H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντέδρασε σωστά στην πρόσφατη
ανακοίνωση του πολύ χαμηλού πληθωρισμού στην ευρωζώνη, χαλαρώνοντας
περαιτέρω την πιστωτική πολιτική. Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι κατά
πόσον αυτή η απόφαση –να μειώσει το βασικό επιτόκιο από το 0,5% στο
0,25%- θα έχει
αρκετά μεγάλη επίδραση ώστε να ανεβάσει
τον πληθωρισμό από το λιγότερο του 1% σήμερα κοντά στον στόχο της ΕΚΤ
για 2%. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εναπόκειται στις αγορές
συναλλάγματος.Το χαμηλωμένο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο σίγουρα δεν θα
ανεβάσει, από μόνο του, τον πληθωρισμό, προκαλώντας αύξηση δαπανών από
επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η πρωταρχική διαδρομή από το χαμηλωμένο
επιτόκιο της ΕΚΤ προς τον υψηλότερο πληθωρισμό, θα γίνει μέσω της
συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ.
Η ισχύς του ευρώ κατά τον τελευταίο
χρόνο, έχει πιέσει χαμηλότερα τις τιμές εισαγωγών κι έχει υποχρεώσει τις
εταιρίες της ευρωζώνης να κρατούν χαμηλά τις τιμές για να είναι
ανταγωνιστικές στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Τα επιτόκια της ευρωζώνης
παραμένουν υψηλότερα από τα επιτόκια των ΗΠΑ, μια κατάσταση που
συντηρεί τις ανοδικές πιέσεις στην διεθνή αξία του ενιαίου νομίσματος. Η
αμερικανική Federal Reserve έχει μειώσει το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο
federal funds στο μόλις 0,08% κι έχει υποσχεθεί να μην το αυξήσει, όσο
το ποσοστό της ανεργίας μένει πάνω από το 6,5% και υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις ότι η αγορά εργασίας είναι δυνατή. Οι παράγοντες των
χρηματιστηρίων,στοιχηματίζουν ότι δεν πρόκειται να αυξηθεί το επιτόκιο
μέχρι τα τέλη 2014 ή το2015.
Η απόφαση της ΕΚΤ προκάλεσε
μικρή πτώση στην αξία του ευρώ
έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων. Το ευρώ διολίσθησε αμέσως
μετά την απόφαση κατά 1,5% έναντι του δολαρίου στο 1,33 δολ. ανά ευρώ.
Η
ΕΚΤ θα πρέπει να αδράξει αυτή την ευκαιρία για να υποδείξει ότι δεν την
ανησυχεί η αποκλιμάκωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, αλλά
αντίθετα την θεωρεί μέθοδο για να ανεβάσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο
του 2%. Και αν υποδείξει ότι το επιτόκιο θα μειωθεί περαιτέρω τον
Δεκέμβριο, εκτός κι αν ενισχυθεί ο πληθωρισμός κοντά στο 2%, θα πείσει
τις αγορές ότι η ΕΚΤ έχει «χαλαρή» άποψη για το φθηνότερο ευρώ.
Αν
γίνει φθηνότερο το ευρώ, θα δώσει σημαντική ώθηση σε χώρες της
ευρωζώνης όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία που έχουν πολύ μεγάλα
δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά, συνδυασμένα με χαμηλή
ανάπτυξη και πολύ χαμηλό πληθωρισμό, προκαλούν άνοδο στους συντελεστές
του εθνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ. Και οι αυξημένοι συντελεστές χρέους,
αυξάνουν τον κίνδυνο νέας ανόδου στο κόστος δανεισμού, όπως ακόμη και
την πιθανότητα πιέσεων για έξοδο από την ευρωζώνη.
Το πιο ανταγωνιστικό ευρώ
θα τονώσει την ζήτηση σε όλες της χώρες της ευρωζώνης,
αυξάνοντας τις εξαγωγές και υποχρεώνοντας τους εγχώριους αγοραστές να
υποκαταστήσουν τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες με εισαγωγές. Αν και το
χαμηλότερο ευρώ δεν θα αλλάξει τις σχετικές τιμές μεταξύ των κρατών της
ευρωζώνης, θα έχει ισχυρή επίδραση γιατί σχεδόν το μισό εμπόριο των
χωρών της ευρωζώνης γίνεται με χώρες εκτός της ευρωζώνης. Οπότε ένα
φθηνό ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρότερη ζήτηση και να τονώσει την
οικονομική δραστηριότητα.
Η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων
στην Ιταλία, την Ισπανία και άλλες ελλειμματικές χώρες έχει αποδειχθεί
δύσκολη, γιατί οι μειώσεις στις κρατικές δαπάνες και οι αυξήσεις στους
φόρους, περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Η χαμηλότερη
οικονομική δραστηριότητα προκαλεί αυξημένες μεταβιβάσεις κεφαλαίων και
μειωμένα φορολογικά έσοδα, αντισταθμίζοντας την αρχική δημοσιονομική
συρρίκνωση. Και οι πολιτικές της «λιτότητας» προκαλούν σημαντική
πολιτική αντίσταση, που καθιστά δύσκολη την επίτευξη και συντήρηση
τέτοιων πολιτικών.
Το φθηνότερο ευρώ έχει την δυνατότητα να
προκαλέσει την αυξημένη ζήτηση που καθιστά πολιτικά –και οικονομικά-
εφικτή την προώθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής η οποία θα θέσει τους
συντελεστές των εθνικών χρεών σε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης. Η ΕΚΤ
δεν χρειάζεται να στοχεύει σε πιο αδύναμο ευρώ για να πετύχει αυτές τις
σημαντικές ευνοϊκές επιδράσεις. Αλλά μια θετική στάση της ΕΚΤ απέναντι
στην πτώση του ευρώ με στόχο την άνοδο του πληθωρισμού,
θα επιτρέψει στις αγορές να πετύχουν ακριβώς αυτόν τον στόχο.
Οι
παράγοντες των αγορών θα πρέπει να θυμούνται ότι το ευρώ ξεκίνησε την
συναλλαγματική του ισοτιμία στο μόλις $1,13 και κάποια στιγμή έπεσε κάτω
από το ένα δολάριο. Η ευρωζώνη πληγώθηκε όταν το ευρώ ανήλθε πρόσφατα
κοντά στο 1,38 δολ., ενώ η στερλίνα και το γεν διολίσθησαν κατά 25%.
Μια
σημαντική πτώση του ευρώ θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη, ως διαφυγή από
τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού και ως βασικός συντελεστής για την
βελτίωση της δημοσιονομικής πολιτικής.
*Ο αρθρογράφος, πρώην πρόεδρος του Council of Economic Advisers, είναι Καθηγητής οικονομικών στο Harvard.
Τα επιτόκια της ευρωζώνης παραμένουν υψηλότερα από τα επιτόκια των ΗΠΑ, μια κατάσταση που συντηρεί τις ανοδικές πιέσεις στην διεθνή αξία του ενιαίου νομίσματος. Η αμερικανική Federal Reserve έχει μειώσει το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο federal funds στο μόλις 0,08% κι έχει υποσχεθεί να μην το αυξήσει, όσο το ποσοστό της ανεργίας μένει πάνω από το 6,5% και υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η αγορά εργασίας είναι δυνατή. Οι παράγοντες των χρηματιστηρίων,στοιχηματίζουν ότι δεν πρόκειται να αυξηθεί το επιτόκιο μέχρι τα τέλη 2014 ή το2015.
Η απόφαση της ΕΚΤ προκάλεσε μικρή πτώση στην αξία του ευρώ έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων. Το ευρώ διολίσθησε αμέσως μετά την απόφαση κατά 1,5% έναντι του δολαρίου στο 1,33 δολ. ανά ευρώ.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να αδράξει αυτή την ευκαιρία για να υποδείξει ότι δεν την ανησυχεί η αποκλιμάκωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, αλλά αντίθετα την θεωρεί μέθοδο για να ανεβάσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%. Και αν υποδείξει ότι το επιτόκιο θα μειωθεί περαιτέρω τον Δεκέμβριο, εκτός κι αν ενισχυθεί ο πληθωρισμός κοντά στο 2%, θα πείσει τις αγορές ότι η ΕΚΤ έχει «χαλαρή» άποψη για το φθηνότερο ευρώ.
Αν γίνει φθηνότερο το ευρώ, θα δώσει σημαντική ώθηση σε χώρες της ευρωζώνης όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία που έχουν πολύ μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά, συνδυασμένα με χαμηλή ανάπτυξη και πολύ χαμηλό πληθωρισμό, προκαλούν άνοδο στους συντελεστές του εθνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ. Και οι αυξημένοι συντελεστές χρέους, αυξάνουν τον κίνδυνο νέας ανόδου στο κόστος δανεισμού, όπως ακόμη και την πιθανότητα πιέσεων για έξοδο από την ευρωζώνη.
Το πιο ανταγωνιστικό ευρώ θα τονώσει την ζήτηση σε όλες της χώρες της ευρωζώνης, αυξάνοντας τις εξαγωγές και υποχρεώνοντας τους εγχώριους αγοραστές να υποκαταστήσουν τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες με εισαγωγές. Αν και το χαμηλότερο ευρώ δεν θα αλλάξει τις σχετικές τιμές μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης, θα έχει ισχυρή επίδραση γιατί σχεδόν το μισό εμπόριο των χωρών της ευρωζώνης γίνεται με χώρες εκτός της ευρωζώνης. Οπότε ένα φθηνό ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρότερη ζήτηση και να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα.
Η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στην Ιταλία, την Ισπανία και άλλες ελλειμματικές χώρες έχει αποδειχθεί δύσκολη, γιατί οι μειώσεις στις κρατικές δαπάνες και οι αυξήσεις στους φόρους, περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Η χαμηλότερη οικονομική δραστηριότητα προκαλεί αυξημένες μεταβιβάσεις κεφαλαίων και μειωμένα φορολογικά έσοδα, αντισταθμίζοντας την αρχική δημοσιονομική συρρίκνωση. Και οι πολιτικές της «λιτότητας» προκαλούν σημαντική πολιτική αντίσταση, που καθιστά δύσκολη την επίτευξη και συντήρηση τέτοιων πολιτικών.
Το φθηνότερο ευρώ έχει την δυνατότητα να προκαλέσει την αυξημένη ζήτηση που καθιστά πολιτικά –και οικονομικά- εφικτή την προώθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής η οποία θα θέσει τους συντελεστές των εθνικών χρεών σε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης. Η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να στοχεύει σε πιο αδύναμο ευρώ για να πετύχει αυτές τις σημαντικές ευνοϊκές επιδράσεις. Αλλά μια θετική στάση της ΕΚΤ απέναντι στην πτώση του ευρώ με στόχο την άνοδο του πληθωρισμού, θα επιτρέψει στις αγορές να πετύχουν ακριβώς αυτόν τον στόχο.
Οι παράγοντες των αγορών θα πρέπει να θυμούνται ότι το ευρώ ξεκίνησε την συναλλαγματική του ισοτιμία στο μόλις $1,13 και κάποια στιγμή έπεσε κάτω από το ένα δολάριο. Η ευρωζώνη πληγώθηκε όταν το ευρώ ανήλθε πρόσφατα κοντά στο 1,38 δολ., ενώ η στερλίνα και το γεν διολίσθησαν κατά 25%.
Μια σημαντική πτώση του ευρώ θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη, ως διαφυγή από τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού και ως βασικός συντελεστής για την βελτίωση της δημοσιονομικής πολιτικής.
*Ο αρθρογράφος, πρώην πρόεδρος του Council of Economic Advisers, είναι Καθηγητής οικονομικών στο Harvard.