Μετά τον θάνατο διαδηλωτών, ο πρόεδρος της Ουκρανίας καλείται να λάβει
σύντομα κρίσιμες αποφάσεις. Η άνοδος των υπερεθνικιστικών και ακροδεξιών
ομάδων, η στάση της αντιπολίτευσης και οι ξένες δυνάμεις.
Οι
διαδηλώσεις ξεκίνησαν όταν ο Γιανουκόβιτς αποφάσισε να παγώσει τις
διαπραγματεύσεις για την υπογραφή βασικών συμφωνιών ενοποίησης με την
Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό οδήγησε τους υποστηρικτές της ένταξης στην Ε.Ε.
στους δρόμους, σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι διαδηλώσεις αυτές σταδιακά
πέρασαν από το θέμα της ένταξης στην Ε.Ε. και πήραν γενικότερη αντικυβερνητική μορφή.
Αν και το μέγεθός τους έφτασε τις αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες
διαδηλωτές τις πρώτες εβδομάδες, μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, και τις
πρώτες εβδομάδες του Ιανουαρίου, ο αριθμός ήταν σημαντικά μικρότερος.
Ωστόσο, η απόφαση που έλαβε στις 16 Ιανουαρίου η κυβέρνηση να περιορίσει το δικαίωμα για διαδηλώσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας -για περίοδο δύο μηνών- αναζωπύρωσε την κατάσταση. Η χρονική στιγμή και η λογική πίσω από την απόφαση αυτή δεν είναι σαφείς. Η κυβέρνηση φάνηκε να βρίσκεται σε άνετη θέση καθώς οι διαδηλώσεις άρχιζαν να περιορίζονται φυσικά. Ο ίδιος ο Γιανουκόβιτς δεν ένιωσε πίεση να υποκύψει στις απαιτήσεις των διαδηλωτών, στις οποίες περιλαμβάνονταν η παραίτησή του και η διενέργεια νέων προεδρικών εκλογών. Φάνηκε πως οι διαδηλώσεις είχαν «ξεμείνει από ατμό» και δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή για την κυβέρνηση, παρότι συνεχίζονταν επ' αόριστον.
Παρ' ολ' αυτά, ο Γιανουκόβιτς αποφάσισε να περάσει τα μέτρα κατά των διαδηλώσεων και πέρασε τους σχετικούς νόμους, δημιουργώντας έτσι το σκηνικό για κλιμάκωση του μεγέθους τους αλλά και της βιαιότητάς τους το Σαββατοκύριακο. Την Κυριακή, περίπου 100.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Κιέβου, αψηφώντας ανοικτά τον νόμο κατά των διαδηλώσεων. Όμως, σε αντίθεση με την κυρίως μη βίαιαη φύση των προηγούμενων κινητοποιήσεων, στις νέες σημειώθηκαν σημαντικές συγκρούσεις έξω από την Πλατεία Ανεξαρτησίας -την κύρια περιοχή των διαδηλώσεων- με στοχευμένη βία να σημειώνεται κοντά στην Οδό Χρουσέβσκι, που βρίσκεται κοντά στο Ουκρανικό Κοινοβούλιο. Μετά από αυτό, η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολούν στο ψαχνό.
Η πιο αξιοσημείωτη πτυχή των όλο και πιο βίαιων διαδηλώσεων είναι η υπερίσχυση των υπερεθνικιστών και των δεξιών ομάδων που εμπλέκονται στις μάχες, ιδιαίτερα το προσφάτως σχηματισθέν κίνημα του Δεξιού Τομέα. Μέλη της ομάδας αυτής έχουν ζητήσει την αναγκαστική απομάκρυνση της ουκρανικής κυβέρνησης, απορρίπτοντας την όποια προοπτική διαπραγματεύσεων με τον Γιανουκόβιτς. Την ίδια ώρα, τα μέλη του κινήματος έχουν τονίσει ότι δεν πρόκειται για οργανωμένη ομάδα, αλλά για μια ανεπίσημη σύμπραξη διαφόρων υπερεθνικιστικών και ακροδεξιών ομάδων, όπως οι Πατριώτες της Ουκρανίας, η Τρίαινα, η Λευκή Σφύρα και η UNA-UNSO, καθώς και μεμονωμένων ατόμων.
