01 Δεκεμβρίου 2013

Συναίνεση για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας

Εχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας από τότε που η χώρα μας συνδέθηκε θεσμικά με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (1962) τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση. Εχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια από τότε που έγινε πλήρες μέλος της (1981) και περισσότερα από 10 χρόνια από τότε που η ελληνική οικονομία επίσημα υιοθέτησε το ευρώ (2002).Ολα αυτά τα χρόνια έγιναν προφανώς πολλά θετικά βήματα για τον εξορθολογισμό των πολιτικών και κοινωνικών συμπεριφορών, για τη σταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών και για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στη χώρα μας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και πολλά κενά και ελλείμματα, τόσο στο πολιτικό, στο κοινωνικό, όσο και στο οικονομικό πεδίο.

Πόσες από τις παραπάνω -τις θετικές και αρνητικές- εξελίξεις οφείλονται σε αποκλειστικά εσωτερικούς παράγοντες και πόσες μπορούν να αποδοθούν στη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να προσδιορισθεί. Να εκτιμηθεί δηλαδή με βεβαιότητα πώς θα ήταν η χώρα μας αν δεν είχε συνδεθεί θεσμικά τόσα χρόνια με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι συγκρίσεις με τις γειτονικές χώρες είναι παραπλανητικές, καθώς καμία βαλκανική χώρα δεν είχε την ίδια πολιτική πορεία με τη χώρα μας, ενώ η Τουρκία είναι μία εντελώς διαφορετική περίπτωση.

Παρά τις δυσκολίες εκτίμησης, τουλάχιστον ένα μέρος του εκδημοκρατισμού και του εξορθολογισμού της ελληνικής πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία και οικονομία ήταν σε στενή συνάφεια με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.Η σύνδεση της χώρας μας με την τότε ΕΟΚ δεν πρόλαβε, ίσως, να αποτρέψει την «αυταρχική εκτροπή», δηλαδή την επταετή στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) με όλα τα μακροχρόνια αρνητικά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά αποτελέσματά της. Ετσι η έξαρση του λαϊκισμού στην περίοδο της μεταπολίτευσης μπορεί να είναι μία από τις συνέπειες της δικτατορίας, ενώ αρκετές από τις αιτίες που οδήγησαν στην «οικονομική εκτροπή», που σημειώθηκε στη δεκαετία του 2000 και οδήγησε τη χώρα στη σημερινή βαθιά κρίση, θα μπορούσαν να αναζητηθούν στο λαϊκισμό της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Ταυτόχρονα είναι γενικά παραδεκτό ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση περιόρισε τις συνέπειες της «αυταρχικής εκτροπής» και συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Το ίδιο μπορεί να ισχυρισθεί κανείς και για την «οικονομική εκτροπή» της χώρας μας, καθώς η -έστω, λειψή- ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εμπόδισε την απόλυτη καταστροφή που θα συνέβαινε, αν η χώρα μας αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.Σήμερα, καθώς πλησιάζει το τέλος του Μνημονίου, η οικονομική πολιτική στη χώρα μας θα πρέπει να προσαρμοσθεί, όπως και σε όλες τις χώρες-μέλη, στις αρχές της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, πράγμα που συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες, καθώς δεν θα υπάρχουν πλέον περιθώρια «εύκολης» ανάπτυξης με δανεικά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Η οικονομική διαχείριση σε κάθε χώρα-μέλος απαιτεί αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και κυρίως τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια ανάπτυξη στηριγμένη σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις κάθε χώρας, χωρίς τα «δεκανίκια» των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και στις εξωτερικές συναλλαγές, που καλύπτονταν με δανεισμό. Οι δυσκολίες προφανώς θα είναι μεγαλύτερες για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα.

Αν η παρατηρούμενη τον τελευταίο καιρό συναίνεση των σημαντικότερων πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας σε ολόκληρο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα, ως προς τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, καθώς και η πλήρης συνειδητοποίηση των καταστροφικών συνεπειών που θα είχε η έξοδος από το ευρώ αρχίσει να εκδηλώνεται και με την υποστήριξη των δύσκολων αλλαγών που απαιτούνται στους θεσμούς (πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς), πέρα από το Μνημόνιο, τότε η χώρα μας θα μπορέσει ευκολότερα να ακολουθήσει το συντομότερο δρόμο για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη, διεκδικώντας περισσότερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης.
(*) καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργού