Ο κοσμικός χαρακτήρας του συριακού κράτους θεμελιώνεται από τη δομή της εξουσίας του: το «στρατιωτικό καθεστώς» των Άσαντ, το οποίο αποτελεί κλασσική αυταρχική στρατιωτική διοίκηση, δεν σκόπευε να μοιραστεί την εξουσία του με τους θρησκευτικούς ηγέτες. Από τη μία πλευρά, αυτό εξασφάλιζε τη μεγάλη προοδευτικότητα του κράτους – το παραδοσιακό για ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτικών δικτατοριών τεχνοκρατικό κομμάτι της κοινωνίας επέτρεψε στη μετατροπή της Συρίας σε μία από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες του αραβικού κόσμου, αναπτύσσοντας δραστήρια την τοπική βιομηχανία – όπως την ελαφρά, τη βιομηχανία τροφίμων, όσο και την πιο περίπλοκη, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου της ηλεκτροτεχνίας, της χημικής βιομηχανίας, κατασκευάζοντας μια σειρά όπλων κλπ.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο χαρακτήρας του κράτους στη χώρα με την ισλαμική πλειοψηφία του πληθυσμού δημιουργούσε γνωστά «σημεία εντάσεων». Παραδοσιακά τους ανεκτικούς σε θέματα πίστης κατοίκους των μεγάλων πόλεων – Δαμασκός, Χαλέπι, Χομς με το παραδοσιακό μεγάλο τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού αυτό δεν τους αφορούσε, στις επαρχίες όμως είχαν ξεκινήσει να εμφανίζονται προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά εντείνονταν και εξαιτίας των ομολογιακών διαφορών – από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τη Συρία διοικούν οι εκπρόσωποι του κόμματος της Αραβικής Σοσιαλιστικής Αναγέννησης – Μπάθ – σημαντικό τμήμα της ελίτ του οποίου αποτελούν οι Αλεβίτες – ένας κλάδος του σιιτικού Ισλάμ. Ο Χαφέζ Άσαντ, ηγέτης της Συρίας από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 2000, και ο γιος του, ο εν ενεργεία πρόεδρος της χώρας Μπασάρ Άσαντ, είναι Αλεβίτες. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της Συρίας όμως αποτελείται από μουσουλμάνους σουνίτες.
Μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις, που μοιάζει περίπου με το σημερινό πόλεμο, ήταν η ισλαμική εξέγερση κατά το 1976 – 1882, απόγειο της οποίας ήταν η έφοδος του συριακού στρατού στην πόλη Χαμ. Τότε σκοτώθηκαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Με την κατάληψη της περιοχής και την εξόντωση των ηγετών της ομάδας «Αδελφοί μουσουλμάνοι» η εξέγερση καταπνίγηκε, οι ρίζες του προβλήματος όμως παρέμειναν.
Για δεύτερη φορά το «σουνιτικό χαρτί» έριξαν οι μοναρχίες του Κόλπου με την οργανωτική και πικοινωνιακή υποστήριξη της Τουρκίας και των ηγετικών δυτικών κρατών κατά τη διάρκεια της «αραβικής άνοιξης». Οι ταραχές στη Συρία, οι οποίες ξεκίνησαν με διαμαρτυρίες κατά του κοινωικο-πολιτικού συστήματος της χώρας και της διακυβέρνησης των Άσαντ, γρήγορα απέκτησαν θρησκευτικό χαρακτήτα. Οι ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες κατέλαβαν την ηγεσία στις γραμμές της ένοπλης αντιπολίτευσης.
Σήμερα, οι ομάδες αυτές, και πριν απ όλα το «Μέτωπο Αν Νουσρά» και οι όμοιοι τους, αποτελούν τη βασική μαχητική δύναμη των ληστών, οι οποίοι διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι η Δύση απέρριψε την ιδέα της ευθείας στρατιωτικής επιχείρησης κατά της Συρίας. Βασική κινητήρια δύναμη αυτών των ομάδων, κατά τη γνώμη πολλών ειδικών, είναι η εξαγωγή του ισλαμικού ριζοσπαστισμού από τη Σαουδική Αραβία και μια σειρά άλλων αραβικών κρατών – συμμάχων των ΗΠΑ, τα οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο ρίχνουν στον εξωτερικό κόσμο τις εσωτερικές του αντιθέσεις, οι οποίες έχουν προκληθεί από τη μη αποδοχή του αραβικού δρόμου συνεργασίας με την Ουάσιγκτον.
Παράγον – κλειδί στην αντισυριακή εκστρατεία ήταν ο εκπορευόμενος από τις μοναρχίες του κόλπου και τη Δύση επικοινωνιακός πόλεμος, στόχος του οποίου ήταν η κατηγορία κατά του Μπασάρ Άσαντ και του συριακού στρατού για πολεμικές επιχειρήσεις κατά του ίδιου τους του λαού. Απόγειο αυτού του πολέμου ήταν η χάλκευση στοιχείων σχετικά με τη δήθεν χρήση χημικών όπλων από το συριακό στρατό.
