Του Θοδωρή Καλούδη Στην υπόθεση της πολιτικής για το φάρμακο παρατηρούμε το εξής παράδοξο φαινόμενο: Η Ελληνική φαρμακοβιομηχανία, που προσφέρει στην αγορά καλό και φτηνό φάρμακο, καλείται να συρρικνωθεί για να παραμείνουν στην Ελλάδα , με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, οι πολυεθνικές με τα ακριβά φάρμακα, που ανεβάζουν στα ύψη τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη.Πως έχει η κατάσταση σήμερα;
Η τρόϊκα απαιτεί τη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στα δύο δις το 2014, από 2,4 δις το2013, [2,8 το 2012, 3,8 το 2011 4,3 το 2010 και 5,3 το 2009].
Η απαίτηση αυτή είναι καθαρά δημοσιονομικού χαρακτήρα και δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες για την ομαλή φαρμακευτική φροντίδα των πολιτών. Από το «πάρτι» της περιόδου 2007-2009, με την καταχρηστική και ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση, όπου η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη της τριετίας έφτασε τα 13,8 δις , φτάσαμε στην άλλη υπερβολή της επιστροφής στα επίπεδα του 2003.Στη διαπραγμάτευση αυτή η κυβέρνηση έφαγε ήττα.
Τι άλλο απαιτεί η τρόϊκα από την κυβέρνηση μετά το κούρεμα της φαρμακευτικής δαπάνης; Προφανώς, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των δανειστών μας, υποδεικνύει το πώς θα γίνει τώρα το μοίρασμα της μικρότερης πίττας . Με στόχο να μη θιγεί ιδιαίτερα το μερίδιο των πολυεθνικών εταιριών. Έτσι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σχεδίου ανακατανομής της φαρμακευτικής δαπάνης υπέρ των πολυεθνικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, στο νέο ασφυκτικό περιβάλλον των 2 δις. Το αποτέλεσμα θα είναι να συρρικνωθούν οι τιμές των φαρμάκων που παράγονται στην Ελλάδα, για να μη μειωθεί το μερίδιο των πολυεθνικών στην Ελληνική αγορά.
Μερικά δεδομένα για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης:
1. Η χώρα τα τελευταία 25 χρόνια διεύρυνε την εξάρτησή της από τα εισαγόμενα φάρμακα. Το 1990 τα Ελληνικά φάρμακα είχαν 55% συμμετοχή στην εγχώρια κατανάλωση φαρμάκων, με τα εισαγόμενα να έχουν 31% και τα συσκευαζόμενα στην Ελλάδα 14%. Σήμερα η σχέση έχει ανατραπεί, με τα εισαγόμενα να καλύπτουν το 77% της κατανάλωσης , τα Ελληνικά φάρμακα 20% και τα συσκευαζόμενα 3%.
2. Αυτή η εικόνα οφείλεται , κυρίως, στον υψηλό βαθμό υποκατάστασης των παλαιότερων φθηνότερων εισαγόμενων φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα. Σήμερα, το 70% του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ ξοδεύεται σε 100 σκευάσματα. Από αυτά τα 97 είναι εισαγόμενα! Από τη δαπάνη αυτών των 100 σκευασμάτων μόνο το 3,7% αφορά στα γενόσημα..O μ.ο της λιανικής τιμής αυτών των 100 σκευασμάτων είναι 55 ευρώ. Μόλις 8 στα 100 φάρμακα έχουν τιμή μικρότερη των 10 ευρώ.
Με τις νέες ρυθμίσεις, το υπουργείο Υγείας επιχειρεί μία εξίσωση όπου για να χωρέσουν τα φτηνά φάρμακα της Ελληνικής βιομηχανίας στον δημοσιονομικό κορσέ των 2 δις φαρμακευτικής δαπάνης και παράλληλα να μη θιγεί ουσιωδώς το μεγάλο πολυεθνικό κομμάτι της πίττας, θα πρέπει να μειωθούν περαιτέρω οι τιμές τους. Ήδη όμως τα Ελληνικά φάρμακα έχουν μειώσει τις τιμές τους. Τα Ελληνικά εκτός πατέντας φάρμακα έχουν ρίξει τις τιμές τους από το 80% του επιπέδου της τιμής του πρωτότυπου το 2010 στο 50% το 2013. Και τις τιμές των γενοσήμων από το 72% του επιπέδου της τιμής του πρωτότυπου το 2010 στο 25% το 2013.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως από τα ακριβά φάρμακα των πολυεθνικών. Τα Ελληνικά φάρμακα έχουν μικρό βάρος στη συνολική δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Παρ’ όλα αυτά καλούνται να σηκώσουν το μέγιστο βάρος των δημοσιονομικών απαιτήσεων της τρόϊκα και των συναφών οριζόντιων μειώσεων τιμών που επιχειρεί η κυβέρνηση. Με σοβαρό κίνδυνο για την επιβίωση της Ελληνικής βιομηχανίας, από τους λίγους κλάδους που επενδύουν, προσφέρουν χιλιάδες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη.
Όλοι συμφωνούμε με την εκλογίκευση της δημόσιας δαπάνης για τα φάρμακα. Αναρωτιόμαστε όμως αν η «τροϊκανή» λογική απαξίωσης του Ελληνικού φαρμάκου, με τους συμβιβασμούς που επιβάλλει στην κυβέρνηση και το μεγάλο κόστος για την Ελληνική βιομηχανία είναι η κατάλληλη. Γιατί στο τέλος του έργου, η δαπάνη θα μειωθεί με τα ακριβά πολυεθνικά φάρμακα να βασιλεύουν στην αγορά , που θα έχει έλλειψη φτηνών φαρμάκων και σοβαρή μείωση της φαρμακευτικής φροντίδας των ασθενών.Με αυτή την έννοια ακούμε με πολλή επιφύλαξη τις φανφάρες για την πολιτική «φτηνού φαρμάκου» που εφαρμόζεται τάχα για το καλό του λαού.