διασύνδεση με τους αγωγούς της κεντρικής Ευρώπης.
Η ελληνική διπλωματία σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι ο διάλογος της Δύσης με τον Β. Πούτιν θα είναι μακρύς και με πολλές διακυμάνσεις, όχι μόνον μεταξύ Ουάσινγκτον - Μόσχας αλλά και μεταξύ Ουάσινγκτον - Βερολίνου. Η δε στρατιωτική δραστηριότητα στην Κριμαία, δηλαδή μια ανάσα από την Τουρκία, προκαλεί νέα ερωτήματα για την πολιτική του Τ. Ερντογάν ή ενός (πιθανού πια) διαδόχου του ως προς την ευρύτερη περιοχή, με προφανείς επιπτώσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Τους επόμενους μήνες η ελληνική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει (όχι απαραίτητα δημοσίως) δύσκολα διλήμματα ως προς την αποδοχή των διαφορετικών απαιτήσεων των ΗΠΑ και της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας. Ταυτόχρονα η Μόσχα θα «δοκιμάσει» την Αθήνα ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις λιμένων και σιδηροδρομικών δικτύων, τα θέματα φυσικού αερίου και την απελευθέρωση ταξιδιωτικών θεωρήσεων (βίζες), όπως άλλωστε ζητεί, προσωπικά, ο Β. Πούτιν από το 2004.