Σταύρος Χριστακόπουλος Καθώς η πολιτική λύση στη Συρία παίρνει ανάσα και ελπίδες, η στάση της
ελληνικής κυβέρνησης επαναφέρει, δυστυχώς, πολλά θέματα αμιγώς ελληνικού
ενδιαφέροντος στην ατζέντα. Για τα οποία, μάλιστα, η αξιωματική
αντιπολίτευση αποφεύγει να μιλήσει.Το σημαντικότερο αφορά την ελληνική στρατηγική στην
ευρύτερη περιοχή μας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική
πολιτική ελίτ αντιλαμβάνεται τόσο τη θέση της χώρας μας όσο και τον δικό
της ρόλο.
Η κάκιστη εντύπωση, την οποία προκάλεσε η σπουδή των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, Βενιζέλου και Αβραμόπουλου, να «πανηγυρίσουν» την επέμβαση στη Συρία, δίχως καν να τηρήσουν το πρόσχημα της επίκλησης του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ, είναι ένα μόνο σύμπτωμα μιας βαθύτερης και χρόνιας ασθένειας.
Η Ελλάδα, κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κινείται εντελώς ανερμάτιστα, σε ρόλο διεκπεραιωτή αλλότριων σχεδιασμών και συμφερόντων, αποδεχόμενη την περιθωριοποίησή της και, εν τέλει, στην εποχή της χρεοκοπίας, τη μετατροπή της, από συγκροτημένη χώρα, σε χώρο προς λεηλασία. Χωρίς δική της στρατηγική, χωρίς εθνικούς στόχους.
Μια ελίτ πολιτικών και οικονομικών «διαχειριστών» έχει «επιτύχει», μόνο τα τελευταία χρόνια, τα εξής εκπληκτικά:
● Τον Ιανουάριο του 1996 η νέα, τότε, κυβέρνηση Σημίτη, με τη στάση της στην κρίση των Ιμίων, έδωσε τη συναίνεσή της στην τουρκική στρατηγική δημιουργίας «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.
● Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997, η ίδια κυβέρνηση, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, αναγνώρισε τα «νόμιμα και ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο ολοκληρώνοντας μια μεγάλη στροφή από τη μέχρι τότε εθνική στρατηγική, η οποία στηριζόταν στο δόγμα ότι το μόνο προς επίλυση ελληνοτουρκικό πρόβλημα στο Αιγαίο ήταν αυτό της υφαλοκρηπίδας.
● Έκτοτε, όχι μόνο οι «γκρίζες ζώνες» επιβλήθηκαν ντε φάκτο, αλλά πλέον, εν όψει της ανακήρυξης – κάποια στιγμή στο μέλλον – της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τον χάρτη το... Καστελόριζο.
● Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2012, όπως είχε αποκαλύψει το «Ποντίκι», η Άγκυρα έχει παραχωρήσει προς έρευνα στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου θαλάσσια οικόπεδα 6 μίλια νότια του Καστελόριζου και 11 μίλια νοτιοανατολικά της Ρόδου. Μάλιστα τότε είχαμε παρουσιάσει τους χάρτες των θαλάσσιων αυτών περιοχών, οι οποίοι είχαν δημοσιευτεί στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
● Διόλου συμπτωματική αυτή η κίνηση, καθώς, δύο χρόνια νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2010, πάλι με δικό μας πρωτοσέλιδο, είχε αποκαλυφθεί ότι νορβηγικές έρευνες συμπέραιναν πως στην περιοχή περί το Καστελόριζο υπάρχουν μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα. Έκτοτε η λέξη «Καστελόριζο» έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο των ελληνικών κομμάτων.
Αλλά και οι διαπραγματεύσεις της χώρας μας με άλλες γειτονικές για τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών, παρότι είχαν φτάσει σε συμφωνίες με την Αλβανία και την Αίγυπτο, ανατράπηκαν μετά την έντονη παρασκηνιακή παρέμβαση της Τουρκίας.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια επανεκκίνησης των συζητήσεων με την Αίγυπτο εν μέσω μιας εξαιρετικά ταραχώδους κατάστασης στη χώρα αυτή, με αβέβαιο προς το παρόν αποτέλεσμα.
