Η τοποθέτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Σταθάκη, ότι πάνω από το
90% του ελληνικού χρέους δεν δύναται να διαγραφεί, και παράλληλα πως
μόλις το 5% του χρέους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαχθές, αλλάζει τα
δεδομένα του δημόσιου διαλόγου γύρω από τη διαχείριση του χρέους, αλλά
και γενικότερα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο βουλευτής Χανίων, από τους
λίγους που αποπνέουν σοβαρότητα, αφήνει έκθετη την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ,
εκτός εάν πρόκειται για μια τυχαία, μεμονωμένη έκφραση μιας «αιρετικής»
άποψης.
Αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, είμαστε μπροστά σε μια στροφή της αξιωματικής
αντιπολίτευσης προς τον ρεαλισμό. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να
σιγήσουν τα τύμπανα του φθηνού αντιμνημονιακού λαϊκισμού, που
εκμεταλλεύεται την οργή και τον πόνο των απλών ανθρώπων με υποσχέσεις
που δεν μπορούν να υλοποιηθούν.
Η πολιτική ερμηνεία της εξέλιξης μπορεί να είναι ότι, τέσσερις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει τη στρατηγική επιλογή να κινηθεί προς το Κέντρο, ακόμη και αν αυτό τού στοιχίσει ψήφους στα αριστερά από κάποιους που θα τον κατηγορήσουν ότι γίνεται «συστημικός». Ισως ο κ. Τσίπρας αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ψυχρή οικονομική πραγματικότητα, αλλά και τις προθέσεις των Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων και των ομοϊδεατών του της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Και υπό αυτό το πρίσμα επιλέγει να κινηθεί.
Ο κ. Σταθάκης αναγνώρισε ότι «η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους, πάνω από το 90%, είναι παραδοσιακό, δημόσιο χρέος των αγορών, δηλαδή των ομολόγων», και επισήμανε ευθαρσώς ότι «δεν υπάρχει νομική διαδικασία για να αμφισβητηθεί». Και, τελικά, θεωρεί ως ζητούμενο τη θεσμική ελάφρυνση του χρέους ώστε να καταστεί αυτό βιώσιμο, κάτι που προσπαθεί να διασφαλίσει και η κυβέρνηση.
Ο κ. Τσίπρας δεν έχει την πολυτέλεια να παρασυρθεί στην εξαγωγή των λάθος συμπερασμάτων από την εμπειρία της αναρρίχησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και τις παροχές που τόσο απλόχερα έδινε. Το 2014 δεν είναι 1981, όταν λεφτά όντως υπήρχαν. Τότε η Ελλάδα δεν είχε τα σημερινά ελλείμματα και χρέη, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι ήταν έτοιμοι να στηρίξουν οικονομικά μια μικρή χώρα που μόλις είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ και η οποία πριν από λίγα χρόνια είχε βγει από μια δικτατορία. Υπήρχε, λοιπόν, συμπάθεια και θετική προδιάθεση, σε αντίθεση με τη σημερινή συγκυρία όπου η χώρα μας ακόμη προσπαθεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, που τραυματίσθηκε από τα ψευδή στοιχεία που έδινε στα ευρωπαϊκά όργανα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επενδύει στην αγανάκτηση των πολιτών, όμως αυτό όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά εγκυμονεί κινδύνους. Καθώς στοχεύει στην αναρρίχηση στην εξουσία σε μια περίοδο μεγάλης έλλειψης ρευστότητας, στόχος του δεν είναι απλώς να εξασφαλίσει την ψήφο των Ελλήνων. Πρέπει, ταυτόχρονα, να μην εκφοβίσει τους καταθέτες –όσους έχουν διατηρήσει τα χρήματά τους στις ελληνικές τράπεζες και όσους σκέπτονται να τα επαναφέρουν– και να μην αποθαρρύνει τους εγχώριους και ξένους επενδυτές. Υστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια θυσιών του ελληνικού λαού, αρχίζει για πρώτη φορά να διαφαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Δεν το λέει μόνον η κυβέρνηση, για τις διαπιστώσεις της οποίας είναι εύλογο να είναι κανείς καχύποπτος, αλλά οι διεθνείς οργανισμοί, οι οίκοι αξιολόγησης και, κυρίως, οι αγορές. Τα δύο μεγάλα κόμματα οφείλουν να αποφύγουν κατά την προεκλογική περίοδο εκατέρωθεν ακρότητες καθώς στον βωμό μιας πρόσκαιρης δημοσκοπικής βελτίωσης μπορεί να δημιουργήσουν ένα εκτεταμένο κλίμα αβεβαιότητας και να θυσιάσουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το βάρος της αποσαφήνισης των θέσεων πέφτει φυσικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να αποφασίσει εάν θα κινηθούν στο πνεύμα της εμφάνισης του κ. Τσίπρα στο Τέξας ή σε αυτό του κ. Λαφαζάνη και της Αριστερής Πλατφόρμας; Δεν γίνεται ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να υποστηρίζει μια ρεαλιστική προσέγγιση για την οικονομία και τις περιορισμένες δυνατότητες που υπάρχουν, και ταυτόχρονα να εκτοξεύει κορώνες περί μονομερούς διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Ο γράφων ελπίζει η δήλωση του κ. Σταθάκη να ήταν η αρχή, να πρυτανεύσει η υπευθυνότητα, και ο αρχηγός και τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αρχίσουν να μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η πολιτική ερμηνεία της εξέλιξης μπορεί να είναι ότι, τέσσερις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει τη στρατηγική επιλογή να κινηθεί προς το Κέντρο, ακόμη και αν αυτό τού στοιχίσει ψήφους στα αριστερά από κάποιους που θα τον κατηγορήσουν ότι γίνεται «συστημικός». Ισως ο κ. Τσίπρας αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ψυχρή οικονομική πραγματικότητα, αλλά και τις προθέσεις των Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων και των ομοϊδεατών του της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Και υπό αυτό το πρίσμα επιλέγει να κινηθεί.
