Το 2010 η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel διακήρυξε, προς μεγάλη
ενόχληση των μεταναστευτικών κοινοτήτων της Γερμανίας, ότι “το μοντέλο
της πολυπολιτισμικής κοινωνίας είναι ολότελα αποτυχημένο”. Τρία χρόνια
μετά, η ειρωνεία της τύχης θέλει το κόμμα της να προσέρχεται στην
εκλογική αναμέτρηση της 22ας Σεπτεμβρίου, με το πρόσφατο πλεονέκτημα της
μεγαλύτερης “διείσδυσης” στη μεταναστευτική ψήφο.
Το πολιτικό βάρος των επιλογών των μεταναστών, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, αν αναλογισθεί κανείς από τη μια τη δημογραφική κάμψη της Γερμανίας (το ένα τρίτο των παιδιών κάτω των 10 ετών έχει μεταναστευτική καταγωγή) και από την άλλη την όλο και μικρότερη προσέλευση στις κάλπες (70,8% το 2009, χαμηλότερο ποσοστό μεταπολεμικά), καθώς και τις οριακές διαφορές του τείνουν τα τελευταία χρόνια να κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Το 2002 οι Σοσιαλδημοκράτες του Gerhard Schroeder κέρδισαν την πρωτιά (και την καγκελαρία) για μόλις 9.000 ψήφους πανεθνικά. Ήδη τότε το αποτέλεσμα είχε αποδοθεί στην πολιτική απόφαση του “κοκκινο-πράσινου” κυβερνητικού συνασπισμού να απομακρυνθεί από το “δίκαιο του αίματος” στα θέματα ιθαγένειας, παραχωρώντας την ιδιότητα του Γερμανού πολίτη υπηκοότητα σε όλα τα παιδιά που γεννιούνται στη Γερμανία (εάν στην ηλικία των 18 ετών αποκηρύξουν οποιαδήποτε άλλη υπηκοότητα) και σε κάθε μετανάστη που συμπληρώνει οκτώ έτη αδιάλειπτης παρουσίας στη γερμανική επικράτεια.
Σε αυτό το φόντο, η μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα της Γερμανίας, ήτοι τα 3,4 εκατομμύρια των Τούρκων, βρέθηκε να αριθμεί 1,3 εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες τουρκικής καταγωγής, εκ των οποίων περίπου 750.000 είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.
Το ενδιαφέρον των Τουρκο-γερμανών για τα πολιτικά πράγματα ήταν κατά παράδοση περιορισμένο (με πολύ χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές από τον μέσο όρο του γενικού πληθυσμού) και οι προτιμήσεις τους σταθερά έκλιναν προς την κεντροαριστερά. Οι πρώτες δύο γενιές των Τούρκων μεταναστών είχαν το νού στραμμένο στην “πρώτη πατρίδα”, ενώ το χαμηλό εκπαιδευτικό τους επίπεδο αποθάρρυνε την συμμετοχή στα γερμανικά πράγματα. Παρά τις συντηρητικές καταβολές τους, η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε τον κύριο πολιτικό “χώρο υποδοχής” τους, εφόσον επρόκειτο κυρίως για βιομηχανικούς εργάτες που εκτιμούσαν την έμφαση των συνδικάτων στην “αλληλεγγύη”. Παράλληλα, το Κόμμα των Πρασίνων, ως ο πρώτος θιασώτης των πολυπολιτισμικών πολιτικών, κατέγραψε μεγάλα κέρδη στη μεταναστευτική ψήφο και ήδη ο συμπρόεδρός του Cem Oezdemir είναι τουρκικής καταγωγής. Επιπλέον, η στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας από την κυβέρνηση Schroeder ενίσχυσε αυτόν τον πολιτικό δεσμό με τα κόμματα της κεντρο-αριστεράς.
Όλα αυτά μοιάζουν να ανήκουν στο παρελθόν. Η μεγαλύτερη ενσωμάτωση των νεώτερων γενεών μεταναστών στη γερμανική πραγματικότητα και η ανάδυση μιας μεσαίας τάξης Τουρκο-γερμανών αναιρεί τις προηγούμενες οριοθετήσεις. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αποτελεί “ξεχασμένη υπόθεση” και οι ψηφοφόροι τουρκικής καταγωγής τείνουν να συνυπολογίζουν μεγαλύτερη γκάμα κριτηρίων στις επιλογές τους. Άλλωστε, η εικόνα της Σοσιαλδημοκρατίας στις μεταναστευτικές κοινότητες τραυματίσθηκε μετά την υπόθεση του Thilo Sarazin, του τραπεζίτη και άλλοτε ηγετικού τους στελέχους που εξέδωσε βιβλίο υπό τον τίτλο “Η Γερμανία αυτοκαταργείται”, όπου εκφράζονται ξενοφοβικές απόψεις.