Νέες ευκαιρίες
Αυτή η σταθερή διολίσθηση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ανακοπεί αυτή την περίοδο, καθώς το διεθνές περιβάλλον μεταβάλλεται και η ελληνική διπλωματία θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί μια σειρά από νέους παράγοντες, οι οποίοι δημιουργούν νέα δεδομένα:
Οι αυτοκρατορικού τύπου κινήσεις της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή συναντούν σοβαρά εμπόδια.
Το ναυάγιο της τουρκικής πολιτικής στην Αίγυπτο μπορεί να ανοίξει εκ νέου μια σοβαρή συζήτηση της Ελλάδας με τη χώρα αυτή για τα όρια των ΑΟΖ με δυνητικά θετικό αποτέλεσμα.
Το διαφαινόμενο ναυάγιο της τουρκικής πολιτικής στη Συρία έχει και εσωτερικό αντίκτυπο, καθώς οι Αλεβίτες της Τουρκίας αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια μετά τη στάση του Ερντογάν έναντι των συγγενών τους Αλαουιτών στη Συρία.
Παράλληλα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η διατήρηση της έντασης στη Συρία να επιφέρει όξυνση και εντός της Τουρκίας, στο τρίγωνο που αποτελούν ο Ερντογάν, οι σαλαφιστές του Γκιουλέν και οι Αλεβίτες.
Ο κρισιμότερος παράγοντας κρίσης, όμως, που σκοτεινιάζει τον τουρκικό ορίζοντα, είναι το Κουρδικό, καθώς η διαφαινόμενη επιθυμία των ΗΠΑ και του Ισραήλ για αυτονόμηση της κουρδικής περιοχής της Συρίας ανάβει νέες φωτιές στην Τουρκία, σε συνδυασμό με τη δεδομένη κουρδική αυτονομία στο Ιράκ.
Οι Κούρδοι της Τουρκίας και του Ιράν θα αποτελέσουν τις επόμενες βόμβες μεγατόνων για το σημερινό στάτους ολόκληρης της περιοχής. Ήδη το ΡΚΚ σταμάτησε την αποχώρηση των μαχητών του από την Τουρκία και παράλληλα κάλεσε σε πολιτικές κινητοποιήσεις τον κουρδικό και τουρκικό λαό με άξονα τα θέματα Παιδείας.
Τουρκία και Ισραήλ
Το μεγάλο μυστήριο όμως παραμένει η αντιφατική σχέση της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Στο εμπορικό και οικονομικό επίπεδο η σχέση αυτή παραμένει ανθηρή, τόσο μάλιστα ώστε πολλοί να μιλούν για έναν «τουρκικό δρόμο του μεταξιού», ο οποίος, διά του Ισραήλ, επιτρέπει τη διακίνηση όλο και περισσότερων τουρκικών εμπορευμάτων προς τις χώρες του Αραβικού Κόλπου.
Το αποτέλεσμα είναι οι εξαγωγές του Ισραήλ προς την Τουρκία να έχουν αυξηθεί κατά 60% από το 2009 και οι αντίστοιχες από την Τουρκία προς το Ισραήλ να έχουν αυξηθεί κατά 40% το ίδιο διάστημα.
Παράλληλα αυξάνεται αλματωδώς το εμπόριο της Τουρκίας μέσω Ισραήλ προς τις αραβικές χώρες, όπως η Ιορδανία, το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία. Το εμπορικό όφελος για την Τουρκία συνδυάζεται με την εμπορική αναβάθμιση του Ισραήλ σε ένα παραδοσιακά εχθρικό αραβικό περιβάλλον.
Ωστόσο οι πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών περνούν μακρά περίοδο παγετώνων, αφού τα μεταξύ τους προβλήματα είναι πολλά και ποικίλα. Από τον έλεγχο των ενεργειακών δρόμων και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου έως την κρίση μεταξύ τους με το θέμα της Αιγύπτου.
Κανείς δεν μπορεί αυτή την ώρα να προβλέψει την εξέλιξη των σχέσεών τους, αλλά προφανώς για την Ελλάδα είναι η χειρότερη ώρα να δυναμιτίσει τις παραδοσιακές σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο, εν όσω η Τουρκία, παρά τα τεράστια προβλήματά της, τα οποία ίσως ενταθούν την επόμενη περίοδο, διεισδύει με όπλο το εμπόριο και την περιφερειακή εμπορική συνεργασία.
