Oι εγχώριες μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία επέδρασαν σημαντικά στον
περιορισμό των μισθών, οδηγώντας σε σταθερό μοναδιαίο κόστος εργασίας ή
και σε μειούμενο, αυξάνοντας το μερίδιο των κερδών και το πλεόνασμα του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η Γερμανία επίσης ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη δημιουργία της ευρωζώνης. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είχε καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι καθαρές εξαγωγές της επίσης είχαν σημαντική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Θα εξετάσουμε αναλυτικά τους παράγοντες αυτούς. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το ρόλο των μισθών.
Ακολούθησε η μεταρρύθμιση γνωστή ως Schroder Agenda 2010, με στόχο την αποφυγή εκροής των γερμανικών επενδύσεων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα, η λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz (από το όνομα του προέδρου της επιτροπής που τη διαμόρφωσε) και ειδικά η τέταρτη μεταρρύθμιση, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μείωσε τον καταβαλλόμενο φόρο για τους χαμηλόμισθους, μείωσε την ανεργία και κατεύθυνε όλες τις ωφέλειες της αύξησης της απασχόλησης στην γερμανική οικονομία.
Ως συνέπεια των παραπάνω το μοναδιαίο κόστος εργασίας τελμάτωσε ή μειώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το μέσον της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών του βιομηχανικού τομέα.
Η εισαγωγή του ευρώ καθόρισε, ουσιαστικά, ως μοναδικό κριτήριο της ανταγωνιστικότητας ,στην ευρωζώνη στην οποία κατευθύνονται περίπου το 50-60% των γερμανικών εξαγωγών, την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας . Αν ληφθεί υπόψη ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας των υπολοίπων χωρών την ίδια περίοδο αυξάνεται ενώ το αντίστοιχο γερμανικό μειώνεται, τότε γίνεται εύκολο αντιληπτό γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γερμανίας.
Τα στοιχεία αφήνουν ανοικτό το ζήτημα του κατά πόσον αυξήθηκε η παραγωγικότητα ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων, ή ήταν οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις οι οποίες επέκτειναν την πραγματική προσφορά εργασίας και διατήρησαν χαμηλά τους ονομαστικούς μισθούς.
Πράγματι η Γερμανία, κέρδισε ανταγωνιστικότητα εντός της ευρωζώνης μέχρι το 2007, παρότι την μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της. Αυτό που διαχώρισε την γερμανική οικονομία από τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης ήταν η ασθενής αύξηση των μισθών στην Γερμανία.
Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετέβαλλαν την κατανομή του εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη. Αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας αλλά και της μειωμένης εγχώριας απορρόφησης. Η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης αυξάνει την εγχώρια αποταμίευση. Για ένα δεδομένο επίπεδο εγχώριου σχηματισμού κεφαλαίου, πάντως, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξάνει. Πάντως η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ δεν συνοδεύεται από μείωση του λόγου ιδιωτική κατανάλωση/ ΑΕΠ την ίδια περίοδο.
Το χαμηλότερο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ οδήγησε σε αυξημένο μερίδιο των αποταμιεύσεων (εταιριών και συνολικό). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι επενδύσεις στην Γερμανία μειώθηκαν παρότι όχι σημαντικά οι επενδύσεις συμβάλλοντας στο άνοιγμα μεταξύ αποταμιεύσεων – επενδύσεων το οποίο ως γνωστό είναι η άλλη όψη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στη Γερμανία ο επιχειρηματικός τομέας από δανειζόμενο κατά 6,0% του ΑΕΠ στις αρχές του 2000 μεταβλήθηκε σε δανειστή κατά 2-3% του ΑΕΠ στα τέλη της δεκαετίας του 2000, βοηθώντας στην επέκταση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διότι δεν επένδυσε στην εγχώρια αγορά αλλά τοποθέτησε την αποταμίευσή του στη συσσώρευσή του σε ξένα στοιχεία ενεργητικού . Με τον τρόπο αυτό οι καθαρές τοποθετήσεις της Γερμανίας σε ξένα περιουσιακά στοιχεία έγινε θετική.
Κόκκινη γραμμή : σύνολο οικονομίας. Μπλε γραμμή: ορυχεία και μεταποίηση.
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Γερμανίας
Πηγή: Eurostat data.
Πηγή: OECD, Economic Outlook 92, December 2012.
* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.
Η Γερμανία επίσης ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη δημιουργία της ευρωζώνης. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είχε καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι καθαρές εξαγωγές της επίσης είχαν σημαντική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Θα εξετάσουμε αναλυτικά τους παράγοντες αυτούς. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το ρόλο των μισθών.
