02 Δεκεμβρίου 2013

Μνημόνια και ρουσφέτια

http://www.aixmi.gr/wp-content/themes/aixmi2/timthumb.php?src=http://www.aixmi.gr/wp-content/uploads/2013/11/ypallhloi-voulh.jpg&h=260&w=660&zc=1&q=100Γράφει: Θανάσης Γκότοβος Έχει κανείς συχνά την αίσθηση στη χώρα αυτή ότι φτάσαμε στο σημείο να αρνούμαστε πεισματικά το προφανές: ότι η συνταγή που έχουν εκπονήσει και επιβάλει οι δανειστές της χώρας, προκειμένου να τη «σώσουν», περιέχει κατ’ ανάγκην ιδεολογία, συνεπώς ούτε αντικειμενική είναι, ούτε αναπόφευκτη. Και να πιστεύουμε ότι μόνο η κριτική και η αντίθεση απέναντι σ’ αυτό που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ιδεολογική φόρτιση: είναι μαρξιστική, εθνικιστική, λαϊκιστική κλπ.Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, όταν δεν πρόκειται να τα βάλουν εκείνοι των οποίων οι αφηγήσεις είναι – και δεν μπορεί παρά να είναι – ιδιοτελείς.


Το πώς οφείλει στο εξής να είναι δομημένο και να λειτουργεί το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς» – για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Γερμανίδας καγκελαρίου για την Κύπρο – δεν καθορίζεται στην Ελλάδα, από Έλληνες πολιτικούς και πολίτες. Οι τελευταίοι μπορούν να εγκρίνουν ή όχι, και μάλιστα σε χρόνο που επιλέγουν άλλοι, αυτό το μοντέλο υπό τη δαμόκλειο σπάθη της άτακτης χρεοκοπίας. Αλλά μέχρι εκεί. Δυνατότητα επινόησης ή μεταφοράς άλλου διαχειριστικού προτύπου δεν προβλέπεται από τους πιστωτές, ακόμη και αν η χώρα διέθετε σαφή πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο – που δεν φαίνεται προς το παρόν να διαθέτει.

Το πώς θα αντιδρούσαν οι δανειστές, και συγκεκριμένα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν υπήρχε αυτή η βούληση, δεν το γνωρίζουμε. Άλλωστε το ενδεχόμενο να αναγκαστούν, λόγω πολιτικών ανατροπών στην Ελλάδα, να σχεδιάσουν και να πραγματώσουν μια τέτοια αντίδραση, παραμένει κατά την άποψή τους μακρινό, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης και της διαχείρισής της στον πληθυσμό.

Το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς», έτσι όπως το φαντάζονται οι χρηματαγορές και ο κυρίαρχος, πλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση γερμανικός οικονομικός εθνικισμός, είναι εφαρμογή της πιο επιθετικής οικονομικής ιδεολογίας που έζησε η Ευρώπη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια: του μεταδιπολικού οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν αυτό το μοντέλο ως ευλογία, όταν η εφαρμογή του ενισχύει και υπηρετεί τα ταξικά (κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω το επίθετο που προέρχεται από το ουσιαστικό «κάστα», αν υπήρχε) συμφέροντα.

Όπως, όμως, κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι, πολύ περισσότεροι, που το βλέπουν σαν κατάρα, και που προσπαθούν να αντισταθούν σ’ αυτό όχι για να πλουτίσουν ή να κάνουν καριέρα, αλλά για να επιβιώσουν. Διότι ο τρέχων νεοφιλελευθερισμός δεν προβλέπει ούτε βιολογική, ούτε – πολύ περισσότερο – οικονομική επιβίωση για όλους, παρά μόνο για όσους αντέξουν τον ανταγωνισμό.

Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής. Ο νεοφιλελευθερισμός εξ ορισμού διχάζει την κοινωνία. Και τη διχάζει ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με τον πελατειακό χαρακτήρα του κράτους, με την ευνοιοκρατία. Όταν το νεοφιλελεύθερο κράτος συνυπάρχει με το παρακράτος του κόμματος στη δημόσια διοίκηση, το κοινωνικό ρήγμα γίνεται αγεφύρωτο.

«Alle gleich, alle gleich («Όλοι το ίδιο»), φώναζε ο Rubenstein περπατώντας στους δρόμους του γκέτο της Βαρσοβίας, μας πληροφορεί ο Gustavo Corni. Ο ιδιόρρυθμος νεαρός ζητιάνος ήθελε να πει ότι οι διακρίσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, των μορφωμένων και των απαίδευτων, των κανονικών και των αποκλινόντων Εβραίων είχαν πάψει, πλέον, να υφίστανται με την ίδρυση του Γκέτο. Η ίδια συνθήκη – η συνθήκη του Γκέτο – ίσχυε για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Είχε και δεν είχε δίκιο ο Rubenstein. Γιατί στο Γκέτο υπήρξε εξίσωση, αλλά και μεγάλες κοινωνικές διαφορές ταυτόχρονα.