Η άνοδος των ακροδεξιών στοιχείων στις διαδηλώσεις και η συνεπαγόμενη κλιμάκωση της βίας μπορεί να ειδωθούν στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης δυσαρέσκειας μεταξύ των διαδηλωτών, οι οποίοι είναι απογοητευμένοι που η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει επαρκώς στις απαιτήσεις τους. Ωστόσο, η αντιπολίτευση διαχωρίζει τη θέση της από τις πιο ακραίες και βίαιες ομάδες (και μεμονωμένους ανθρώπους) που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις, χαρακτηρίζοντάς τες «ακραίους προβοκάτορες». Πράγματι, οι τρεις ηγέτες της αντιπολίτευσης –οι Βιτάλι Κλίτσκο του UDAR, Αρσένι Γιατσένιουκ του κόμματος της Πατρίδας και Όλεχ Τιανίμποκ του κόμματος Σβόμποντα- έχουν κάνει συντονισμένη προσπάθεια να αποστασιοποιηθούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα κόμματά τους από τους ακραίους. Οι τρεις ηγέτες συναντήθηκαν την Τετάρτη με τον Γιανουκόβιτς -για πρώτη φορά τις τελευταίες εβδομάδες- σε μια προσπάθεια να καταλήξουν σε διακανονισμό για το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Αν και δεν υπήρξε συμφωνία στην τρίωρη συνάντηση, δεσμεύτηκαν να συναντηθούν και πάλι με τον Γιανουκόβιτς την επόμενη ημέρα.
Εν τω μεταξύ, πολλές ξένες δυνάμεις έχουν συμβάλει στην κλιμάκωση της κατάστασης στην Ουκρανία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ καταδίκασαν την ουκρανική κυβέρνηση για τη βία, ενώ η Ρωσία κάλεσε τη Δύση να μην ανακατεύεται στην κρίση και απέδωσε τη βία στους ακραίους διαδηλωτές. Αυτό αποκαλύπτει μια διχοτόμηση όχι μόνο του ουκρανικού πολιτικού φάσματος, αλλά και της διαμάχης Ρωσίας-Δύσης για το ποιος θα επηρεάσει τη χώρα και για τα σχέδιά τους για την πολιτική της εξέλιξη.
Η πτυχή-κλειδί της κρίσης θα είναι εάν η κυβέρνηση καταφέρει να εξευμενίσει ή να ξεπεράσει τους διαδηλωτές, είτε κάνοντας μεγάλες υποχωρήσεις προς την αντιπολίτευση είτε με ωμή βία. Αν και το τελευταίο θεωρήθηκε απίθανο να συμβεί λόγο των γεωπολιτικών περιορισμών που αντιμετωπίζει η Ουκρανία, η ανάπτυξη και η επιρροή των δεξιών ομάδων έχει προσθέσει μια νέα και πρωτοφανή διάσταση τις διαδηλώσεις. Αυτό έχει συνεισφέρει σε μια αυξανόμενη αίσθηση του επείγοντος. Ακόμα και η παραδοσιακή αντιπολίτευση έχει ζητήσει πανεθνική απεργία για σήμερα Πέμπτη, λέγοντας πως σύντομα θα προχωρήσει στην επίθεση εάν η ουκρανική κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά της. Μετά τη δήλωση αυτή, ο Γιανουκόβιτς καλείται να πάρει μια κρίσιμη απόφαση: είτε να προχωρήσει στην περαιτέρω καταστολή των διαδηλώσεων, είτε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις για τις οποίες -μέχρι στιγμής- η κυβέρνησή του δεν ήταν πρόθυμη.
http://www.euro2day.gr/
Ωστόσο, η απόφαση που έλαβε στις 16 Ιανουαρίου η κυβέρνηση να περιορίσει το δικαίωμα για διαδηλώσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας -για περίοδο δύο μηνών- αναζωπύρωσε την κατάσταση. Η χρονική στιγμή και η λογική πίσω από την απόφαση αυτή δεν είναι σαφείς. Η κυβέρνηση φάνηκε να βρίσκεται σε άνετη θέση καθώς οι διαδηλώσεις άρχιζαν να περιορίζονται φυσικά. Ο ίδιος ο Γιανουκόβιτς δεν ένιωσε πίεση να υποκύψει στις απαιτήσεις των διαδηλωτών, στις οποίες περιλαμβάνονταν η παραίτησή του και η διενέργεια νέων προεδρικών εκλογών. Φάνηκε πως οι διαδηλώσεις είχαν «ξεμείνει από ατμό» και δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή για την κυβέρνηση, παρότι συνεχίζονταν επ' αόριστον.
Παρ' ολ' αυτά, ο Γιανουκόβιτς αποφάσισε να περάσει τα μέτρα κατά των διαδηλώσεων και πέρασε τους σχετικούς νόμους, δημιουργώντας έτσι το σκηνικό για κλιμάκωση του μεγέθους τους αλλά και της βιαιότητάς τους το Σαββατοκύριακο. Την Κυριακή, περίπου 100.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Κιέβου, αψηφώντας ανοικτά τον νόμο κατά των διαδηλώσεων. Όμως, σε αντίθεση με την κυρίως μη βίαιαη φύση των προηγούμενων κινητοποιήσεων, στις νέες σημειώθηκαν σημαντικές συγκρούσεις έξω από την Πλατεία Ανεξαρτησίας -την κύρια περιοχή των διαδηλώσεων- με στοχευμένη βία να σημειώνεται κοντά στην Οδό Χρουσέβσκι, που βρίσκεται κοντά στο Ουκρανικό Κοινοβούλιο. Μετά από αυτό, η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολούν στο ψαχνό.
