Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των
εκλογών, η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων,
καθώς μέσα σε μερικές δεκαετίες κατόρθωσε, όχι μόνο να επουλώσει τις
πληγές του πολέμου αλλά, μετά την ενοποίησή της, να αποτελεί πλέον την
ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης.
Ευνοημένη από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και
ενισχυμένη από την πολιτική που εφάρμοσε στη δεκαετία του 2000,
αποτελεί, σήμερα για πολλούς, «υπόδειγμα» οικονομικής διαχείρισης.
Παρά τα προβλήματα σε ένα σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, κυρίως της ανατολικής πλευράς, συγκρινόμενη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και βεβαίως με τον άλλο ευρωπαϊκό πυλώνα, τη Γαλλία, η Γερμανία βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, που της επιτρέπει να ασκεί κυριαρχική επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή η επιρροή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ηγεμονία στην Ευρώπη, αν η χώρα αυτή ήθελε, μετά τις εκλογές, να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ευρωστία για να εξασφαλίσει αποδοχή της πολιτικής της από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και από αυτές που βρίσκονται στον ευρωπαϊκό Νότο και δοκιμάζονται εντονότερα από την οικονομική κρίση.
Οτρόπος διαχείρισης της κρίσης, που έχει επιβάλει η Γερμανία, περιορίζει το κόστος γι' αυτήν, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί την πεποίθηση, τουλάχιστον στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ότι αδιαφορεί για το τεράστιο κοινωνικό κόστος που τους προκαλεί. Αυτή η πολιτική δεν ζημιώνει οικονομικά τη Γερμανία, όπως πολλοί νομίζουν, γιατί έχει προσανατολίσει τις εξαγωγές της στις αναδυόμενες οικονομίες και προτιμά ένα ισχυρό ευρωπαϊκό νόμισμα, με χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια, καταστρέφει, όμως, τις πολιτικές προϋποθέσεις για να αποκτήσει πολιτική ηγεμονία σ' ολόκληρη την Ευρώπη.
Η μέθοδος, που ακολουθεί για να προωθήσει την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης και ολόκληρης της Ε.Ε., ωθεί σε ομοσπονδιακού τύπου θεσμούς. Προκαλεί, όμως, τη βάσιμη εντύπωση σε πολλές άλλες χώρες-μέλη, κυρίως του Ευρωπαϊκού Νότου, ότι οι θεσμοί αυτοί εξυπηρετούν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, την ίδια τη Γερμανία, πράγμα που υποσκάπτει την ουσιαστική νομιμοποίηση της πολιτικής της στα μάτια των πολιτών των άλλων χωρών.
Ισως, η πορεία προς μια περισσότερο ομοσπονδιακή Ευρώπη να χρειάζεται αναγκαστικές συναινέσεις και αναγκαστικές εκχωρήσεις εθνικών αρμοδιοτήτων από τις χώρες-μέλη υπό την πίεση μιας ισχυρής χώρας-μέλους, της Γερμανίας δηλαδή, αλλά η ομοσπονδία, που μπορεί να προκύπτει με τον τρόπο αυτό, είναι αμφίβολο αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των χωρών-μελών της Ενωσης.
Βέβαια, δύσκολα βρίσκει κανείς ιστορικά προηγούμενα ομοσπονδιών, οι οποίες να προέκυψαν χωρίς επιβολή των ισχυρότερων κρατών επί των λιγότερο ισχυρών. Ομως, τα όρια της επιβολής, χωρίς χρήση βίας, δεν είναι απεριόριστα και η συναίνεση των λιγότερο ισχυρών κρατών για ομοσπονδιακές λύσεις, χωρίς να εξυπηρετούνται τα βασικά εθνικά τους συμφέροντα, δεν είναι δεδομένη.
Για παράδειγμα, η επιδίωξη της Γερμανίας για τη δημιουργία ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, με αναγκαστικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών (υπό την απειλή κυρώσεων), παρουσιάζει ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά. Χωρίς όμως κάποιας μορφής αλληλεγγύη, μέσω της άσκησης κοινής ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής με κοινό προϋπολογισμό (που προφανώς έχει κόστος για τις ισχυρότερες χώρες-μέλη και όφελος για τις λιγότερο ισχυρές), δεν μπορεί να πείσει τις λιγότερο ισχυρές χώρες-μέλη για την αναγκαιότητα ομοσπονδιακής προοπτικής. Απλώς, γίνεται αναγκαστικά αποδεκτή από αυτές.
Παρομοίως, οι αναβολές, από τη γερμανική πλευρά, της δημιουργίας Τραπεζικής Ενωσης, προκειμένου αυτή να έχει χαμηλό κόστος για τις ισχυρότερες χώρες, ζημιώνουν τις λιγότερο ισχυρές, καθώς από τη δημιουργία της Τ.Ε. θα έχουν προφανή οφέλη.
Γενικότερα, η μετατροπή της γερμανικής κυριαρχίας στην Ε.Ε., σε γερμανική ηγεμονία επί της Ε.Ε., απαιτεί πολύ υψηλότερο επίπεδο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Ομως μόνο έτσι μπορεί να οδηγηθεί η Ευρώπη σε ομοσπονδιακές μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης, στην οποία οι λιγότερο ισχυρές χώρες θα συμμετέχουν με περισσότερη συναίνεση και λιγότερη επιβολή.