21 Δεκεμβρίου 2013

Τι έχασαν οι Πέρσες / της Ρογιά Χακακιάν

Στις «ημέρες του Θεού», ο Τζέιμς Μπιούκαν (James Buchan) κατάφερε όσο κανένας -σε κάθε περίπτωση όσο κανένας δυτικός- να συλλάβει την κατάρα του Ιράν των τελευταίων τριάντα τεσσάρων ετών: «όσοι πραγματοποιούν μεγάλες επαναστάσεις ξεχνούν πως οι φυλακές και τα βασανιστήρια επιβιώνουν στο μετεπαναστατικό καθεστώς, ενώ οι καλοί τρόποι, το καλό φαΐ, οι μικρές χαρές της οικογενειακής ζωής, η λογοτεχνία κ.λπ πάνε στο διάβολο. Οι Ιρανοί δεν έχασαν μόνο όσα προσδοκούσαν -και δεν απέκτησαν ποτέ- αλλά και όσα ήθελαν περισσότερο να διατηρήσουν».

 Ο κ. Μπιούκαν, ένας Βρετανός δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος πρωτοταξίδεψε στο Ιράν το 1974, όταν ο σάχης δέσποζε ακόμα ανενόχλητος στην ιρανική πολιτική σκηνή, κι εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως απεσταλμένος των «φαϊνάσιαλ τάιμς» στη Μέση Ανατολή. Η βαθιά γνώση της περσικής λογοτεχνίας και της περσικής γλώσσας εκ μέρους του τού επιτρέπει να προσεγγίσει την ισλαμική επανάσταση του 1979 στο Ιράν με διορατικότητα και συμπόνια.

Το βιβλίο αποτελεί ένα χρονικό της ανόδου και της πτώσης του τελευταίου των Ιρανών βασιλέων Παχλαβί (Pahlavi) που έκλεισε μια μοναρχική παράδοση 2,500 ετών. Σύμφωνα με την αφήγηση του Μπιούκαν, η ταραχώδης ιστορία του Ιράν τον 20ό αιώνα μπορεί να περιγραφεί ως μια σύγκρουση μεταξύ των εκσυγχρονιστών Παχλαβί και του πανίσχυρου σιιτικού ιερατείου, υπό την ηγεσία του αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί (Ruhollah Khomeini). Οι αγιατολάχ που μετατράπηκαν σε επαναστάτες, ανέκαθεν θεωρούσαν τους κοσμικούς ηγέτες -ανεξαρτήτως αν ήταν δεσποτικοί ή δημοκράτες- ως παρέκβαση στην θεία τάξη. Όπως γράφει ο κ. Μπιούκαν, θεωρούσαν πως ήταν οι κληρικοί που «ως κληρονόμοι του προφήτη και των ιμάμηδων, είχαν αποστολή να ηγούνται της μουσουλμανικής κοινότητας».

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων εξερράγησαν κατά τη διάρκεια των κατακλυσμιαίων γεγονότων του 1978-1979, που ο κ. Μπιούκαν περιγράφει λεπτομερώς και με αφηγηματική δεξιοτεχνία: η μαζική διαδήλωση της 8ης Σεπτεμβρίου 1978 στην πλατεία Ζαλέχ της Τεχεράνης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυνάμεις ασφαλείας του σάχη άνοιξαν πυρ κατά του πλήθους, καταδικάζοντας ταυτόχρονα το καθεστώς· η εξίσου αιματηρή εμπρηστική επίθεση των χομεϊνικών στο σινεμά Ρεξ στο Αμπαντάν, με 500 σχεδόν νεκρούς· το ματοκύλισμα των στρατιωτικών και των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων του σάχη που ακολούθησε την επανάσταση· οι μαζικές εκτελέσεις των πρώην ακροαριστερών συμμάχων του Χομεϊνί υπό την καθοδήγηση του ψυχωτικού δικαστή Σαντέχ Χαλχαλί (Sadegh Khalkhali)· η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας, το Νοέμβριο του 1979· ο οκταετής πόλεμος Ιράν-Ιράκ· η υπόθεση Ιράν-κόντρα· και τέλος, η παράδοξη κηδεία του Χομεϊνί το 1989, κατά τη διάρκεια της οποίας δέκα χιλιάδες βαρυπενθούντες οπαδοί του «υπέστησαν αυτοτραυματισμούς, θερμοπληξίες και αυτοκινητιστικά ατυχήματα».

Αυτής της περιόδου προηγούνται οι περισσότερο ελπιδοφόρες «ημέρες του Θεού»: το 1926 ενθρονίζεται ο σάχης Ρεζ (Rezā), ένας επίλεκτος ιππέας της ταξιαρχίας των κοζάκων και πατριάρχης της δυναστείας των Παχλαβί. Ο συγγραφέας περιγράφει τον σάχη Ρεζά ως έναν φιλόδοξο βασιλέα, που ήθελε να μιμηθεί τον Ατατούρκ (Ataturk) της γείτονος Τουρκίας όσον αφορά τον ταχύ εκσυγχρονισμό της χώρας του. Χωρίς να παραβλέπει τα μειονεκτήματα του Ρεζά (με πρώτο την αλαζονεία) ο Μπιούκαν σημειώνει πως «ο Ρεζά υπήρξε ο σημαντικότερος Ιρανός του περασμένου αιώνα, που σφράγισε τις εξελίξεις περισσότερο κι από τον Χομεϊνί». Η ετυμηγορία του είναι βάσιμη: ο σάχης Ρεζά μετέτρεψε σχεδόν μόνος του την Περσία από μια παραπαίουσα, εξευτελισμένη πρώην αυτοκρατορία σε ένα σύγχρονο κράτος-έθνος. Ήταν τόσο μεγάλη η επιρροή του, που κατά το Β' παγκόσμιο πόλεμο υποχρεώθηκε από τους συμμάχους να παραδώσει το 1941 τον θρόνο του στον γιο του Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί (Mohammad Reza Pahlavi).

