23 Σεπτεμβρίου 2013

Η βαλκανική τραγωδία της Συρίας

Τα φιλειρηνικά δόγματα μπορεί να λένε άλλα, αλλά ο συνδυασμός της διπλωματίας με την στρατιωτική δύναμη  είναι μια ιδιαιτέρως αποτελεσματική τακτική, όπως είδαμε στη Συρία. Η αξιοπιστία της απειλής των Ηνωμένων Πολιτειών για μια στρατιωτική επέμβαση φαίνεται να οδήγησε το σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ να αποδεχτεί μια συμφωνία την οποία διαπραγματεύτηκαν οι κύριοι σύμμαχοί του, η Ρωσία και πιο έμμεσα, το Ιράν. Ο Άσαντ  τώρα εμφανίζεται διατεθειμένος να παραδώσει τα χημικά του όπλα με αντάλλαγμα την παραμονή του στην εξουσία. Τι θα συμβεί όμως στην αμερικανική αξιοπιστία και σε αυτή της Δύσης, αν καταρρεύσει η συμφωνία;
Η συμφωνία που επετεύχθη από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία πυροδότησαν ένα γενικό αίσθημα ανακούφισης  στις περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες, όπου οι πολιτικοί ηγέτες απλώς δεν είναι προετοιμασμένοι για στρατιωτική επέμβαση, ακόμη κι αν η κυβέρνηση της Συρίας σκοτώνει τον λαό της με δηλητηριώδη αέρια.  Μετά από μια δεκαετία πολέμου στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η Δύση προτιμά να μείνει στο σπίτι.  Ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Βρετανία θέλουν να εμπλακούν  σε μια σύρραξη στην Μέση Ανατολή την οποία δεν μπορούν να κερδίσουν. 
 
Πράγματι, υπάρχουν μόνο κακές επιλογές για τις ΗΠΑ στη Συρία. Η Στρατιωτική επέμβαση δεν μοιάζει να έχει χρονικό  σημείο λήξης και απλώς θα αυξήσει το χάος.  Μένοντας εκτός όμως, θα δημιουργήσει τα ίδια αποτελέσματα και θα κλονίσει δραματικά την αξιοπιστία της Αμερικής σε μια περιοχής που μαστίζεται από κρίσεις, με σοβαρές συνέπειες για το μέλλον.  Επιπλέον, η ανάπτυξη χημικών όπλων απαιτεί κλιμάκωση.
 
Από τις απαρχές της συριακής σύρραξης, οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί της δεν είχαν στρατηγική.  Ο στόχος τους είναι να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο  ή να αλλάξουν το καθεστώς; Και ποιος ή τι θα έπρεπε να αντικαταστήσει τον Άσαντ; Ή μήπως η Δύση ελπίζει σε συμβιβασμό με τη Ρωσία και το Ιράν  που θα άφηνε στην θέση του το καθεστώς του Άσαντ;  Ο τελευταίος στόχος θα έστρεφε τον άξονα της αμερικανικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή, με μακροπρόθεσμες στρατηγικές συνέπειες, επειδή ένας τέτοιος συμβιβασμός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε βάρος των σουνιτών συμμάχων της Αμερικής.
 
Ακόμη κι αν η Ρωσία και το Ιράν έχουν διαφορετικές επιδιώξεις σε σχέση με την υποστήριξη του Άσαντ, τα συμφέροντα και των δύο χωρών  είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα  με τη συνέχιση του καθεστώτος, όχι απαραίτητα με την πολιτική επιβίωση του Άσαντ. Για τη Ρωσία, η αλλαγή του καθεστώτος στη Συρία - τον τελευταίο της στρατιωτικό θύλακα στην περιοχή- θα είναι άλλη μια πικρή ήττα. Για το Ιράν, θα σημαίνει να χάσει τον σημαντικότερό σύμμαχό του στον αραβικό κόσμο, κινδυνεύοντας με ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση.

Συνεπώς, σε αντίθεση με την κωλυσιεργία της Δύσης, η στρατηγική των συμμάχων του Άσαντ είναι ξεκάθαρη: στρατιωτική νίκη του καθεστώτος, η οποία θα στηρίζεται από άπλετες παροχές όπλων  και τη βοήθεια μαχητών της Χεζμπολάχ στο πεδίο της μάχης.
 
Ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα διέπραξε ένα μοιραίο σφάλμα όταν για εγχώριους πολιτικούς λόγους αποφάσισε να ζητήσει από το Κογκρέσο να συμφωνήσει με ένα στρατιωτικό χτύπημα περιορισμένης ισχύος.  Μια απολύτως προβλεπόμενη ήττα στο Κογκρέσο θα συνιστούσε καταστροφή στην εξωτερική του πολιτική.  Και παρόλο που η ρωσική πρωτοβουλία απέτρεψε αυτή την καταστροφή, όλα έχουν ένα τίμημα.
 
Αν ο Ομπάμα πετύχει - καταστραφούν τα χημικά της Συρίας, σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος, αναλάβει μια μεταβατική κυβέρνηση την εξουσία και ΗΠΑ και Ιράν ξεκινήσουν απευθείας συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την σταθερότητα στην Μέση Ανατολή - πραγματικά θα του αξίζει το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης.
 
Αν όμως αποτύχει ο Ομπάμα, η Συρία δεν θα είναι ένα δεύτερο Ιράκ, αλλά μάλλον μια επανάληψη της Βοσνιακής δυστυχίας. Επί χρόνια, ο πόλεμος στην Βοσνία και την Ερζεγκοβίνη κλιμακωνόταν, παράλληλα με μια «διπλωματική διαδικασία» η οποία σημειώθηκε από μια σειρά υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν  και κορυφώθηκε με την σφαγή χιλιάδων πολιτών που υποτίθεται ότι βρίσκονταν υπό την προστασία του ΟΗΕ, στην Σρεμπρένιτσα.  Στο τέλος ήταν ούτως ή άλλως απαραίτητη η επέμβαση.

Είναι οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους προετοιμασμένοι για ένα σενάριο στο οποίο η συμφωνία με τη Ρωσία θα καταρρεύσει και τα χημικά όπλα της Συρίας δεν θα καταστραφούν υπό διεθνή έλεγχο;
Αυτή είναι η καίρια ηθική και πολιτική απόφαση που καλείται να λάβει η Δύση. Αν και όταν έρθει η ώρα, θα πρέπει να έχει μια απάντηση.


Ο Γιόσκα Φίσερ υπήρξε υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της γερμανικής κυβέρνησης (1998-2005).