Γενικά
Η σημερινή κρίση στην Τουρκία θα πρέπει να αντικριστεί ως μια από τις πολλές εκφάνσεις του «νέου σταδίου» ανάπτυξης της χώρας.
Ως
ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορική εξέλιξη που φαίνεται να
ξεκαθαρίζει από τη μια τον πολιτικό θρυμματισμό του κεμαλικού
κατεστημένου και να αναδεικνύει από την άλλη την αντικατάσταση του από
ένα νέο. Με λίγα λόγια, ο πολιτικός σεισμός της 17ης
Δεκεμβρίου με τις συλλήψεις κομματικών στελεχών, επιχειρηματιών,
γραφειοκρατών και γιών Υπουργών της κυβέρνησης Έρντογαν, αποτελεί
χαρακτηριστική ένδειξη της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ισλαμικής
ηγεμονίας και της κορύφωσης των εσωτερικών της αντιπαραθέσεων.
Το σχήμα
«κεμαλισμός εναντίον Ισλάμ» καθίσταται αναχρονιστικό και δίδει τη θέση
του σε μια ενδοϊσλαμική σύγκρουση, στην οποία λαμβάνουν μέρος σχεδόν
όλοι οι πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί φορείς του Ισλάμ. Οι δύο
βασικές συνισταμένες της ευρύτερης συμμαχίας μετασχηματισμού και
περαιτέρω ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο παγκόσμιο σύστημα την τελευταία
δεκαετία τουλάχιστον, είναι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και
η κοινότητα Γκιουλέν (Gülen). Αυτές είναι και οι βασικές συνισταμένες
της σημερινής ιδεολογικο-πολιτικής σύγκρουσης. Για την πληρέστερη
κατανόηση της σημερινής κατάστασης, καθίσταται αναγκαία μια σύντομη
αναδρομή στο παρελθόν.
Από τον ισλαμικό ανταγωνισμό στην ανομολόγητη συνεργασία
Στα
τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Γκιουλέν αποφασίζει τη δημιουργία ενός
ισλαμικού κινήματος με έδρα τη Σμύρνη, το οποίο θα αναλάμβανε να
εκπροσωπήσει την πνευματική συνέχεια των αναζητήσεων του Σαϊντ Νουρσί
(Said Nursi, 1878-1960). Η διαφορετικότητα στις θεολογικές αναζητήσεις
του Γκιουλέν εκφράστηκε κυρίως μέσα από την προσπάθεια πλήρους
εναρμόνισης του Ισλάμ με την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, αλλά
και μέσα από την σχετικά απόμακρη σχέση του με τα πολιτικά κόμματα. Η
θεωρητική ανάπτυξη του κινήματος συμπεριέλαβε τη θέση περί της αποφυγής
ολικής σύγκρουσης με το κεμαλικό κράτος με τη βαρύτητα να δίδεται στην
πολιτιστική και μορφωτική διαπαιδαγώγηση των συντηρητικών μαζών. Ήδη από
τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το κίνημα Γκιουλέν αναπτύσσεται μέσα
από ένα οργανωμένο δίκτυο κοινωνικής και φιλανθρωπικής παρέμβασης με
προμετωπίδα του ένα τεράστιο ιδιωτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η κοινωνική
απήχηση και η πολιτιστική δραστηριότητα του κινήματος ήταν μεταξύ των
λόγων που συνέβαλαν στη δίωξη του από το κεμαλικό κατεστημένο της
εποχής.
Την
ίδια εποχή ο νεαρός Έρντογαν, μαθητής σε ιεροδιδασκαλείο (İmam-Hatip)
της Κωνσταντινούπολης, εντάσσεται στις οργανώσεις νεολαίας που
συνδέονταν με το Κίνημα Εθνικής Άποψης (Milli Görüş) υπό την καθοδήγηση
του Έρμπακαν (Erbakan). Το συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα στον ισλαμικό
χώρο ήταν εντονότερο στην κομματική δραστηριότητα με συγκροτημένες
απόψεις γύρω από την ανάγκη ολοκληρωτικής κατάληψης του
κεμαλικού-κοσμικού κράτους, καθώς και σε ζητήματα ισλαμικής
κοινωνικο-οικονομικής συγκρότησης ως εργαλείο ισχυροποίησης της Τουρκίας
ανάμεσα στον Ισλαμικό κόσμο. Κινήματα της ισλαμικής διανόησης όπως η
Μεγάλη Ανατολή (Büyük Doğu) και η Αναγέννηση (Diriliş), καθώς και οι
ισλαμικές αδελφότητες των Νακσιμπεντί (Nakşibendi), συσπειρώθηκαν γύρω
από τα κόμματα που ίδρυσε ο Έρμπακαν τη δεκαετία του 1970 και 1980,
συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ισλαμικού χώρο τόσο σε πολιτικό, όσο και
σε οικονομικό επίπεδο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τελικά επικράτησε ένας
ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγαλύτερων ισλαμικών ρευμάτων στην Τουρκία.