Περιγράφοντας την πεντηκονταετία της κυριαρχίας των Παχλαβί, πατέρα και υιού, ο κ. Μπιούκαν αναπτύσσει μια ριζικά διαφορετική αφήγηση από τη συνήθη στη δύση απορριπτική των Παχλαβί. Στην καρδιά της κυρίαρχης δυτικής αφήγησης βρίσκεται η άποψη πως οι σημερινές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν μπορούν να ανιχνευθούν στο πραξικόπημα του 1953, κατά τη διάρκεια του οποίου η CIA και η MI6 συμμετείχαν ενεργά στην ανατροπή του λαϊκιστή πρωθυπουργού του σάχη Μοχάμεντ Μοσαντέχ (Mohammad Mossadegh). Σύμφωνα όμως με τον κ. Μπιούκαν, πίσω από την ανατροπή του Μοσαντέχ στην πραγματικότητα βρισκόταν η ιρανή μεσαία τάξη, οι έμποροι του παζαριού και -υπεράνω όλων- ο ισλαμικός κλήρος, που εχθρευόταν τις κοσμικές απόψεις του Μοσαντέχ. Για τον ισλαμικό κλήρο, η ανατροπή του Μοσαντέχ ήταν ένα απλό επεισόδιο στην εκατονταετή προσπάθειά του να αναρριχηθεί στην εξουσία, που τελικά στέφθηκε από επιτυχία με την επικράτηση του αγιατολάχ Χομεϊνί, το 1979. Το ιστορικό δίδαγμα είναι σαφές: οι μουλάδες δεν διαμόρφωναν μιαν ενάρετη δύναμη που εμφανίστηκε έξαφνα στο προσκήνιο το 1978 στηρίζοντας στις καταπιεζόμενες μάζες που εξεγείρονταν εναντίον ενός καταπιεστή βασιλέα. Σχημάτιζαν μάλλον έναν πραγματιστικό και επίμονο πολιτικό παράγοντα, που ακολουθούσε ένα μακρόπνοο σχέδιο κατάληψης της εξουσίας.

Σταδιακά, καθώς το βιβλίο φθάνει στο 1979 και τα φοβερά χρόνια που ακολούθησαν, ο συγγραφέας μεταλλάσσεται από έγκυρο ιστορικό σε αντικειμενικό ρεπόρτερ. Περιγράφει την περιπέτεια των 444 ημερών που στην Αμερική έγινε γνωστή ως η «κρίση των ομήρων», αλλά που στην εσωτερική πολιτική του Ιράν είχε εντελώς διαφορετική σημασία: αυτό που στη διεθνή κοινότητα, ιδίως στις ΗΠΑ, θεωρήθηκε ως μια έξαλλη εκδήλωση αντιαμερικανισμού, αξιοποιήθηκε από τους χομεϊνικούς στο εσωτερικό για την εμπέδωση της εξουσίας τους. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του ηγέτη των απαγωγέων Μοχάμεντ Μουσαβί-Χοεϊνιχά (Mohammad Mousavi-Khoeiniha): «δρέψαμε όλους του καρπούς της επιχείρησής μας. Κατανικήσαμε την απόπειρα των φιλελεύθερων να ελέγξουν την κυβερνητική μηχανή». Κατά τη διάρκεια των μακρών 14 μηνών έως ότου οι Αμερικάνοι όμηροι επαναπατριστούν, στο Ιράν πραγματοποιούνταν τεκτονικές πολιτικές αλλαγές, που άλλαξαν ριζικά τη μορφή ενός ολόκληρου έθνους. Σύμφωνα με τον κ. Μπιούκαν, αυτές οι αλλαγές ήταν ραγδαίες, συχνά υπερβολικά ραγδαίες: «πριν η ισλαμική δημοκρατία απελευθερώσει τους Αμερικάνους διπλωμάτες που κρατούσε ως ομήρους, είχε εκπονήσει ένα νέο σύστημα δικαιοσύνης, είχε εξορίσει τους αντιπάλους της, είχε καλύψει τις γυναίκες της».

Ένα άλλο γεγονός που αναλύεται διεξοδικά είναι η θανατική καταδίκη που εξέδωσε ο Χομεϊνί κατά του Σαλμάν Ρούσντι (Salman Rushdie) το 1989: «δεν μου είναι κατανοητοί οι λόγοι που ο Χομεϊνί επέλεξε να καταδικάσει αυτόν τον συγγραφέα», παραδέχεται ο Μπιούκαν. Ο βαθμός στον οποίο η εξουσία του Χομεϊνί εξαρτιόταν από παντοειδείς κρίσεις (σύλληψη ομήρων, πόλεμος με το Ιράκ) συνήθως διαφεύγει και από τους πλέον διορατικούς δυτικούς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένου όπως φαίνεται και του κ. Μπιούκαν. Οι δυτικοί συγγραφείς έχουν εκπαιδευτεί να αναζητούν εμφανείς, λογικές και εύλογες εξηγήσεις στις συμπεριφορές παραφρόνων επαναστατικών καθεστώτων. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν άνθρωποι και καθεστώτα που τρέφονται από το χάος.