Το αποτέλεσμα είναι (σύμφωνα με μέτρηση του Αυγούστου) η πρόθεση ψήφου των Τουρκο-γερμανών να κατανέμεται κατά 42,9% στους Σοσιαλδημοκράτες (έναντι 50,2% το 2009), κατά 21,6% στους Πράσινους (από 31%) και κατά 20,3% στους Χριστιανοδημοκράτες της καγκελαρίου Merkel (από 11,4%). Μικρά αλλά πλέον ενισχυμένα εμφανίζονται τα ποσοστά των Ελευθέρων Δημοκρατών και της Αριστεράς ενώ το μουσουλμανικό κόμμα BIG, που ιδρύθηκε το 2009, κινείται στο 5,2% της τουρκογερμανικής ψήφου (από 3,3%) και δεν αναμένεται να παίξει ευρύτερο ρόλο.
Μισόν αιώνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας μετανάστευσης Γερμανίας-Τουρκίας το 1961, είναι ακόμη πολλά αυτά που μένουν να γίνουν για την μεγαλύτερη ενσωμάτωση των τουρκικής καταγωγής κατοίκων της Γερμανίας. Μπορεί η Τουρκία να μην είναι πια μια χώρα που ζει από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, όμως οι Τουρκο-γερμανοί εξακολουθούν να είναι μια περίκλειστη κοινότητα. Η πολιτική της υπο-εκπροσώπηση είναι εμφανής και από το γεγονός ότι αναμένεται να εκλεγούν μόνο έξι Tουρκο-γερμανοί στη Bundestag (1% του συνόλου, έναντι 5% της αναλογίας τους στον γενικό πληθυσμό).
Οι διεκδικήσεις των τουρκικών κοινοτήτων της Γερμανίας αποβλέπουν πλέον κυρίως στην κατάργηση της απαγόρευσης της διπλής υπηκοότητας – την οποία ασφαλώς δεν διευκολύνει η διάθεση του Τούρκου πρωθυπουργού Tayyip Erdogan να λειτουργεί ως πολιτικός πάτρωνας των ομογενών του στη Γερμανία, όπως το έχει πράξει, όταν τους κάλεσε να μείνουν πιστοί στην ταυτότητά τους, προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο.
Ωστόσο, ο χριστιανικός “σκληρός πυρήνας” του κόμματος της Merkel δεν δείχνει να απωθεί τους πιο συντηρητικούς Τουρκο-γερμανούς, οι οποίοι το αντιμετωπίζουν ως μια παράταξη “με αξίες”. Η ίδια η καγκελάριος έχει προσαρμόσει τη ρητορική της δηλώνοντας ότι σε καιρούς παγκοσμιοποίησης το να είναι κανείς δίγλωσσος αποτελεί πλεονέκτημα και ότι η ίδια απλώς τόνισε την ανάγκη της κοινωνικής συνοχής (“να ακολουθούμε τους ίδιους νόμους και να μιλάμε την ίδια γλώσσα”). Ούτως ή άλλως η “προσαρμοστικότητα” (κάποιοι θα έλεγαν: ο οπορτουνισμός) της καγκελαρίου είναι παροιμιώδης.
http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1872758
Το πολιτικό βάρος των επιλογών των μεταναστών, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, αν αναλογισθεί κανείς από τη μια τη δημογραφική κάμψη της Γερμανίας (το ένα τρίτο των παιδιών κάτω των 10 ετών έχει μεταναστευτική καταγωγή) και από την άλλη την όλο και μικρότερη προσέλευση στις κάλπες (70,8% το 2009, χαμηλότερο ποσοστό μεταπολεμικά), καθώς και τις οριακές διαφορές του τείνουν τα τελευταία χρόνια να κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Το 2002 οι Σοσιαλδημοκράτες του Gerhard Schroeder κέρδισαν την πρωτιά (και την καγκελαρία) για μόλις 9.000 ψήφους πανεθνικά. Ήδη τότε το αποτέλεσμα είχε αποδοθεί στην πολιτική απόφαση του “κοκκινο-πράσινου” κυβερνητικού συνασπισμού να απομακρυνθεί από το “δίκαιο του αίματος” στα θέματα ιθαγένειας, παραχωρώντας την ιδιότητα του Γερμανού πολίτη υπηκοότητα σε όλα τα παιδιά που γεννιούνται στη Γερμανία (εάν στην ηλικία των 18 ετών αποκηρύξουν οποιαδήποτε άλλη υπηκοότητα) και σε κάθε μετανάστη που συμπληρώνει οκτώ έτη αδιάλειπτης παρουσίας στη γερμανική επικράτεια.
Σε αυτό το φόντο, η μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα της Γερμανίας, ήτοι τα 3,4 εκατομμύρια των Τούρκων, βρέθηκε να αριθμεί 1,3 εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες τουρκικής καταγωγής, εκ των οποίων περίπου 750.000 είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.