Όταν
το 1994 ο Έρντογαν ως το «νέο αστέρι» του Ισλάμ, εκλέγεται δήμαρχος
Κωνσταντινούπολης με το ψηφοδέλτιο του Κόμματος Ευημερίας του πολιτικού
του πατέρα Έρμπακαν, το κίνημα Γκιούλεν συγκροτούσε μια παράλληλη «μη
κομματική» κοινωνική δύναμη. Αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες «σιωπηλής
επανάστασης» όπως η συνάντηση του Γκιούλεν με τον Πάπα, το κίνημα
προωθήθηκε από διάφορους κύκλους ως η μετριοπαθής εναλλακτική επιλογή
απέναντι στο ισχυροποιημένο τμήμα του «σκληρού» Ισλάμ της Εθνικής
Άποψης. Όμως το «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα του 1997 που ανέτρεψε την
κυβέρνηση Έρμπακαν, εμπόδισε την εξέλιξη της πιο πάνω διαφοροποίησης και
ενεργοποίησε τις διαδικασίες οριστικής διάσπασης στο Κίνημα Εθνικής
Άποψης σε δύο πτέρυγες: την ανανεωτική και την παραδοσιακή.
Ως
αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Γκιουλέν εγκαταλείπει την Τουρκία και
εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, ενώ η ανανεωτική πτέρυγα με επικεφαλής τον
Έρντογαν και τον Γκιούλ ξεκινούν τις διαδικασίες κομματικής
διαφοροποίησης, οι οποίες κατέληξαν στην ίδρυση του ΑΚΡ το καλοκαίρι του
2001. Η συγκυρία των αρχών του 21ου αιώνα αποδείχτηκε τελικά
ευνοϊκή για τη συνεργασία Γκιουλέν-ΑΚΡ. Η επιλογή της νεοφιλελεύθερης
μεταρρύθμισης της Τουρκίας και η περαιτέρω ενσωμάτωση της στο παγκόσμιο
σύστημα ήταν η ιδεολογική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η συμπόρευση
τους. Κεντρικός στόχος συνένωσης των δύο ρευμάτων ήταν η
«αποκεμαλοποίηση» της χώρας τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και σε
επίπεδο κρατικών δομών.
Η
χαλαρή και σε πολλές περιστάσεις ανομολόγητη συνεργασία Γκιουλέν-ΑΚΡ,
μετατράπηκε σε μια ευρεία πολιτική συμμαχία το 2007 μετά το
«διαδικτυακό» πραξικόπημα και την προσπάθεια του στρατού να εμποδίσει
την εκλογή Γκιούλ στο ύπατο αξίωμα της χώρας. Τότε έγινε πλήρως
κατανοητό ότι έφτασε η στιγμή για την οριστική ρήξη με το στρατιωτικό
κατεστημένο. Το κίνημα Γκιουλέν και το ΑΚΡ συγκρότησαν τη συνεργασία
τους σε σταθερότερη βάση, ενεργοποίησαν τις επιρροές που ήδη έχτισαν σε
ΜΜΕ και στη διανόηση της χώρας και τελικά επικράτησαν. Σφράγισαν τη νίκη
τους με το δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές του 2010 και
αργότερα με τις γενικές εκλογές του 2011 στις οποίες το ΑΚΡ κατάφερε το
εκπληκτικό 49.9%.
Η κορύφωση της κρίσης και η υπόθεση διαφθοράς
Αυτό
ήταν παράλληλα και το σημείο καμπής για την έναρξη αυτού που σήμερα
βιώνει η Τουρκία. Ο έντονος ανταγωνισμός για την εξουσία εκφράστηκε
αρχικά από τις μεθοδεύσεις της κοινότητας με στόχο να ενισχύσει την
επιρροή της σε νευραλγικούς τομείς του κράτους όπως η αστυνομία, οι
μυστικές υπηρεσίες και το δικαστικό σώμα.
Σε αυτά τα πλαίσια, τον
Φεβρουάριο του 2012 οι ειδικοί εισαγγελείς που ερευνούσαν την υπόθεση
μυστικών συνομιλιών της κυβέρνησης με το ΡΚΚ επιδίωξαν να συλλάβουν τον
επικεφαλής της ΜΙΤ και στενό συνεργάτη του Έρντογαν, Χακάν Φιντάν. Η
σύλληψη του αποφεύχθηκε με μια αστραπιαία κίνηση του ΑΚΡ για αλλαγή του
νόμου που αφορούσε στην κλήτευση ανώτατων κρατικών αξιωματούχων. Η
κορύφωση της σύγκρουσης σημειώθηκε μετά την πρόσφατη απόφαση του
Έρντογαν να προωθήσει νομοσχέδιο κατάργησης των φροντιστηρίων και
μετατροπής τους σε ιδιωτικά σχολεία. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των
φροντιστηρίων ανήκει στην κοινότητα και αποτελεί μια από τις
σημαντικότερες οικονομικές τις φλέβες. Η απάντηση του Γκιουλέν δεν
άργησε…
Οι συλλήψεις της 17ης
Δεκεμβρίου, αναδεικνύουν τρία σκέλη και αποκαλύπτουν ισάριθμες πτυχές
της ενδοϊσλαμικής αντιπαράθεσης. Επιχειρηματίες του κατασκευαστικού
τομέα, ο διευθυντής της τράπεζας Χαλκμπανκ, ο Δήμαρχος της περιοχής
Φάτιχ, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας, ο Υπουργός Οικονομίας, ο
Υπουργός Εσωτερικών και οι γιοι τους, καθώς και ο Υπουργός Ε.Ε
θεωρούνται πλέον ως οι κυριότεροι ύποπτοι στο μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο
διαφθοράς στη χώρα.
Το
πρώτο σκέλος της υπόθεσης έχει πιο ξεκάθαρες διεθνείς διαστάσεις. Αφορά
στην παράνομη μεταφορά χρημάτων και χρυσού προς το Ιράν διαμέσου της
συγκεκριμένης τράπεζας σε μια περίοδο μάλιστα που αυξάνονταν οι πιέσεις
των ΗΠΑ προς την Άγκυρα για εφαρμογή του οικονομικού εμπάργκο εναντίον
της Τεχεράνης. Μάλιστα το αμερικανικό Κογκρέσο ξεκίνησε εκστρατεία
συλλογής υπογραφών ενάντια στις δραστηριότητες της Χαλκμπανκ και στις
αναπτυσσόμενες σχέσεις με τον Ιράν. Η τράπεζα τελούσε υπό την στενή
παρακολούθηση των ΗΠΑ και σε σχέση με τις ενεργειακές συμφωνίες
Τουρκίας-Ιρακινού Κουρδιστάν. Η κυβέρνηση ΑΚΡ και οι Κούρδοι του Βορείου
Ιράκ συμφώνησαν στη συγκέντρωση των εσόδων από την εκμετάλλευση των
ενεργειακών πηγών στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ (ύψους 16 δις.
δολαρίων) σε λογαριασμούς της Χαλκμπανκ. Οι ΗΠΑ επίσης διεκδικούσαν
έλεγχο των εσόδων από την ενέργεια της περιοχής σε δικές τους τράπεζες.
Το
δεύτερο σκέλος της υπόθεσης διαφθοράς αγγίζει το νευραλγικό χώρο του
κατασκευαστικού τομέα και του πολεοδομικού μετασχηματισμού. Η αποκάλυψη
της εμπλοκής επιχειρηματιών και πολιτικών στελεχών της τοπικής
αυτοδιοίκησης, κτυπά την ολοκληρωμένη στρατηγική πολεοδομικής ανάπτυξης
της Τουρκίας, δηλαδή ένα από τα κυριότερα «όπλα» ηγεμονίας του ΑΚΡ. Το
κυβερνών κόμμα μέχρι σήμερα κατάφερε να ενισχύσει τον τομέα των
κατασκευών ως μια συνειδητή επιλογή μετριασμού της οικονομικής κρίσης,
ενώ την ίδια στιγμή επιδίωξε να αλλάξει την πολεοδομική ταυτότητα της
χώρας σύμφωνα με τα δικά του ιδεολογικά πρότυπα. Το κτύπημα που
επιφέρουν οι συλλήψεις, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό εάν ληφθεί υπόψη η
σχέση της αναμόρφωσης του αστικού τοπίου με την τοπική αυτοδιοίκηση
λίγους μήνες πριν τις δημοτικές εκλογές του 2014.