Ο διχασμός της σημερινής ελληνικής κοινωνίας δεν αφορά αποκλειστικά τα στρατόπεδα «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο», δηλαδή νεοφιλελεύθερη vs σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική οικονομία. Δεν αφορά μόνο το δίπολο «παγκοσμιοποίηση vs εθνική παράδοση και ταυτότητα». Δεν αφορά τόσο το δίπολο «Δεξιά-Αριστερά». Αφορά, κυρίως, τη διχοτόμηση της κοινωνίας εξ αιτίας της τύχης που επιφυλάσσουν οι κυβερνώσες ελίτ στους πολίτες, εξ αιτίας της διαφορικής μεταχείρισης, της παροχής εύνοιας στους μεν και εφαρμογής – γνήσιας ή καταχρηστικής – του (έκτακτου) νόμου στους δε.

Ο διχασμός αυτός τρέφεται από το καθιερωμένο και ανθεκτικό στην κρίση δόγμα ότι σε όλα τα επίπεδα το κόμμα είναι πάνω από τη διοίκηση. Έτσι υπάρχει η βούληση του κόμματος ως αυτοτελής υπερκείμενη βούληση, η οποία επιβάλλεται στη θεσμικά προσδιορισμένη βούληση της διοίκησης, δηλαδή στη βούληση του νομοθέτη. Η ανομία στη χώρα αυτή, εδώ και δεκαετίες, δεν ξεκινά ούτε τελειώνει με τις καταλήψεις των μαθητών και των φοιτητών.

Ξεκινά με την αόρατη κατάληψη της διοίκησης από τους κομματικούς κομισάριους. Μια κατάληψη χωρίς πανό και συνθήματα, χωρίς τα καθιερωμένα σύμβολα της εξέγερσης. Αβρή στη μορφή, αλλά σκληρή στην ουσία: η βούληση του κομματικού μηχανισμού πρέπει να γίνει πράξη, πέραν τούτου ουδέν. Η διαπραγμάτευση, αν χρειάζεται, αφορά το πώς, όχι το εάν.

Ας δούμε ορισμένα ρεαλιστικά παραδείγματα για να το εμπεδώσουμε καλύτερα:
Φανταστείτε τον εαυτό σας σε κάποιο διοικητικό πόστο, π.χ. στο υπουργείο Παιδείας. Υποτίθεται ότι υπάρχουν διοικητικοί κανόνες που πρέπει να τηρήσετε όταν υπογράφετε. Εμφανίζεται τότε κάποιος τύπος μπροστά σας και δηλώνει ότι είναι σύμβουλος της ηγεσίας, άτυπος εννοείται. Στην πραγματικότητα είναι κομματικός κομισάριος, φορέας της βούλησης του μηχανισμού ο οποίος υπάρχει, κυρίως, για τη διαχείριση του τομέα της εύνοιας προς τους ημετέρους. Και σας λέει να ετοιμάσετε την απόσπαση του τάδε προσώπου που πρέπει να γίνει σύμβουλος στο Μόναχο, όπου το επιμίσθιο είναι υψηλό, νηπιαγωγός στο Βούπερταλ όπου όμως υπάρχουν ήδη αρκετοί νηπιαγωγοί για τα πέντε νήπια, ή γυμναστής στη Σουηδία για…σουηδική γυμναστική στους Ελληνόπαιδες.

Η αρχή «δάνειο έναντι μεταρρυθμίσεων» μεταφράζεται εδώ στην αντίστοιχη «ρουσφέτι αντί υποχρέωσης για κομματική αφοσίωση». Εάν ο υπάλληλος – δηλαδή εσείς – είναι δύστροπος, απειλείται ότι μπορεί να πάει σε άλλο πόστο, διότι δεν συνεργάζεται αρμονικά με τον φορέα της βούλησης της ηγεσίας και δημιουργεί προσκόμματα στη διοίκηση. Εάν είναι ξεροκέφαλος και επιμένει να είναι προσηλωμένος στο νόμο, ενδέχεται να του έρθει την ίδια μέρα non paper – όχι πρωτοκολλημένο έγγραφο, γιατί αυτό δύσκολα εξαφανίζεται – από υπερκείμενο γραφείο που να λέει ότι οι υπάλληλοι οφείλουν γενικώς να συνεργάζονται με τους συμβούλους και να υπογράφουν ότι τους ζητείται. Η πίεση στους ευόρκως εργαζομένους υπαλλήλους να γίνουν επίορκοι για να υπηρετήσουν το κόμμα, είναι μεγάλη.

Ορισμένοι υποκύπτουν, για να μην έχουν μπελάδες βραχυπρόθεσμα, ελπίζοντας ότι δεν θα γίνει κάποιο ατύχημα μακροπρόθεσμα. Άλλοι ανθίστανται, για να μην έχουν μπελάδες στο μέλλον, αν γίνει κάποιος έλεγχος που θα τους καταστήσει, ως υπογράφοντες, αποκλειστικά υπευθύνους. Άλλοι αντιστέκονται απλά για λόγους αρχής. Υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί υπάλληλοι στη διοίκηση, όσο παράξενο κι αν φαίνεται.

Ο διπλός διχασμός – διαίρεση προυχόντων/πληβείων συν διαίρεση ημετέρων/ξένων – είναι πιθανό να οδηγήσει κάποια στιγμή σε κοινωνική έκρηξη. Όχι, ίσως, όπως την ξέρουμε από τα βιβλία, με βίαια επεισόδια και καταστροφές, αλλά με αντικατάσταση της μεταπολιτευτικής ελίτ από μία άλλη, μέσω της κατάρρευσης των πολιτικών φορέων που μέχρι χθες την υποβάσταζαν. Η συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να μείνει η μόνη πολιτική συρρίκνωση που θα ζήσει η χώρα. Ούτε μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από ό,τι ήδη έκανε ο Κορυδαλλός ως από μηχανής θεός.

Ο πολιτικός σεισμός θα έρθει, πιθανότατα, όταν γίνουν εθνικές εκλογές και μέσω αυτών η αξιολόγηση των ελίτ. Τι θα ακολουθήσει μετά, κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά ο φόβος του άγνωστου δεν φαίνεται να συγκρατεί πλέον την οργή του πολίτη, όταν η οργή και η απόγνωση μετασχηματιστούν σε απέχθεια και αηδία για τους εκπροσώπους ενός παλαιού κόσμου που θεωρεί υπεύθυνους για την εξαθλίωσή του. Αν ο φόβος αυτός ήταν μέχρι τώρα ο καλύτερος σύμμαχος των πραγματιστών της ελίτ, με την απώλεια του φόβου οι διαχειριστές της μετάβασης έχουν χάσει έναν πολύτιμο βοηθό. Ούτε «ελιές», ούτε άλλα ειρηνικά σχήματα μπορούν να προλάβουν το τρένο των παραδοσιακών συμμαχιών που έχει φύγει. Και η Ευρώπη δεν πρόκειται να στείλει νέο τρένο, περί άλλων μεριμνά και τυρβάζει.

Γιατί η Ευρώπη της μεταδιπολικής εποχής, της εποχής της Ενωμένης Γερμανίας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που ξέραμε και στην οποία πιστέψαμε. Τι άλλο βιώνουμε σήμερα παρά μια Ευρώπη ανίκανη απέναντι στο παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, όπου το πιο «τολμηρό» που μπορεί να κάνει είναι να ταπεινώσει έναν Έλληνα πρωθυπουργό με χυδαίες εκφράσεις επειδή ζητά να εκφραστεί σε «λάθος στιγμή» η γνώμη του λαού. Μια Ευρώπη που ψηφίζει αντιρατσιστικούς νόμους που απαγορεύουν τη δημόσια έκφραση, όταν αυτή είναι «λαθεμένη», αλλά που ταυτόχρονα κατακρίνει τους πιστούς του Ισλάμ στην Ευρώπη όταν εκείνοι ζητούν το ίδιο: να απαγορεύεται η «λαθεμένη» γνώμη – π.χ. με τα σκίτσα – για τον προφήτη.

Μια Ευρώπη που μιλά – χωρίς να μπορεί να πείθει – για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά που την ίδια στιγμή αφήνει ανυπεράσπιστο τον άνθρωπο απέναντι στις ορέξεις των οργανωμένων κανιβάλων των «αγορών». Ζούμε εν ολίγοις μια Ευρώπη αξιοθρήνητη και αναξιόπιστη που πολύ δύσκολα μπορείς να συμπαθήσεις. Προς τι, λοιπόν, ο υποκριτικός κοπετός για την επικείμενη άνοδο της εθνικιστικής Δεξιάς στις επόμενες ευρωεκλογές σε μια τέτοια Ευρώπη; Είναι δυνατόν να διαμαρτύρονται για το φαινόμενο εκείνοι που εξ αντικειμένου έχουν καταστεί με τις πολιτικές τους οι βασικοί του αρωγοί;