Ο κ. Σταθάκης αναγνώρισε ότι «η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους, πάνω από το 90%, είναι παραδοσιακό, δημόσιο χρέος των αγορών, δηλαδή των ομολόγων», και επισήμανε ευθαρσώς ότι «δεν υπάρχει νομική διαδικασία για να αμφισβητηθεί». Και, τελικά, θεωρεί ως ζητούμενο τη θεσμική ελάφρυνση του χρέους ώστε να καταστεί αυτό βιώσιμο, κάτι που προσπαθεί να διασφαλίσει και η κυβέρνηση.
Ο κ. Τσίπρας δεν έχει την πολυτέλεια να παρασυρθεί στην εξαγωγή των λάθος συμπερασμάτων από την εμπειρία της αναρρίχησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και τις παροχές που τόσο απλόχερα έδινε. Το 2014 δεν είναι 1981, όταν λεφτά όντως υπήρχαν. Τότε η Ελλάδα δεν είχε τα σημερινά ελλείμματα και χρέη, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι ήταν έτοιμοι να στηρίξουν οικονομικά μια μικρή χώρα που μόλις είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ και η οποία πριν από λίγα χρόνια είχε βγει από μια δικτατορία. Υπήρχε, λοιπόν, συμπάθεια και θετική προδιάθεση, σε αντίθεση με τη σημερινή συγκυρία όπου η χώρα μας ακόμη προσπαθεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, που τραυματίσθηκε από τα ψευδή στοιχεία που έδινε στα ευρωπαϊκά όργανα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επενδύει στην αγανάκτηση των πολιτών, όμως αυτό όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά εγκυμονεί κινδύνους. Καθώς στοχεύει στην αναρρίχηση στην εξουσία σε μια περίοδο μεγάλης έλλειψης ρευστότητας, στόχος του δεν είναι απλώς να εξασφαλίσει την ψήφο των Ελλήνων. Πρέπει, ταυτόχρονα, να μην εκφοβίσει τους καταθέτες –όσους έχουν διατηρήσει τα χρήματά τους στις ελληνικές τράπεζες και όσους σκέπτονται να τα επαναφέρουν– και να μην αποθαρρύνει τους εγχώριους και ξένους επενδυτές. Υστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια θυσιών του ελληνικού λαού, αρχίζει για πρώτη φορά να διαφαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Δεν το λέει μόνον η κυβέρνηση, για τις διαπιστώσεις της οποίας είναι εύλογο να είναι κανείς καχύποπτος, αλλά οι διεθνείς οργανισμοί, οι οίκοι αξιολόγησης και, κυρίως, οι αγορές. Τα δύο μεγάλα κόμματα οφείλουν να αποφύγουν κατά την προεκλογική περίοδο εκατέρωθεν ακρότητες καθώς στον βωμό μιας πρόσκαιρης δημοσκοπικής βελτίωσης μπορεί να δημιουργήσουν ένα εκτεταμένο κλίμα αβεβαιότητας και να θυσιάσουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το βάρος της αποσαφήνισης των θέσεων πέφτει φυσικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να αποφασίσει εάν θα κινηθούν στο πνεύμα της εμφάνισης του κ. Τσίπρα στο Τέξας ή σε αυτό του κ. Λαφαζάνη και της Αριστερής Πλατφόρμας; Δεν γίνεται ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να υποστηρίζει μια ρεαλιστική προσέγγιση για την οικονομία και τις περιορισμένες δυνατότητες που υπάρχουν, και ταυτόχρονα να εκτοξεύει κορώνες περί μονομερούς διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Ο γράφων ελπίζει η δήλωση του κ. Σταθάκη να ήταν η αρχή, να πρυτανεύσει η υπευθυνότητα, και ο αρχηγός και τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αρχίσουν να μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