Το
τρίτο σκέλος της υπόθεσης επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό εξουσίας με
φόντο τόσο τον έλεγχο του κράτους, όσο και τις προεδρικές εκλογές του
2014. Η επικράτηση μιας μορφής «ερντογανικής πατριαρχίας» και η
συγκεντροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού
δεν είναι κάτι που ευχαριστεί την κοινότητα. Οι σχεδιασμοί του ΑΚΡ για
εκκαθαρίσεις στην αστυνομία, στο δικαστικό σώμα, στη γραφειοκρατία,
καθώς και η εμπέδωση του κομματικού ελέγχου στις δομές των μυστικών
υπηρεσιών, είναι μια προοπτική που αμφισβητεί την επιρροή της κοινότητας
σε δύο πολύ σημαντικές πτυχές: τον καθορισμό της οικονομικής
στρατηγικής και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Πιθανές επιπτώσεις στους πρωταγωνιστές
Η
μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το κυβερνών ΑΚΡ
είναι οι αρνητικές συνέπειες ενόψει δημοτικών εκλογών. Καθόλου τυχαία η
κοινότητα Γκιουλέν επέλεξε το θέμα της διαφθοράς στην κορύφωση της
αντιπαράθεσης με τον Έρντογαν. Το θέμα αυτό συγκεντρώνει περισσότερο τις
ευαισθησίες των θρησκευτικά συντηρητικότερων μαζών στην Τουρκία, ενώ
ταυτόχρονα αποτελεί και ζήτημα πολιτικής εξαφάνισης κομμάτων. Η σημασία
της θεματολογίας στην υπόθεση σχετίζεται ευθέως και με τις προεδρικές
εκλογές. Η πρώτη μεγάλη κρίση για το προεδρικό μέλλον του Έρντογαν είναι
οι δημοτικές εκλογές στις 30 Μαρτίου 2014. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο μπορεί
να ενταχθεί και η διαφοροποίηση μεταξύ Έρντογαν και Γκιούλ, η οποία
επίσης αναμένεται να κρίνει το μέλλον του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία.
Θα μπορούσε πάντως να σημειωθεί ότι η υπόθεση διαφθοράς αποτέλεσε ίσως
το μεγαλύτερο πλήγμα στην ηγεμονία Έρντογαν, ακόμα μεγαλύτερο και από
αυτό που επέφεραν οι δυναμικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας το
προηγούμενο καλοκαίρι.
Η
σημερινή κρίση βεβαίως έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ίδια την
κοινότητα Γκιουλέν. Μέσα από τις αποκαλύψεις για την επιρροή που ασκεί
στις δομές του κράτους ιδιαίτερα κατά την τελευταία τριετία, η κοινότητα
φαίνεται να χάνει από το κοινωνικό-φιλανθρωπικό προφίλ που διατηρούσε
για δεκαετίες τόσο εντός, όσο και εκτός Τουρκίας. Μετά τις τελευταίες
εξελίξεις και ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης, η κοινότητα πλέον θα
αντιμετωπίζεται από πολλούς ως ένα ιδεολογικο-πολιτικό κίνημα
περισσότερο «ελκυστικό» σε κριτική και αντιπαράθεση.
Η
σημερινή σύγκρουση αναμένεται να διατηρηθεί με τον ένα ή με τον άλλο
τρόπο τουλάχιστον μέχρι και τη στιγμή της οριστικοποίησης των
υποψηφιοτήτων για τις προεδρικές εκλογές. Το βάθος της αντιπαράθεσης
δείχνει σε ένα πρώτο στάδιο ότι η συμμαχία δε θα επανέλθει στα επίπεδα
των προηγούμενων χρόνων. Ταυτόχρονα μια πιο σοβαρή ένδειξη των τάσεων
των δύο πρωταγωνιστών θα εμφανιστεί με το αποτέλεσμα των δημοτικών
εκλογών του ερχόμενου Μαρτίου. Όμως σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάλυσης, η
έκβαση της αντιπαράθεσης φαίνεται ότι θα καθορίσει γενικότερα το δείκτη
σταθερότητας της ισλαμικής ηγεμονίας ή της «μετακεμαλικής» Τουρκίας. Με
λίγα λόγια, η σημερινή ενδοϊσλαμική αντιπαράθεση, φέρει πολιτικές,
κοινωνικές και οικονομικές πτυχές αναδεικνύοντας νέα ερωτηματικά για τις
αντοχές των ιδεολογικών αξόνων της νέας ταυτότητας που έχει επιβληθεί
στη χώρα. Πάντως είναι γεγονός ότι εάν εξαιρεθεί το κουρδικό κίνημα, η
πιο «απειλητική» αντιπολίτευση για το πολιτικό Ισλάμ είναι τελικά το
ίδιο το Ισλάμ. Συνεπώς οι δυναμικές που απελευθερώθηκαν εξαιτίας της
σημερινής κρίσης, διαθέτουν ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να
οδηγήσουν σε μια νέα αναδιοργάνωση του ίδιου του ισλαμικού χώρου μετά
από μια δεκαετία συνεχούς και απόλυτης κυριαρχίας.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος