Να κλείσει την παρένθεση ψυχρότητας στις τουρκο-γερμανικές σχέσεις που
προέκυψε με την αμείλικτη καταστολή του “κινήματος του Πάρκου Gezi” (και
τις συνωμοσιολογικού χαρακτήρα φραστικές επιθέσεις του Tayyip Erdoğan
για τον ρόλο το “ξένου παράγοντα”) επιθυμεί το Βερολίνο. Αυτό προκύπτει
από το δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters σύμφωνα με το οποίο η
γερμανική κυβέρνηση ήρε τις αντιρρήσεις της για το άνοιγμα ενός ακόμη
κεφαλαίου, του 22ου στη σειρά, των ευρωτουρκικών ενταξιακών
διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδονται, το Βερολίνο έκρινε ως “ενθαρρυντικό σημάδι”
τη “δέσμη μέτρων εκδημοκρατισμού” που παρουσίασε προ ημερών ο Τούρκος
πρωθυπουργός, εξ ου και η Καγκελάριος Merkel έδωσε εντολή στον
(απερχόμενο) υπουργό Εξωτερικών Guido Westerwelle να άρει τις γερμανικές
αντιρρήσεις. Οι σχετικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν στον Συμβούλιο
Γενικών Υποθέσεων την Τρίτη και το άνοιγμα του νέου κεφαλαίου να
πραγματοποιηθεί επί της τρέχουσας λιθουανικής προεδρίας, μέσα στις
επόμενες εβδομάδες.
Υπενθυμίζεται ότι επί δυόμιση χρόνια, δεν έχει ανοίξει κανένα νέο κεφάλαιο των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων και το άνοιγμα του κεφαλαίου της Περιφερειακής Πολιτικής αποτελούσε επίμονο στόχο της ιρλανδικής προεδρίας κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ωστόσο, το timing υπήρξε προβληματικό: κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, πράγματι συμφώνησε κατ’ αρχήν στο άνοιγμα του συγκεκριμένου κεφαλαίου, παρέπεμψε όμως την λήψη της τελικής απόφασης για το φθινόπωρο, έπειτα από αίτημα της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας, καθώς ήταν νωπή η καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Το επιχείρημα που προβλήθηκε τότε μεταξύ των “28” ήταν η ανάγκη να ληφθεί υπόψη η ετήσια έκθεση προόδου της Κομισιόν για την Τουρκία τον Οκτώβριο. Η δημοσίευση της έκθεσης προσφέρει, παρά τις επικριτικές αναφορές για τα γεγονότα του Ιουνίου, αρκετά επιχειρήματα περί της “σύγκλισης της Τουρκίας με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές”, ώστε όλες οι πλευρές να σώζουν τα προσχήματα.
Είναι χαρακτηριστική η ικανοποίηση που εξέφρασε σχετικά (αν και με καθυστέρηση, διαμαρτυρόμενος για το ότι η δημοσιοποίηση της έκθεσης συνέπεσε με την τριήμερη αργία του Eid-el-Fitr στην Τουρκία) ο Τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Egemen Bağış. Πάντως στο επίμαχο θέμα της αστυνομικής καταστολής (που άφησε πίσω της έξι νεκρούς και 8.000 τραυματίες μέσα σε δύο εβδομάδες) δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι η κυβέρνησή του δεν θα θεωρήσει ποτέ θεμιτή διεκδίκηση δικαιωμάτων την χρήση βίας και παράνομων μεθόδων, “ενάντια στην γαλήνη του έθνους”.
Η μεταστροφή του Βερολίνου έχει προφανώς και την εσωτερική πολιτική της διάσταση, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την συγκρότηση “μεγάλου συνασπισμού” μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, με τους τελευταίους να έχουν προνομιακή πρόσβαση στο τουρκικής καταγωγής εκλογικό ακροατήριο και παγίως θετική στάση (όπως άλλωστε και οι ομοϊδεάτες τους στη Γαλλία, μετά την επάνοδό τους στην εξουσία) απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Στην δε Κομισιόν, η οποία και εισηγήθηκε το άνοιγμα του κεφαλαίου περί Περιφερειακής Πολιτικής, ο “αυτοματισμός” υπέρ της διεύρυνσης είναι δεδομένος – αλλά και η βούληση να εξωθηθεί η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού σε ταχύτερους ρυθμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εκπρόσωπος του Τσέχου επιτρόπου Διεύρυνσης Štefan Füle, παρέπεμψε το θέμα της επιστροφής της περίκλειστης Αμμοχώστου σε μια συνολική συμφωνία των δύο κοινοτήτων, προσπερνώντας το σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και “βραχυκυκλώνοντας” τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που προτείνει ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης.
Το κατά πόσον βέβαια όλα αυτά έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μία ευρωπαϊκή πορεία που άρχισε με τη Συμφωνία Σύνδεσης του 1963, προχώρησε με τη Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης του 1995 και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 2005 (18 χρόνια μετά την υποβολή του αιτήματος της Άγκυρας) και δεν προσδοκάται από καμία μεριά ότι θα ολοκληρωθεί αισίως, είναι διαφορετική υπόθεση.