Από τον Πόλεμο και μετά ουδέποτε το διεθνές σύστημα βρέθηκε σε τόσο εύθραυστη ισορροπία. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, οι ιδεολογίες δεν αποτελούν πια το πρόσχημα ανταγωνισμού, έμειναν γυμνά τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Εκείνο, ωστόσο, που ξεχωρίζει την εποχή μας είναι ότι ποικίλες οξείες εσωτερικές διαμάχες όχι
μόνο στις αδύναμες αλλά και στις χώρες που μπορούν ή θέλουν να
κυριαρχήσουν στον Κόσμο, αναβάλλουν, εκτρέπουν ή ματαιώνουν τις προσπάθειες των εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Οι κυβερνήσεις και των ισχυρών χωρών οικειοθελώς υποκύπτουν σε
εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας, οικονομικά και άλλα, ή αποδεικνύονται
αδύναμες να τους αντισταθούν. Οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον παράγων εξισορρόπησης, εκπρόσωπος του «γενικού συμφέροντος»
(κυριαρχίας με ανοχή/συναίνεση) αλλά είναι μόνο ένα από τα κέντρα
εξουσίας, σπαρασσόμενο και αυτό εσωτερικά. Πολλοί αποδίδουν σημασία στον
πολυπολικό Κόσμο, την (σχετική) εξισορρόπηση στο πλανητικό επίπεδο. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι η κατανομή της εξουσίας στο εσωτερικό της κάθε χώρας σε αντιτιθέμενα κέντρα συμφερόντων. Η Κοινή Γνώμη χειραγωγείται αλλά η ασφυκτική πίεση που ασκούν τα Μέσα Προπαγάνδας εξοργίζει καθώς η πραγματικότητα διαψεύδει συνεχώς τα επισήμως λεγόμενα.
Επικρατεί σύγχυση, επιφυλακτικότητα και φόβος επειδή δεν υπάρχει, πράγμα σχετικά ασυνήθιστο, αντίπαλο δέος.
Ικανό να πείσει ότι φέρει φως στο σκοτάδι, έστω αμυδρό. Σε κάθε
ιστορική περίοδο όταν ένα σύστημα εξουσίας καρκινοβατούσε εμφανίζονταν,
ως αιτία ή ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κρατούντων, διάδοχος πόλος. Η αστική Δημοκρατία έχει επιδείξει έως τώρα σχεδόν αστείρευτη ικανότητα προσαρμογών και
αναπροσαρμογών, ικανότητα να διαδέχεται τον εαυτό της. Χαρακτηριστικό
της εποχής μας είναι ότι σήμερα, στη Δύση, ο καπιταλισμός και η
Δημοκρατία, αν και δεν έχουν αντίπαλο, παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία να προσαρμοστούν στις τρέχουσες συνθήκες. Παρουσιάζουν εμφανή σημάδια αρτηριοσκλήρυνσης, παρόμοια με όσα χαρακτήριζαν την ΕΣΣΔ της τελευταίας περιόδου.
Είναι πρόωρη κάθε πρόβλεψη αν η φθίνουσα πορεία στη Δύση
υποδηλώνει αναπότρεπτη παρακμή και το τέλος της καπιταλιστικής
περιόδου. Τα γνωστά δεδομένα είναι πάντως ότι:
Πρώτον, το γεγονός ότι η φθίνουσα ζωτικότητα στη Δύση απαντάται
από δυναμική παρουσία σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι η Δύση είναι μια ήδη ξοφλημένη υπόθεση.
Δεύτερον, η
απόλυτη, πλανητική κυριαρχία του καπιταλισμού δημιουργεί συνθήκες συνολικής αποδυνάμωσης του συστήματος και πιθανών αλυσιδωτών αντιδράσεων αν σε ένα σημείο υπάρξει βαθιά ρωγμή. Τρίτον και αντίθετα από τον 20o αιώνα, η ιστορική Αριστερά, ως ιδεολογία και ως συνολική πρόταση διευθέτησης των κοινωνιών, δεν αποτελεί, σήμερα, υπολογίσιμη πολιτική δύναμη,
ικανή να ηγηθεί θεμελιωδών ανατροπών.
Παρ’ όλα αυτά η μαρξιστική
αντίληψη του Κόσμου παραμένει εν δυνάμει κινητήριος δύναμη ως
εναλλακτική λύση του σημερινού συστήματος. Εάν και εφ’ όσον
μεθερμηνευτεί (σε σχέση με το υπαρκτό παρελθόν) αποτελεσματικά από νέες,
ανενεργές προσώρας, δυνάμεις, ιδίως της διανόησης και της νεολαίας, ώστε να ανακτήσει την απαραίτητη ζωτική ορμή.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει την προλεταριοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Δεν δήλωσε ρητά ότι περιελάμβανε την αστική τάξη-αλλιώς δεν θα ήταν η
πλειοψηφία. Νόμιζε ότι θα πιάναμε το νόημα μόνοι μας, μάλλον από
αθεράπευτη αισιοδοξία. Βαθιές ρωγμές και ανατροπές δεν διαφαίνονται προς
στιγμήν αλλά παραμένουν στη σκιά, οιονεί απειλητικές.
