Επιμέλεια: Βάλια Καϊμάκη 
Η αμερικανική διπλωματία διατηρεί τη Συρία στον κατάλογο των κρατών που θεωρούνται συνένοχα τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και καταγγέλλει τακτικά τα προγράμματα εξοπλισμού της χώρας
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ 2004
Του Paul-Marie de la Gorce*
Για να αποκρυπτογραφήσουμε τα όσα εξελίσσονται στη Συρία, θα γυρίσουμε σχεδόν δέκα χρόνια πίσω, σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ έχουν ολοκληρώσει την επέμβαση στο Ιράκ και στρέφουν τα μάτια τους προς τη Συρία, ασκώντας έντονες πιέσεις στη Δαμασκό.
Το θέμα των όπλων μαζικής καταστροφής έχει ήδη ανοίξει και ο Τζορτζ Μπους, στις 11 Μαΐου 2004, εκδίδει διάταγμα με κυρώσεις εναντίον της Συρίας, παρά το γεγονός ότι το συριακό καθεστώς έχει αναγκαστεί να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον.

Από τη στιγμή που ξέσπασε ο αμερικανικός πόλεμος εναντίον του Ιράκ, στη Δαμασκό είχαν πειστεί ότι ένας από τους κύριους στόχους του ήταν να ολοκληρωθεί η περικύκλωση του συνόλου Συρία-Λίβανος-Παλαιστίνη, μια περικύκλωση που είχε ξεκινήσει με τη στρατηγική εταιρική σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και στο Ισραήλ, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Πάνω από έναν χρόνο μετά, παραμένει η ίδια αβεβαιότητα: η Συρία είναι περικυκλωμένη. Έτσι εξηγούνται η πολιτική που ακολουθείται από τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ και την κυβέρνησή του, οι αποφάσεις που έχουν παρθεί για να απομακρυνθεί ο κίνδυνος μιας επικείμενης δυναμικής αναμέτρησης και ταυτόχρονα η ανάγκη να διατηρηθούν οι θέσεις που κρίνονται ουσιαστικές για την ίδια την ανεξαρτησία της χώρας.

Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, οι απειλές έγιναν συγκεκριμένες. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ήταν εκείνος ο οποίος υπογράμμισε, στις 28 Μαρτίου 2003, τη βοήθεια στον ιρακινό στρατό που προσέφεραν η Συρία και το Ιράν. Λίγες μέρες αργότερα, η υπεύθυνη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Κοντολίζα Ράις, επαναλάμβανε τις κατηγορίες και τις προειδοποιήσεις, αλλά αυτή τη φορά απευθύνοντάς τις μόνο στη Συρία. Και στις 3 Μαΐου, ο υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ, πήγε ο ίδιος στη Δαμασκό για να τις επισημοποιήσει.

Ύστερα από αυτό το επεισόδιο, οι Σύροι ηγέτες συνειδητοποίησαν την πιθανότητα μιας αποφασιστικής αναμέτρησης με τις ΗΠΑ. Έτσι, αναλύουν πλέον το μέλλον της περιοχής και τους κινδύνους που διατρέχει η χώρα τους υπό το πρίσμα της απειλής. Όποιες κι αν είναι οι φραστικές επιφυλάξεις τους, δεν κρύβουν ότι, κατά τη γνώμη τους, η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί, αν υπάρξει ευκαιρία, να υποκινήσει μια αντιπαράθεση, αποβλέποντας στην πτώση του σημερινού καθεστώτος και στην εγκαθίδρυση μιας πολιτικής ηγεσίας που θα συνεργάζεται στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Για να στηρίξουν τις εκτιμήσεις τους, οι ηγέτες της Δαμασκού υπενθυμίζουν ότι, ήδη μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η Ουάσιγκτον είχε ταυτίσει τα κράτη τα οποία υποψιάζεται ότι βοηθούν, φιλοξενούν ή ανέχονται τις διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις με τις χώρες που διαθέτουν όπλα μαζικής καταστροφής, βρίσκονται στη διαδικασία παραγωγής τους ή σκοπεύουν να τα αποκτήσουν.
Και προφανώς, η αμερικανική διπλωματία συνεχίζει να διατηρεί τη Συρία στον κατάλογο των κρατών που θεωρούνται συνένοχα τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και καταγγέλλει τακτικά τα προγράμματα εξοπλισμού της χώρας. Με βάση αυτά, αναλύοντας τους κινδύνους που διατρέχει η χώρα τους, επεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν μια πολιτική με στόχο να τους απομακρύνουν.

Μετά τον τερματισμό των μαχών στο Ιράκ, πέρσι, οι Σύροι ηγέτες αναρωτήθηκαν εάν έπρεπε να περιμένουν να δουν την αμερικανική κυβέρνηση, όποιες κι αν θα ήταν οι αφορμές που θα επικαλείτο, να στρέφει τις δυνάμεις της ενάντια στη Συρία, ενεργώντας, κατά κάποιον τρόπο, στο πλαίσιο των επιχειρήσεών της στο ιρακινό έδαφος. Οι προειδοποιήσεις του Ράμσφελντ και της Ράις τους προκάλεσαν φόβο και η γρήγορη νίκη εναντίον του Ιράκ θα μπορούσε να τους κάνει να πιστέψουν, στη Δαμασκό όπως και αλλού, στην ακαταμάχητη επιτυχία των αμερικανικών στρατευμάτων.

Γρήγορα, όμως, φάνηκε ότι αυτά τα στρατεύματα -το δυναμικό των οποίων επιτόπου παραμένει περιορισμένο- θα απορροφούνταν τελείως από τα καθήκοντα της κατοχής, της διοίκησης και της καταπίεσης στο Ιράκ και έμελλαν σύντομα να αντιμετωπίσουν τις πρώτες ενέργειες της Αντίστασης.

Ταυτόχρονα, στην Ουάσιγκτον, συνέχιζαν να απειλούν τη Συρία με κυρώσεις εάν δεν άλλαζε συμπεριφορά: μπαίναμε, λοιπόν, σε μια περίοδο στην οποία η Συρία θα υφίστατο ισχυρές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν μία ημέρα να καταλήξουν σε οξεία κρίση, αλλά έδιναν χρόνο στους ηγέτες της Δαμασκού να προσαρμόσουν την πολιτική τους σε αυτές.

Ποιες ήταν οι αμερικανικές απαιτήσεις; Αφορούσαν ουσιαστικά τέσσερα σημεία:
* Την ελευθερία δράσης, την οποία προσέφερε η συριακή κυβέρνηση στις παλαιστινιακές οργανώσεις που εδρεύουν στη Δαμασκό και θεωρούνται ως τρομοκρατικές από την Ουάσιγκτον.
* Τις διευκολύνσεις, για τις οποίες κατηγορούνταν η Συρία ότι προσφέρει στη λιβανική οργάνωση Χεζμπολάχ, που ταυτίζεται και αυτή με τρομοκρατικό κίνημα, και την οποία υποπτεύονταν ότι θέλει να επαναλάβει, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
* Τις αψιμαχίες εναντίον του κράτους του Ισραήλ, την πολύ άνετη υποδοχή στα άτομα και τις ομάδες που εγκατέλειπαν το Ιράκ, αφού είχαν υπηρετήσει το καθεστώς τού πρώην προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν και ήταν ικανοί να επαναλάβουν, την κατάλληλη στιγμή, τον αγώνα ενάντια στην αμερικανική κατοχή, και, τέλος,
* Την ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής, είτε στα τοπικά εργοστάσια εξοπλισμών, είτε με αγορές από άλλα κράτη.

Από αυτά τα τέσσερα σημεία, τα τρία πρώτα αναφέρονταν στη γενική κατάσταση της περιοχής: η συριακή κυβέρνηση έκρινε ότι είχε κάποιο περιθώριο ελιγμών. Για το τελευταίο, αντίθετα, επρόκειτο για την ελευθερία επιλογών και αποφάσεων της Συρίας και για τις αμυντικές δυνατότητές της, και έκρινε ότι εκεί βρισκόταν μια "κόκκινη γραμμή" που έπρεπε οι ΗΠΑ να λάβουν υπόψη.

Οι αποφάσεις που πάρθηκαν ήταν το λογικό επακόλουθο. Οι παλαιστινιακές οργανώσεις που ήταν παρούσες στη Δαμασκό κλήθηκαν να μετακομίσουν ή να περιορίσουν τις δημόσιες δραστηριότητές τους. Οι ιρακινές προσωπικότητες και το περιβάλλον τους που είχαν καταφύγει στο συριακό έδαφος εκλήθησαν να το εγκαταλείψουν. Αποφασίστηκε μια αισθητή συρρίκνωση του συριακού δυναμικού στο Λίβανο, το οποίο συγκεντρώθηκε στην κοιλάδα Μπεκάα, ώστε να μην αναμειχθεί με κανέναν τρόπο σε ενδεχόμενη επανάληψη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της Χεζμπολάχ -έτσι δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι παρεμβαίνει σε πιθανές εσωτερικές κρίσεις στο Λίβανο. Και κάτι παραπάνω: ο Άσαντ έκανε γνωστό ότι δεν θα αντιταχθεί στις επιλογές της Παλαιστινιακής Αρχής στις διαπραγματεύσεις της με το Ισραήλ, ότι δεν θα τις επικρίνει, ούτε θα ασχοληθεί με αυτές. Αλλά όλες αυτές οι χειρονομίες αρκούσαν, άραγε, για να αλλάξουν τον τόνο και τις μεθόδους της αμερικανικής πολιτικής;

Οι αντιδράσεις που καταγράφηκαν στην Ουάσιγκτον επέτρεψαν να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν. Το πιο σημαντικό, από αυτή την άποψη, συνέβη στο Κογκρέσο, σε δύο διαδοχικές φάσεις. Σε πρώτη φάση, αναγγέλθηκε ότι, στις 15 Ιουλίου 2003, ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζον Μπόλτον θα παρουσίαζε εκεί έναν πολύ σοβαρό φάκελο για το συριακό ζήτημα, στον οποίο περιλαμβάνονταν λίγο ώς πολύ σαφείς απειλές απέναντι στη Δαμασκό. Εν τέλει, η δημοσιοποίησή του αναβλήθηκε: στο υπουργείο Εξωτερικών τον έκριναν υπερβολικό και αποφάσισαν να διατηρήσουν άλλες δυνατότητες διαπραγματεύσεων.

Αλλά υπήρξαν "διαρροές" στη "New York Times" -στις 22 Ιουλίου- για την υποτιθέμενη ανάπτυξη συριακών χημικών και βιολογικών όπλων και ο Τζον Μπόλτον πήγε να παρουσιάσει την έκθεσή του, χωρίς να γνωρίζει κανείς μέχρι ποιο σημείο αυτή είχε τροποποιηθεί. Κατηγορούσε τη Συρία ότι δεν είχε δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στις αμερικανικές απαιτήσεις, και ότι, κατά συνέπεια, αποτελούσε λανθάνουσα πηγή βοήθειας στη διεθνή τρομοκρατία, μια πραγματική απειλή για την ανεξαρτησία του Λιβάνου κι έναν δυνητικό κίνδυνο για την περιοχή, εάν συνέχιζε να εφαρμόζει τα προγράμματά της για όπλα μαζικής καταστροφής. Αρκετοί λόγοι, ώστε να αποφασιστούν κυρώσεις εναντίον της. Κι αυτό υπήρξε, στην πραγματικότητα, η δεύτερη φάση: το Κογκρέσο ψήφισε, στις 11 Νοεμβρίου 2003, μια απόφαση - τη λεγόμενη Syria Accountability Act - εξουσιοδοτώντας τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να διατάξει, όταν το κάνει σκόπιμο, τις κυρώσεις που ανταποκρίνονται στον κίνδυνο που συνεχίζει να αντιπροσωπεύει η Συρία, κατά τη γνώμη της Ουάσιγκτον.

Στη Δαμασκό, συμπέραναν ότι μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση αντιτίθενται δύο ρεύματα, από τα οποία κανένα δεν έχει ακόμη επικρατήσει οριστικά. Σύμφωνα με το πρώτο, θα έπρεπε να αξιοποιηθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα η ευκαιρία μιας κρίσης που θα έφερνε σε δυσκολία το μπααθικό καθεστώς σε σημείο που να προκαλέσει την πτώση του, έπειτα από δραστικές κυρώσεις ή ακόμη και στρατιωτικές πιέσεις. Σύμφωνα με το άλλο, το οποίο μάλλον έχει τη μεγαλύτερη επιρροή, ο στόχος είναι να απομονωθεί η Συρία και να στερηθεί από κάθε δυνατότητα δράσης ή επιρροής στην περιοχή - και συνεπώς και από τις πολιτικές διευθετήσεις που μπορεί να προκύψουν.

