Γράφει ο Σταύρος ΛυγερόςΤΕΛΙΚΩΣ, το Μέγαρο
Μαξίμου όχι μόνο δεν έχει εγκαταλείψει τη θεωρία των δύο άκρων, αλλά και
ούτε καν την έχει βάλει στο ράφι. Δεν είναι μόνο η εμμονή του Λαζαρίδη,
ο οποίος, την επομένη της δολοφονίας του Φύσσα, είχε δηλώσει ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ είναι εκτός συνταγματικού τόξου. Η δήλωση Σαμαρά στις ΗΠΑ ότι
μετά τη Χρυσή Αυγή θα αντιμετωπίσει και το άλλο άκρο, που είναι εναντίον
της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις του.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο επιδιώκει την πόλωση, με σκοπό η Ν.Δ. να αναδειχθεί σε πολιτικό εκφραστή και κορμό όχι μόνο του μνημονιακού τόξου, αλλά και του συνταγματικού τόξου, το οποίο, βεβαίως, προσαρμόζει στα μέτρα του. Η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ διευκολύνει τη στρατηγική του Σαμαρά. Λόγω και της επιλογής του Βενιζέλου, το άλλοτε κραταιό Κίνημα έχει στην πράξη μετατραπεί σε δορυφόρο της Ν.Δ.
Το γεγονός ότι το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει πριμ 50 εδρών και κατ’ επέκτασιν το εισιτήριο για να σχηματίσει κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη σχεδόν δημοσκοπική ισοδυναμία Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, ωθεί εκλογικά την «παράταξη του μνημονίου» στην αγκαλιά των «γαλάζιων». Στο Μέγαρο Μαξίμου, όμως, φοβούνται ότι οι εκλογικές εισροές από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ίσως τελικώς αποδειχθούν ανεπαρκείς για να εξασφαλίσουν στη Ν.Δ. την πρώτη θέση. Γι’ αυτό και επιχειρούν να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κεντρικό επιχείρημα ήταν μέχρι πρότινος ότι δεν διαθέτει εναλλακτικό σχέδιο κι ότι η απεμπλοκή από το μνημόνιο θα προκαλούσε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και οικονομικό χάος. Η κριτική αυτή έχει κάποια βάση και γι’ αυτό επηρεάζει τη στάση των ψηφοφόρων. Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων, όμως, εκ των πραγμάτων διαβρώνει την εμβέλεια της ρητορικής περί μονοδρόμου, γεγονός που συρρικνώνει την αθροιστική εκλογική επιρροή της «παράταξης του μνημονίου».
Τα μικρομεσαία στρώματα, που βλέπουν τις σταθερές του βίου τους να ανατρέπονται βίαια, συνεχίζουν κατά κανόνα να μην εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική κυβερνητική λύση. Ο παράγοντας, όμως, που τείνει ολοένα και περισσότερο να καθορίζει την εκλογική συμπεριφορά τους είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν.
Για να μετατοπίσει σε πιο ευνοϊκό πεδίο το κέντρο βάρους της αντιπαράθεσης, το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει εδώ και καιρό προσθέσει στην πολιτική κριτική του και την αμφισβήτηση της νομιμοφροσύνης του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τη ρητορική που εκπορεύεται από το Μέγαρο Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική. Είναι ένα κόμμα που κινείται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας(!) και ως εκ τούτου είναι επικίνδυνο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Με άλλα λόγια, επαναπροωθείται με άλλη μορφή ο μετεμφυλιακός διχασμός της κοινωνίας. Οι θεμιτές και αναγκαίες πολιτικές διαφορές παρουσιάζονται σαν καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Αυτό σημαίνει ότι η σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής στην εξουσία ουσιαστικά αμφισβητείται, έστω και εάν δεν λέγεται ρητά. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ανοχή την οποία επέδειξε η κυβέρνηση έναντι του νεοναζιστικού κόμματος το προηγούμενο διάστημα δεν είναι άσχετη με τη θεωρία των δύο άκρων, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη μίας σχετικά ισχυρής και προκλητικής Χρυσής Αυγής. Εάν η δολοφονία του Φύσσα προέκυπτε στο πλαίσιο μίας σύγκρουσης χρυσαυγιτών και αριστερών, θα τροφοδοτούσε τον εμμέσως καλλιεργούμενο από την κυβέρνηση φόβο ότι τα δύο άκρα ωθούν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Ηταν, όμως, μία εγκληματική ενέργεια με ξεκάθαρους τους ρόλους του θύτη και του θύματος.
Το σοκ που προκάλεσε στην κοινή γνώμη η δολοφονία του Φύσσα, σε συνδυασμό με έξωθεν πιέσεις, υποχρέωσε την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του νεοναζιστικού κόμματος. Ο πόλεμος αυτός έχει το πλεονέκτημα για τον Σαμαρά ότι εκ των πραγμάτων μετατοπίζει την προσοχή της κοινής γνώμης από τη μνημονιακή πολιτική, όπου έχει απέναντί του τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, σε ένα ζήτημα όπου την έχει μαζί του. Και μόνο αυτό το γεγονός αποσυμπιέζει πολιτικά το κλίμα και διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών του. Επιπροσθέτως, στο πρωθυπουργικό επιτελείο ελπίζουν ότι η ηθική καταρράκωση της Χρυσής Αυγής και οι δικαστικές διώξεις εναντίον της θα επαναφέρουν στο νεοδημοκρατικό «μαντρί» παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους, οι οποίοι, λόγω μνημονίου, έχουν προσανατολισθεί στο κόμμα του Μιχαλολιάκου.
Δεν είναι λύση για τον Σαμαρά οι εκλογές
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ στην εξουσία, η κυβέρνηση αυτοπροβάλλεται σαν το τελευταίο ανάχωμα ενός κλυδωνιζόμενου καθεστώτος και διολισθαίνει σε τυχοδιωκτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να κάνει και το επόμενο βήμα και από τα λόγια να περάσει σε πράξεις. Οπως έχει προαναγγείλει ο Βορίδης, η κατηγορία περί εγκληματικής οργάνωσης επιστρατεύθηκε για να χρησιμοποιηθεί και εναντίον του άλλου «άκρου». Η υπόθεση στις Σκουριές, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό σημάδι.
Το γεγονός ότι από τον πόλεμο εναντίον της Χρυσής Αυγής η Ν.Δ. φαίνεται να κερδίζει πολιτικοεκλογικούς πόντους έχει αναζωπυρώσει τη φιλολογία περί πρόωρων εκλογών. Εμπόδιο, όμως, δεν είναι μόνο η κατηγορηματική αντίθεση της τρόικας. Είναι και το γεγονός ότι οι κάλπες δεν είναι λύση για τον Σαμαρά.
Το καλύτερο σενάριο για τη Ν.Δ. είναι να έρθει πρώτο κόμμα. Είναι απίθανο, όμως, να προσεγγίσει την αυτοδυναμία, ακόμα κι αν διευρυνθεί με μεταγραφές από την «εκσυγχρονιστική», σημιτικής προέλευσης Κεντροαριστερά. Με άλλα λόγια, θα έχει ανάγκη εταίρων. Ο μόνος σίγουρος εταίρος είναι το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, το οποίο είναι δεδομένο ότι από τις εκλογές θα εξέλθει ακρωτηριασμένο. Είναι πιθανόν, δηλαδή, να μην επαρκεί για τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Το πολιτικό πρόβλημα της «παράταξης του μνημονίιου» είναι ότι δεν διαθέτει πια εφεδρείες και ως εκ τούτου ο Σαμαράς δεν έχει εναλλακτικές. Αυτός είναι ο λόγος που και ο ίδιος και ο Βενιζέλος έχουν κοινό συμφέρον να κρατήσουν ζωντανή την παρούσα κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότερο. Είναι μάλλον απίθανο, όμως, αυτή να επιβιώσει και μετά τις ευρωεκλογές του 2014.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο επιδιώκει την πόλωση, με σκοπό η Ν.Δ. να αναδειχθεί σε πολιτικό εκφραστή και κορμό όχι μόνο του μνημονιακού τόξου, αλλά και του συνταγματικού τόξου, το οποίο, βεβαίως, προσαρμόζει στα μέτρα του. Η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ διευκολύνει τη στρατηγική του Σαμαρά. Λόγω και της επιλογής του Βενιζέλου, το άλλοτε κραταιό Κίνημα έχει στην πράξη μετατραπεί σε δορυφόρο της Ν.Δ.
Το γεγονός ότι το πρώτο κόμμα εξασφαλίζει πριμ 50 εδρών και κατ’ επέκτασιν το εισιτήριο για να σχηματίσει κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη σχεδόν δημοσκοπική ισοδυναμία Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, ωθεί εκλογικά την «παράταξη του μνημονίου» στην αγκαλιά των «γαλάζιων». Στο Μέγαρο Μαξίμου, όμως, φοβούνται ότι οι εκλογικές εισροές από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ίσως τελικώς αποδειχθούν ανεπαρκείς για να εξασφαλίσουν στη Ν.Δ. την πρώτη θέση. Γι’ αυτό και επιχειρούν να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κεντρικό επιχείρημα ήταν μέχρι πρότινος ότι δεν διαθέτει εναλλακτικό σχέδιο κι ότι η απεμπλοκή από το μνημόνιο θα προκαλούσε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και οικονομικό χάος. Η κριτική αυτή έχει κάποια βάση και γι’ αυτό επηρεάζει τη στάση των ψηφοφόρων. Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων, όμως, εκ των πραγμάτων διαβρώνει την εμβέλεια της ρητορικής περί μονοδρόμου, γεγονός που συρρικνώνει την αθροιστική εκλογική επιρροή της «παράταξης του μνημονίου».
Τα μικρομεσαία στρώματα, που βλέπουν τις σταθερές του βίου τους να ανατρέπονται βίαια, συνεχίζουν κατά κανόνα να μην εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική κυβερνητική λύση. Ο παράγοντας, όμως, που τείνει ολοένα και περισσότερο να καθορίζει την εκλογική συμπεριφορά τους είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν.
Για να μετατοπίσει σε πιο ευνοϊκό πεδίο το κέντρο βάρους της αντιπαράθεσης, το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει εδώ και καιρό προσθέσει στην πολιτική κριτική του και την αμφισβήτηση της νομιμοφροσύνης του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τη ρητορική που εκπορεύεται από το Μέγαρο Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα αντίπαλο κόμμα με διαφορετική ιδεολογία και πολιτική. Είναι ένα κόμμα που κινείται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας(!) και ως εκ τούτου είναι επικίνδυνο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Με άλλα λόγια, επαναπροωθείται με άλλη μορφή ο μετεμφυλιακός διχασμός της κοινωνίας. Οι θεμιτές και αναγκαίες πολιτικές διαφορές παρουσιάζονται σαν καθεστωτικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Αυτό σημαίνει ότι η σταθεροποιητική αρχή της εναλλαγής στην εξουσία ουσιαστικά αμφισβητείται, έστω και εάν δεν λέγεται ρητά. Πρόκειται για βαθιά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, ο οποίος υπονομεύει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ανοχή την οποία επέδειξε η κυβέρνηση έναντι του νεοναζιστικού κόμματος το προηγούμενο διάστημα δεν είναι άσχετη με τη θεωρία των δύο άκρων, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη μίας σχετικά ισχυρής και προκλητικής Χρυσής Αυγής. Εάν η δολοφονία του Φύσσα προέκυπτε στο πλαίσιο μίας σύγκρουσης χρυσαυγιτών και αριστερών, θα τροφοδοτούσε τον εμμέσως καλλιεργούμενο από την κυβέρνηση φόβο ότι τα δύο άκρα ωθούν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Ηταν, όμως, μία εγκληματική ενέργεια με ξεκάθαρους τους ρόλους του θύτη και του θύματος.
Το σοκ που προκάλεσε στην κοινή γνώμη η δολοφονία του Φύσσα, σε συνδυασμό με έξωθεν πιέσεις, υποχρέωσε την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του νεοναζιστικού κόμματος. Ο πόλεμος αυτός έχει το πλεονέκτημα για τον Σαμαρά ότι εκ των πραγμάτων μετατοπίζει την προσοχή της κοινής γνώμης από τη μνημονιακή πολιτική, όπου έχει απέναντί του τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, σε ένα ζήτημα όπου την έχει μαζί του. Και μόνο αυτό το γεγονός αποσυμπιέζει πολιτικά το κλίμα και διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών του. Επιπροσθέτως, στο πρωθυπουργικό επιτελείο ελπίζουν ότι η ηθική καταρράκωση της Χρυσής Αυγής και οι δικαστικές διώξεις εναντίον της θα επαναφέρουν στο νεοδημοκρατικό «μαντρί» παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους, οι οποίοι, λόγω μνημονίου, έχουν προσανατολισθεί στο κόμμα του Μιχαλολιάκου.
Δεν είναι λύση για τον Σαμαρά οι εκλογές
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ στην εξουσία, η κυβέρνηση αυτοπροβάλλεται σαν το τελευταίο ανάχωμα ενός κλυδωνιζόμενου καθεστώτος και διολισθαίνει σε τυχοδιωκτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να κάνει και το επόμενο βήμα και από τα λόγια να περάσει σε πράξεις. Οπως έχει προαναγγείλει ο Βορίδης, η κατηγορία περί εγκληματικής οργάνωσης επιστρατεύθηκε για να χρησιμοποιηθεί και εναντίον του άλλου «άκρου». Η υπόθεση στις Σκουριές, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό σημάδι.
Το γεγονός ότι από τον πόλεμο εναντίον της Χρυσής Αυγής η Ν.Δ. φαίνεται να κερδίζει πολιτικοεκλογικούς πόντους έχει αναζωπυρώσει τη φιλολογία περί πρόωρων εκλογών. Εμπόδιο, όμως, δεν είναι μόνο η κατηγορηματική αντίθεση της τρόικας. Είναι και το γεγονός ότι οι κάλπες δεν είναι λύση για τον Σαμαρά.
Το καλύτερο σενάριο για τη Ν.Δ. είναι να έρθει πρώτο κόμμα. Είναι απίθανο, όμως, να προσεγγίσει την αυτοδυναμία, ακόμα κι αν διευρυνθεί με μεταγραφές από την «εκσυγχρονιστική», σημιτικής προέλευσης Κεντροαριστερά. Με άλλα λόγια, θα έχει ανάγκη εταίρων. Ο μόνος σίγουρος εταίρος είναι το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, το οποίο είναι δεδομένο ότι από τις εκλογές θα εξέλθει ακρωτηριασμένο. Είναι πιθανόν, δηλαδή, να μην επαρκεί για τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Το πολιτικό πρόβλημα της «παράταξης του μνημονίιου» είναι ότι δεν διαθέτει πια εφεδρείες και ως εκ τούτου ο Σαμαράς δεν έχει εναλλακτικές. Αυτός είναι ο λόγος που και ο ίδιος και ο Βενιζέλος έχουν κοινό συμφέρον να κρατήσουν ζωντανή την παρούσα κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότερο. Είναι μάλλον απίθανο, όμως, αυτή να επιβιώσει και μετά τις ευρωεκλογές του 2014.