Ο Κόσμος είναι πολυπολικός αλλά όποιος αγνοήσει την ισχύ των ΗΠΑ κινδυνεύει.
Και, παρά τις διαμαρτυρίες και τις προσπάθειες, το δολάριο παραμένει το
αναντικατάστατο διεθνές νόμισμα. Η Συρία πρόσθεσε μια νέα γεύση στο
μενού των διεθνών συσχετισμών. Αλλά ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα ούτε
άλλος μπορεί να απειλήσει σοβαρά και να επιβάλλει πειθαρχία σε άτακτους
φίλους ή συμμάχους, όπως μπορούν να το κάνουν οι ΗΠΑ, ακόμα. Προκύπτει
στην πραγματικότητα ένας Κόσμος πιο «φλου», με περιοχές αδιαφιλονίκητα
ελεγχόμενες, κατά βάση ο Δυτικός Κόσμος, όπως τον όρισε η Γιάλτα. Όπου η
διαμάχη ΗΠΑ-Γερμανίας παραμένει αυστηρά «οικογενειακή» υπόθεση της
Δύσης. Η ανήσυχη Λατινική Αμερική δεν επηρεάζει την πλανητική πολιτική, είναι ευάλωτη σε κάθε είδους επεμβάσεις. Οι δυο προσεχείς δεκαετίες θα έχουν ως θέατρο επιχειρήσεων το σύνολο του Αραβικού Κόσμου, την Τουρκία και τις γειτονικές χώρες, πρώην μέλη της ΕΣΣΔ, καθώς και την Ουκρανία. Τα Βαλκάνια και ειδικά η Ελλάδα/Κύπρος παραμένουν περιοχές ζωτικού ενδιαφέροντος για όλες τις πλευρές.
Σύντομα διαψεύστηκε η ελπίδα ότι ο πολυπολισμός ήταν η λύση για ειρήνη και ευημερία.
Η έκλειψη αδιαμφισβήτητα Μεγάλων Δυνάμεων μετέφερε το κέντρο βάρος στο
εσωτερικό των χωρών όπου η αντίδραση στην οικουμενικότητα του
νεοφιλελευθερισμού προκαλεί αναζωπύρωση των εθνικισμών. Η προώθηση της
Νέας Οικονομικής Τάξης από απρόσωπα διεθνή κέντρα, τις διαβόητες Αγορές,
γίνεται –και σωστά- αντιληπτή ως επίθεση εναντίον των ίδιων των
Εθνών/Κρατών επειδή δεν πλήττονται μόνο κάποιες τάξεις αλλά συνολικά ο
πληθυσμός.
Ο εθνικισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αυθόρμητη έκφραση της πάλης των τάξεων, από τη δεξιά οπτική,
αντίδραση στο φόβο ότι κινδυνεύει η συνοχή της (εθνικής)
συλλογικότητας. Έχει, δηλαδή, κοινωνική βάση και αίτια, δεν ξορκίζεται
με αναθέματα. Χαρακτηριστικό του εθνικισμού είναι η αυτοαναφορά, έχει
επίκεντρο τον ίδιο τον (εθνικό) εαυτό του, επικαλούμενος το εθνικό
σύνολο. Ο «εθνικισμός» της ΧΑ, αντίθετα, δεν αναζητεί τις ρίζες του στο
ελληνικό εθνικό ιστορικό παρελθόν αλλά προβάλλει ξένα πρότυπα και
μάλιστα τα επαχθέστερα, όπως ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός και
ο ίδιος ο Φύρερ, σφαγέας του ελληνικού λαού. Δεν είναι απλώς
ψευδεπίγραφος, δεν είναι απλώς μίμος, έως και στο χαιρετισμό, είναι
κυριολεκτικά εκ γενετής υποτελής, όσο και το κατεστημένο που κατηγορεί. Η
αντιμετώπιση του εθνικισμού της ΧΑ θα ήταν, σε κανονικές συνθήκες,
εύκολη υπόθεση, παιχνίδι για μικρά παιδιά. Υπό τον όρο ότι τα εν λόγω
παιδιά θα αγαπούσαν την πατρίδα τους, τουλάχιστον όσο τα παιχνίδια τους.
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013.