Συνολικά, οι Σύροι ηγέτες έκριναν ότι ο στόχος τους είχε επιτευχθεί: καμιά άμεση στρατιωτική απειλή δεν βάραινε πάνω στη χώρα τους, οι κυρώσεις που είχε επιτρέψει το Κογκρέσο δεν είχαν ακόμη υιοθετηθεί και η Δαμασκός μπορούσε ακόμη να αποφασίζει κυρίαρχα για την πολιτική της και για τα αμυντικά μέσα της. Τότε επικράτησε στη Δαμασκό μια σύντομη περίοδος αισιοδοξίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είχαν ήδη βουλιάξει στο Ιράκ με την ανάπτυξη της Αντίστασης, σίγουρα δεν ενδιαφέρονταν να αυξήσουν τα βάρη που είχαν στην περιοχή ξεκινώντας νέες περιπέτειες. Οι κυρώσεις που προετοιμάζονταν στην Ουάσιγκτον αναβλήθηκαν δύο φορές: μετά τη δολοφονία, στις 22 Μαρτίου 2004, του σεΐχη Γιασίν, η οποία απειλούσε να προκαλέσει σοβαρές ταραχές σε ολόκληρη την περιοχή, και ύστερα, όταν η ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, τη στιγμή της υπόθεσης της Φαλούτζα, δημιουργούσε φόβους για μια γενικότερη ανάφλεξη - μολονότι ο εκπρόσωπος του εκεί αμερικανικού επιτελείου επικαλέστηκε δημοσίως τη βοήθεια που δεχόταν, κατά τη γνώμη του, η ιρακινή Αντίσταση μέσω των συριακών συνόρων. Αρκετοί λόγοι για να πιστέψουν, στη Δαμασκό, ότι το λιγότερο εχθρικό ρεύμα απέναντι στη Συρία ήταν κυρίαρχο στην Ουάσιγκτον και ότι μπορούσαν ακόμη και να σταθεροποιήσουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

Τότε συνέβησαν τρία επεισόδια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σοβαρές ταραχές προκλήθηκαν, τον Μάρτιο του 2004, στην κουρδική περιοχή κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Εξηγούνται προφανώς από την τοπική κατάσταση. Αλλά, επικαλούμενοι τον ρόλο που παίζουν οι Κούρδοι παραδοσιακά στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και τη βία των διαδηλώσεων στις οποίες έκαιγαν την εθνική σημαία, οι Σύροι ηγέτες τις απέδωσαν στην υπόγεια δράση των κουρδικών κομμάτων του Ιράκ, συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, ή στις ίδιες τις αμερικανικές υπηρεσίες.

Ύστερα από αυτά, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους κατέληξε, στις 11 Μαΐου 2004, να εκδώσει το διάταγμα με τις κυρώσεις που είχαν προβλεφθεί εναντίον της Συρίας. Μολονότι η ακύρωση των αεροπορικών επικοινωνιών δεν είναι παρά συμβολική, αφού κανένα συριακό αεροπλάνο δεν προσγειώνεται σε αμερικανικό έδαφος, τα άλλα μέτρα μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις. Θα μπορούσαν να εμποδίσουν μια σειρά από εισαγωγές -μαζί και αυτών που προέρχονται από τρίτες χώρες, αλλά οι οποίες περιλαμβάνουν σε ποσοστό πάνω από 10% αμερικανικά προϊόντα-, να απαγορεύσουν τις συναλλαγές σε συνάλλαγμα (η Εμπορική Τράπεζα κατηγορείται ότι ξεπλένει χρήματα της τρομοκρατίας), να καταλήξουν στο πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων προσωπικοτήτων του καθεστώτος, κυρίως στο Λίβανο, με απρόβλεπτες συνέπειες στο τραπεζικό σύστημα αυτής της χώρας και, τέλος, να πλήξουν τις σημαντικές συριακές κοινότητες της βόρειας Αμερικής.

Ακόμη πιο επιθετική θεωρήθηκε η αμερικανική συμπεριφορά απέναντι στις σχεδιαζόμενες συμφωνίες συνεργασίας ανάμεσα στη Συρία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί κανένας, στη Δαμασκό, δεν αμφιβάλλει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πίσω από τα διαβήματα που έγιναν από ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη -τη Βρετανία, την Ολλανδία, αλλά επίσης τη Γερμανία, και μετά, στις 25 Μαΐου 2004, από τα 25 κράτη-μέλη-, ώστε αυτές οι συμφωνίες να μη γίνουν δεκτές παρά μόνο με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη από τη Συρία κάθε προγράμματος για όπλα μαζικής καταστροφής.

Αυτός ο όρος δεν είχε αναφερθεί ποτέ μέχρι τώρα σε καμιά συμφωνία συνεργασίας που έχει συνάψει η Ευρωπαϊκή Ένωση με άλλα κράτη. Στη Δαμασκό το θεώρησαν ως χειρονομία, η οποία στρέφεται σαφώς ενάντια στα συριακά συμφέροντα, αλλά επίσης ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας των αμερικανικών πιέσεων στην Ε.Ε., μέσω κυβερνήσεων που παραδοσιακά ή ευκαιριακά συμπαρατάσσονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σημαίνει ότι η συριακή κυβέρνηση δεν απομακρύνει καθόλου από την προοπτική της την πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης.

Το πιο πιθανό, αλλά επίσης ίσως το χειρότερο, σενάριο έχει ως αφετηρία τον κλονισμό που προκάλεσαν σε όλες τις σιιτικές κοινότητες της περιοχής, και κατ' αρχάς στο Ιράν, οι επιθέσεις των αμερικανικών δυνάμεων στην Καρμπάλα και τη Νατζάφ, και μια ενδεχόμενη επανάληψη της δυναμικής αναμέτρησης ανάμεσα σε αυτές και τη σιιτική αντίσταση στο Ιράκ. Σε αυτή την περίπτωση, η λιβανική Χεζμπολάχ, είτε με δική της πρωτοβουλία, είτε ωθούμενη από την ιρανική κυβέρνηση, θα μπορούσε να απαντήσει με μια πιο άμεση βοήθεια στην παλαιστινιακή αντίσταση.

Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το τι θα αποφασίσει τότε η ισραηλινή κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν είχε ήδη την ευκαιρία να το πει: θα θεωρήσει τη Συρία υπεύθυνη για ό,τι κάνει η Χεζμπολάχ και η ισραηλινή στρατιωτική απάντηση θα στραφεί ευθέως ενάντια στις συριακές δυνάμεις στο Λίβανο, και ίσως ενάντια σε στρατιωτικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις σε συριακό έδαφος. Εκεί έγκειται ο πιο προφανής κίνδυνος που θα προκαλούσε μια κρίση στη Συρία.

Στο κάτω-κάτω, ούτε λίγο ούτε πολύ είναι η ιρακινή αντίσταση εκείνη που μέτρησε περισσότερο για να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από κάθε δράση μεγάλης κλίμακας ενάντια στα γειτονικά κράτη: οι Σύροι ηγέτες είναι οι πρώτοι που το αναγνώρισαν. Οι αποφάσεις τους έχουν, κι αυτές επίσης, συμβάλει στο να απομακρύνουν τους άμεσους κινδύνους αντιπαραθέσεων. Αλλά γνωρίζουν ότι η πολιτική τους μοιάζει ήδη με ένα στενό μονοπάτι στην άκρη του βουνού.

Το να διατηρήσει ακέραια τη θέση της για την ελευθερία πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών, το να αρνηθεί ιδιαίτερα να εγκαταλείψει το πρόγραμμα εξοπλισμών -όσο περιορισμένο κι αν είναι αυτό στην πραγματικότητα- για όσο διάστημα το Ισραήλ μπορεί να αναπτύσσει τις δυνατότητές του για μαζική καταστροφή με τα πυρηνικά όπλα του, αυτό για τη Δαμασκό σημαίνει ότι αναλαμβάνει τον κίνδυνο να υποστεί και άλλες πιέσεις, ακόμη και νέες πρωτοβουλίες από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών.

 Εάν υπέκυπτε σε αυτές θα σήμαινε, για το καθεστώς, ότι θέτει σε κίνδυνο το βάθρο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί και στηρίζεται εδώ και δεκαετίες: τον αδιαπραγμάτευτο εθνικισμό του, τη διακηρυγμένη θέλησή του για ανεξαρτησία και το κύρος που αντλεί από αυτήν τόσο στο εξωτερικό όσο και απέναντι στον δικό του πληθυσμό.
* Ο Paul-Marie de la Gorce είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του «Dernier Empire», Grasset, Παρίσι 1996.