Η πιο αξιοσημείωτη πτυχή των όλο και πιο βίαιων διαδηλώσεων είναι η υπερίσχυση των υπερεθνικιστών και των δεξιών ομάδων που εμπλέκονται στις μάχες, ιδιαίτερα το προσφάτως σχηματισθέν κίνημα του Δεξιού Τομέα. Μέλη της ομάδας αυτής έχουν ζητήσει την αναγκαστική απομάκρυνση της ουκρανικής κυβέρνησης, απορρίπτοντας την όποια προοπτική διαπραγματεύσεων με τον Γιανουκόβιτς. Την ίδια ώρα, τα μέλη του κινήματος έχουν τονίσει ότι δεν πρόκειται για οργανωμένη ομάδα, αλλά για μια ανεπίσημη σύμπραξη διαφόρων υπερεθνικιστικών και ακροδεξιών ομάδων, όπως οι Πατριώτες της Ουκρανίας, η Τρίαινα, η Λευκή Σφύρα και η UNA-UNSO, καθώς και μεμονωμένων ατόμων.
Η άνοδος των ακροδεξιών στοιχείων στις διαδηλώσεις και η συνεπαγόμενη κλιμάκωση της βίας μπορεί να ειδωθούν στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης δυσαρέσκειας μεταξύ των διαδηλωτών, οι οποίοι είναι απογοητευμένοι που η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει επαρκώς στις απαιτήσεις τους. Ωστόσο, η αντιπολίτευση διαχωρίζει τη θέση της από τις πιο ακραίες και βίαιες ομάδες (και μεμονωμένους ανθρώπους) που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις, χαρακτηρίζοντάς τες «ακραίους προβοκάτορες». Πράγματι, οι τρεις ηγέτες της αντιπολίτευσης –οι Βιτάλι Κλίτσκο του UDAR, Αρσένι Γιατσένιουκ του κόμματος της Πατρίδας και Όλεχ Τιανίμποκ του κόμματος Σβόμποντα- έχουν κάνει συντονισμένη προσπάθεια να αποστασιοποιηθούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα κόμματά τους από τους ακραίους. Οι τρεις ηγέτες συναντήθηκαν την Τετάρτη με τον Γιανουκόβιτς -για πρώτη φορά τις τελευταίες εβδομάδες- σε μια προσπάθεια να καταλήξουν σε διακανονισμό για το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Αν και δεν υπήρξε συμφωνία στην τρίωρη συνάντηση, δεσμεύτηκαν να συναντηθούν και πάλι με τον Γιανουκόβιτς την επόμενη ημέρα.
Εν τω μεταξύ, πολλές ξένες δυνάμεις έχουν συμβάλει στην κλιμάκωση της κατάστασης στην Ουκρανία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ καταδίκασαν την ουκρανική κυβέρνηση για τη βία, ενώ η Ρωσία κάλεσε τη Δύση να μην ανακατεύεται στην κρίση και απέδωσε τη βία στους ακραίους διαδηλωτές. Αυτό αποκαλύπτει μια διχοτόμηση όχι μόνο του ουκρανικού πολιτικού φάσματος, αλλά και της διαμάχης Ρωσίας-Δύσης για το ποιος θα επηρεάσει τη χώρα και για τα σχέδιά τους για την πολιτική της εξέλιξη.
Η πτυχή-κλειδί της κρίσης θα είναι εάν η κυβέρνηση καταφέρει να εξευμενίσει ή να ξεπεράσει τους διαδηλωτές, είτε κάνοντας μεγάλες υποχωρήσεις προς την αντιπολίτευση είτε με ωμή βία. Αν και το τελευταίο θεωρήθηκε απίθανο να συμβεί λόγο των γεωπολιτικών περιορισμών που αντιμετωπίζει η Ουκρανία, η ανάπτυξη και η επιρροή των δεξιών ομάδων έχει προσθέσει μια νέα και πρωτοφανή διάσταση τις διαδηλώσεις. Αυτό έχει συνεισφέρει σε μια αυξανόμενη αίσθηση του επείγοντος. Ακόμα και η παραδοσιακή αντιπολίτευση έχει ζητήσει πανεθνική απεργία για σήμερα Πέμπτη, λέγοντας πως σύντομα θα προχωρήσει στην επίθεση εάν η ουκρανική κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά της. Μετά τη δήλωση αυτή, ο Γιανουκόβιτς καλείται να πάρει μια κρίσιμη απόφαση: είτε να προχωρήσει στην περαιτέρω καταστολή των διαδηλώσεων, είτε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις για τις οποίες -μέχρι στιγμής- η κυβέρνησή του δεν ήταν πρόθυμη.
http://www.euro2day.gr/