Το ενδιαφέρον των Τουρκο-γερμανών για τα πολιτικά πράγματα ήταν κατά παράδοση περιορισμένο (με πολύ χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές από τον μέσο όρο του γενικού πληθυσμού) και οι προτιμήσεις τους σταθερά έκλιναν προς την κεντροαριστερά. Οι πρώτες δύο γενιές των Τούρκων μεταναστών είχαν το νού στραμμένο στην “πρώτη πατρίδα”, ενώ το χαμηλό εκπαιδευτικό τους επίπεδο αποθάρρυνε την συμμετοχή στα γερμανικά πράγματα. Παρά τις συντηρητικές καταβολές τους, η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε τον κύριο πολιτικό “χώρο υποδοχής” τους, εφόσον επρόκειτο κυρίως για βιομηχανικούς εργάτες που εκτιμούσαν την έμφαση των συνδικάτων στην “αλληλεγγύη”. Παράλληλα, το Κόμμα των Πρασίνων, ως ο πρώτος θιασώτης των πολυπολιτισμικών πολιτικών, κατέγραψε μεγάλα κέρδη στη μεταναστευτική ψήφο και ήδη ο συμπρόεδρός του Cem Oezdemir είναι τουρκικής καταγωγής. Επιπλέον, η στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας από την κυβέρνηση Schroeder ενίσχυσε αυτόν τον πολιτικό δεσμό με τα κόμματα της κεντρο-αριστεράς.
Όλα αυτά μοιάζουν να ανήκουν στο παρελθόν. Η μεγαλύτερη ενσωμάτωση των νεώτερων γενεών μεταναστών στη γερμανική πραγματικότητα και η ανάδυση μιας μεσαίας τάξης Τουρκο-γερμανών αναιρεί τις προηγούμενες οριοθετήσεις. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αποτελεί “ξεχασμένη υπόθεση” και οι ψηφοφόροι τουρκικής καταγωγής τείνουν να συνυπολογίζουν μεγαλύτερη γκάμα κριτηρίων στις επιλογές τους. Άλλωστε, η εικόνα της Σοσιαλδημοκρατίας στις μεταναστευτικές κοινότητες τραυματίσθηκε μετά την υπόθεση του Thilo Sarazin, του τραπεζίτη και άλλοτε ηγετικού τους στελέχους που εξέδωσε βιβλίο υπό τον τίτλο “Η Γερμανία αυτοκαταργείται”, όπου εκφράζονται ξενοφοβικές απόψεις.
Το αποτέλεσμα είναι (σύμφωνα με μέτρηση του Αυγούστου) η πρόθεση ψήφου των Τουρκο-γερμανών να κατανέμεται κατά 42,9% στους Σοσιαλδημοκράτες (έναντι 50,2% το 2009), κατά 21,6% στους Πράσινους (από 31%) και κατά 20,3% στους Χριστιανοδημοκράτες της καγκελαρίου Merkel (από 11,4%). Μικρά αλλά πλέον ενισχυμένα εμφανίζονται τα ποσοστά των Ελευθέρων Δημοκρατών και της Αριστεράς ενώ το μουσουλμανικό κόμμα BIG, που ιδρύθηκε το 2009, κινείται στο 5,2% της τουρκογερμανικής ψήφου (από 3,3%) και δεν αναμένεται να παίξει ευρύτερο ρόλο.
Μισόν αιώνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας μετανάστευσης Γερμανίας-Τουρκίας το 1961, είναι ακόμη πολλά αυτά που μένουν να γίνουν για την μεγαλύτερη ενσωμάτωση των τουρκικής καταγωγής κατοίκων της Γερμανίας. Μπορεί η Τουρκία να μην είναι πια μια χώρα που ζει από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, όμως οι Τουρκο-γερμανοί εξακολουθούν να είναι μια περίκλειστη κοινότητα. Η πολιτική της υπο-εκπροσώπηση είναι εμφανής και από το γεγονός ότι αναμένεται να εκλεγούν μόνο έξι Tουρκο-γερμανοί στη Bundestag (1% του συνόλου, έναντι 5% της αναλογίας τους στον γενικό πληθυσμό).
Οι διεκδικήσεις των τουρκικών κοινοτήτων της Γερμανίας αποβλέπουν πλέον κυρίως στην κατάργηση της απαγόρευσης της διπλής υπηκοότητας – την οποία ασφαλώς δεν διευκολύνει η διάθεση του Τούρκου πρωθυπουργού Tayyip Erdogan να λειτουργεί ως πολιτικός πάτρωνας των ομογενών του στη Γερμανία, όπως το έχει πράξει, όταν τους κάλεσε να μείνουν πιστοί στην ταυτότητά τους, προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο.
Ωστόσο, ο χριστιανικός “σκληρός πυρήνας” του κόμματος της Merkel δεν δείχνει να απωθεί τους πιο συντηρητικούς Τουρκο-γερμανούς, οι οποίοι το αντιμετωπίζουν ως μια παράταξη “με αξίες”. Η ίδια η καγκελάριος έχει προσαρμόσει τη ρητορική της δηλώνοντας ότι σε καιρούς παγκοσμιοποίησης το να είναι κανείς δίγλωσσος αποτελεί πλεονέκτημα και ότι η ίδια απλώς τόνισε την ανάγκη της κοινωνικής συνοχής (“να ακολουθούμε τους ίδιους νόμους και να μιλάμε την ίδια γλώσσα”). Ούτως ή άλλως η “προσαρμοστικότητα” (κάποιοι θα έλεγαν: ο οπορτουνισμός) της καγκελαρίου είναι παροιμιώδης.
http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1872758