Ο ρόλος της μείωσης των μισθών
Στη Γερμανία, μετά την αρχική έκρηξη της επανένωσης, τα εργατικά συνδικάτα στο τέλος της δεκαετίας του 1990 , συμφώνησαν να διατηρήσουν το ρυθμό αύξησης των μισθών χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της παραγωγικότητας.Ακολούθησε η μεταρρύθμιση γνωστή ως Schroder Agenda 2010, με στόχο την αποφυγή εκροής των γερμανικών επενδύσεων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα, η λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz (από το όνομα του προέδρου της επιτροπής που τη διαμόρφωσε) και ειδικά η τέταρτη μεταρρύθμιση, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μείωσε τον καταβαλλόμενο φόρο για τους χαμηλόμισθους, μείωσε την ανεργία και κατεύθυνε όλες τις ωφέλειες της αύξησης της απασχόλησης στην γερμανική οικονομία.
Ως συνέπεια των παραπάνω το μοναδιαίο κόστος εργασίας τελμάτωσε ή μειώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το μέσον της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών του βιομηχανικού τομέα.
Η εισαγωγή του ευρώ καθόρισε, ουσιαστικά, ως μοναδικό κριτήριο της ανταγωνιστικότητας ,στην ευρωζώνη στην οποία κατευθύνονται περίπου το 50-60% των γερμανικών εξαγωγών, την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας . Αν ληφθεί υπόψη ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας των υπολοίπων χωρών την ίδια περίοδο αυξάνεται ενώ το αντίστοιχο γερμανικό μειώνεται, τότε γίνεται εύκολο αντιληπτό γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γερμανίας.
Τα στοιχεία αφήνουν ανοικτό το ζήτημα του κατά πόσον αυξήθηκε η παραγωγικότητα ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων, ή ήταν οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις οι οποίες επέκτειναν την πραγματική προσφορά εργασίας και διατήρησαν χαμηλά τους ονομαστικούς μισθούς.
Πράγματι η Γερμανία, κέρδισε ανταγωνιστικότητα εντός της ευρωζώνης μέχρι το 2007, παρότι την μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της. Αυτό που διαχώρισε την γερμανική οικονομία από τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης ήταν η ασθενής αύξηση των μισθών στην Γερμανία.
Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετέβαλλαν την κατανομή του εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη. Αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας αλλά και της μειωμένης εγχώριας απορρόφησης. Η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης αυξάνει την εγχώρια αποταμίευση. Για ένα δεδομένο επίπεδο εγχώριου σχηματισμού κεφαλαίου, πάντως, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξάνει. Πάντως η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ δεν συνοδεύεται από μείωση του λόγου ιδιωτική κατανάλωση/ ΑΕΠ την ίδια περίοδο.
Το χαμηλότερο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ οδήγησε σε αυξημένο μερίδιο των αποταμιεύσεων (εταιριών και συνολικό). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι επενδύσεις στην Γερμανία μειώθηκαν παρότι όχι σημαντικά οι επενδύσεις συμβάλλοντας στο άνοιγμα μεταξύ αποταμιεύσεων – επενδύσεων το οποίο ως γνωστό είναι η άλλη όψη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στη Γερμανία ο επιχειρηματικός τομέας από δανειζόμενο κατά 6,0% του ΑΕΠ στις αρχές του 2000 μεταβλήθηκε σε δανειστή κατά 2-3% του ΑΕΠ στα τέλη της δεκαετίας του 2000, βοηθώντας στην επέκταση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διότι δεν επένδυσε στην εγχώρια αγορά αλλά τοποθέτησε την αποταμίευσή του στη συσσώρευσή του σε ξένα στοιχεία ενεργητικού . Με τον τρόπο αυτό οι καθαρές τοποθετήσεις της Γερμανίας σε ξένα περιουσιακά στοιχεία έγινε θετική.
Μοναδιαίο κόστος εργασίας (2005=100)
Κόκκινη γραμμή : σύνολο οικονομίας. Μπλε γραμμή: ορυχεία και μεταποίηση.
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Γερμανίας
Ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας την περίοδο ύπαρξης του ευρώ.
1998= 100 (Σύνολο οικονομίας).Πηγή: Eurostat data.
Σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας στην ευρωζώνη
Σωρευτική αύξηση μισθών στην ευρωζώνη
Πηγή: OECD, Economic Outlook 92, December 2012.
* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.