Πέρα από τις «χημικές», προβλήθηκαν δραστήρια και οι κατηγορίες για την προμελετημένη καταστροφή ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων και κατοικημένων περιοχών, για την εξόντωση άμαχου πληθυσμού και άλλα εγκλήματα πολέμου. Οι κατηγορίες αυτές ήταν η τυπική αφορμή για την προετοιμασία της στρατιωτικής επιχείρησης εκ μέρους της Δύσης.
Η Συρία κατάφερε να αντέξει το χτύπημα αυτό, αν και προφανώς, η οριστική εξόντωση των συμμοριών – είναι υπόθεση αρκετών ακόμη μηνών. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ήταν η υποστήριξη της Ρωσίας, η πολιτική θέση της οποίας υποχρέωσε τη Δύση να μην προβεί στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση, ενώ σε στρατιωτικό επίπεδο, υποστήριξε στις δυνατότητες του συριακού στρατού. Εξίσου σημαντική ήταν και η επικοινωνιακή υποστήριξη – τα ρωσικά ΜΜΕ, σε πρώτη γραμμή ο τηλεοπτικός σταθμός Russia Today, κατάφεραν να ενημερώσουν τους δυτικούς τηλεθεατές με την εναλλακτική πληροφόρηση για τα γεγονότα, μειώνοντας δραματικά την υποστήριξη της στρατιωτικής επιχείρησης, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης.
Ωστόσο, η απειλή κλιμάκωσης της σύγκρουσης εξακολουθεί να υπάρχει ως σενάριο και στην ίδια τη Ρωσία. Οι ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες δρουν σε όλες τις ισλαμικές περιοχές της Ρωσίας και εκτός αυτών – για παράδειγμα, στρατολογώντας οπαδούς στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις και περιοχές με σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό – τόσο μόνιμο όσο και διερχόμενο. Ο ιός του φανατισμού του «καθαρού Ισλάμ» αποδεικνύεται ιδιαίτερα γοητευτικός για τους νεοφώτιστους, οι οποίοι δεν έχουν καμιά σοβαρή πνευματική εμπειρία στα πλαίσια των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σε περίπτωση όξυνσης της κατάστασης η Ρωσία έχει όλες τις πιθανότητες να υποστεί μια ανάλογη δαιμονοποίηση από τα δυτικά ΜΜΕ, όπως η Συρία, και ο επικοινωνιακός αποκλεισμός μπορεί να είναι πολύ πιο σκληρός.
Ακόμη μεγαλύτερη απειλή υπάρχει για τα κράτη της Κεντρική Ασίας. Η Ρωσία, κάθε χρόνο δέχεται δεκάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες από τις πρώην κεντρασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες, και η οποία έχει συμφέροντα στα εδάφη αυτά, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την πιθανότητα σύγκρουσης σε αυτή την περιοχή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δράσεις εκ μέρους της Ρωσίας μοιραία θα προκαλέσουν σοβαρή πληροφοριακή αντίδραση, πράγμα που απαιτεί να δοθεί η πλέον σοβαρή προσοχή για την έγκαιρη προετοιμασία του αντίστοιχου επικοινωνιακού οπλοστασίου.
Είναι προφανές ότι οι διαφωνίες της Ρωσίας, τόσο με τη Δύση όσο και με τις χώρες του Περσικού κόλπου – συμπληρωματικά επιδεινώνουν την κατάσταση, διασφαλίζοντας στις δυνητικές ισλαμικές κινήσεις την εξωτερική υποστήριξη. Σημείο κλειδί αντίδρασης σε αυτές τις συνθήκες είναι η ενίσχυση του στρατού – αν Res ad triarios rediit (αν η υπόθεση έφτασε στις τριήρεις. Λατ.), τότε ο έλεγχος της κατάστασης έχει χαθεί. Η αντίδραση στις προβληματικές περιοχές θα πρέπει να εκδηλώνει πριν την έναρξη της σύγκρουσης – με κοινωνικά και επικοινωνιακά μέτρα, και κατά τα διάφορα στάδια της – με ενέργειες των ειδικών δυνάμεων κατά των ηγετών των ανταρτών. Εκτός από αυτό, η χρήση στρατιωτικών εργαλείων δικαιώνεται και εναντίον των ξένων βάσεων και των οπλαρχηγών που βρίσκονται εκεί – ευτυχώς η εμπειρία της εξόντωσης του Ζελιμχάν Γιανταρμπίγιεφ στο Κατάρ, υπάρχει στη Ρωσία.