Η πολλαπλή απάντηση
Πέρα, λοιπόν, από τις γενικότερες στρατηγικές παραμέτρους της κρίσης στη Συρία, το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε να απασχολεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, συμπυκνώνεται σε τρία κεφάλαια:
● Την πορεία γεωστρατηγικής υποβάθμισης της δικής μας χώρας.
● Τα αίτια των σωρευμένων αποτυχιών τα τελευταία χρόνια στις διεθνείς σχέσεις μας.
● Και την εκπόνηση ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου, το οποίο πρέπει να απαντάει σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Τι είδους χώρα θέλουμε; Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι μόνο διπλωματική, αλλά και οικονομική, διοικητική και παραγωγική.
Η θέση της Ελλάδας στον κόσμο και την περιοχή της δεν μπορεί να περιγραφεί τόσο μονοδιάστατα όσο σήμερα την περιγράφουν οι πολιτικές δυνάμεις. Δυστυχώς, αυτή την ώρα, όλα τα δεδομένα είναι απογοητευτικά.
Η χρεοκοπία της Ελλάδας, η μετατροπή της σε αποικία χρέους και η μεταβολή – μέσω των μνημονίων και του επονείδιστου PSI – των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ σε αποκλειστικούς δανειστές, αλλά η παραχώρηση στη Γερμανία της απόλυτης πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας αποδυναμώνουν κάθε δυνατότητά της χώρας μας να διαπραγματεύεται σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Η εντελώς επικοινωνιακή «επένδυση» σε μια υπερατλαντική στήριξη, η οποία θα ενίσχυε την ελληνική κυβέρνηση στη φαντασιακή «διαπραγμάτευσή» της με τη Γερμανία και την τρόικα, ήταν απλώς μια πομφόλυγα απαραίτητη για να επενδυθεί το ταξίδι Σαμαρά στις ΗΠΑ και να «πουληθεί» για λίγες μέρες ένα είδος γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας.
Όμως, όσοι έχουν επαφή με την ελληνική διπλωματία, γνωρίζουν άριστα πόσο αληθής είναι η διαπίστωση πως η Ελλάδα αποτελεί πεδίο άσκησης πολιτικής μεγάλων δυνάμεων χωρίς τα ανάλογα ωφελήματα για τη χώρα μας.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως οικόπεδο και όχι ως χώρα. Η «υπαλληλικού» τύπου αντιμετώπιση της Ελλάδας εκ μέρους των ΗΠΑ συνεχίζεται, επιτείνοντας την αίσθηση ότι κανείς εκ των ισχυρών δεν λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τα ελληνικά συμφέροντα. Ακόμη και η πρόσδεσή της στον περίφημο άξονα με την Κύπρο και το Ισραήλ έγινε κατόπιν υπερατλαντικών υποδείξεων.
Με πιο απλά λόγια τα τελευταία χρόνια, μέσω των μνημονίων, η Γερμανία πήρε την οικονομική εκμετάλλευση του ελληνικού οικοπέδου, αλλά οι ΗΠΑ διατηρούν τη στρατηγική κυριότητα επ’ αυτού.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, αναζητεί διεθνή στηρίγματα χωρίς σχέδιο, χωρίς διεκδίκηση συγκεκριμένων ωφελημάτων, ενώ παράλληλα άγεται και φέρεται από επιχειρηματικά συμφέροντα και κυβερνητικούς παράγοντες και συμβούλους που λειτουργούν περισσότερο ως σερβιτόροι και υπάλληλοι εγχώριων επιχειρηματιών και ξένων πρεσβειών.
Το συμπέρασμα αυτό είναι πολιτικά οδυνηρό όχι μόνο για τη νυν κυβέρνηση, αλλά και η χειρότερη δυνατή «προοπτική» για την επόμενη – όποια κι αν είναι αυτή και με όποια σύνθεση – καθώς θα πρέπει να διαχειριστεί ένα τραγικό πολιτικό κενό και σωρευμένες αποτυχίες προηγούμενων χρόνων.
Η αίσθηση αυτή επιβεβαιώνεται και από την προκλητική αντιμετώπιση που επιφύλαξε στην κυβέρνηση Σαμαρά η Ρωσία του Πούτιν, η οποία, παρότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις ελπίδες πολλών Ελλήνων πολιτών σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, συστηματικά εκμεταλλεύεται με τον πιο ωμό τρόπο τόσο την ελληνική κρίση, όσο και τη δραματική ανικανότητα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.
Από το πανάκριβο ρωσικό αέριο (ένα εκατομμύριο δολάρια ημερησίως φτάνει το «καπέλο» στην τιμή του), έως τον συνειδητό εμπαιγμό από την κρατική Gazprom στην υπόθεση της ΔΕΠΑ και τις απαξιωτικές δημόσιες αναφορές του ίδιου του Πούτιν στην Ελλάδα, όλα καταδεικνύουν ότι ούτε η Ρωσία είναι πρόθυμη να παράσχει οποιαδήποτε στήριξη προς τη χώρα μας, η οποία είναι μεν «μαγαζί γωνία», αλλά αντιμετωπίζεται από όλους ως ευκαιρία για λεηλασία.
Το σκληρό δίδαγμα, προφανώς, συνίσταται στη διαχρονική αλήθεια ότι όποιος είναι ανίκανος να διατρανώσει και να υπερασπιστεί τα δίκαια και τα συμφέροντά του είναι τουλάχιστον αφελής αν περιμένει από οποιονδήποτε άλλον να το κάνει για λογαριασμό του.
Και αυτό είναι το κρισιμότερο από τα ζητήματα στα οποία θα πρέπει να κληθούν να απαντήσουν όσοι είτε κατέχουν είτε διεκδικούν την πολιτική εξουσία σε μια χώρα η οποία καθημερινά βυθίζεται στην οικονομική καταστροφή και την πολιτική ανυποληψία.
Η κάκιστη εντύπωση, την οποία προκάλεσε η σπουδή των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, Βενιζέλου και Αβραμόπουλου, να «πανηγυρίσουν» την επέμβαση στη Συρία, δίχως καν να τηρήσουν το πρόσχημα της επίκλησης του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ, είναι ένα μόνο σύμπτωμα μιας βαθύτερης και χρόνιας ασθένειας.
Η Ελλάδα, κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κινείται εντελώς ανερμάτιστα, σε ρόλο διεκπεραιωτή αλλότριων σχεδιασμών και συμφερόντων, αποδεχόμενη την περιθωριοποίησή της και, εν τέλει, στην εποχή της χρεοκοπίας, τη μετατροπή της, από συγκροτημένη χώρα, σε χώρο προς λεηλασία. Χωρίς δική της στρατηγική, χωρίς εθνικούς στόχους.
Μια ελίτ πολιτικών και οικονομικών «διαχειριστών» έχει «επιτύχει», μόνο τα τελευταία χρόνια, τα εξής εκπληκτικά:
● Τον Ιανουάριο του 1996 η νέα, τότε, κυβέρνηση Σημίτη, με τη στάση της στην κρίση των Ιμίων, έδωσε τη συναίνεσή της στην τουρκική στρατηγική δημιουργίας «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.
● Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997, η ίδια κυβέρνηση, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, αναγνώρισε τα «νόμιμα και ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο ολοκληρώνοντας μια μεγάλη στροφή από τη μέχρι τότε εθνική στρατηγική, η οποία στηριζόταν στο δόγμα ότι το μόνο προς επίλυση ελληνοτουρκικό πρόβλημα στο Αιγαίο ήταν αυτό της υφαλοκρηπίδας.
● Έκτοτε, όχι μόνο οι «γκρίζες ζώνες» επιβλήθηκαν ντε φάκτο, αλλά πλέον, εν όψει της ανακήρυξης – κάποια στιγμή στο μέλλον – της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τον χάρτη το... Καστελόριζο.
● Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2012, όπως είχε αποκαλύψει το «Ποντίκι», η Άγκυρα έχει παραχωρήσει προς έρευνα στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου θαλάσσια οικόπεδα 6 μίλια νότια του Καστελόριζου και 11 μίλια νοτιοανατολικά της Ρόδου. Μάλιστα τότε είχαμε παρουσιάσει τους χάρτες των θαλάσσιων αυτών περιοχών, οι οποίοι είχαν δημοσιευτεί στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
● Διόλου συμπτωματική αυτή η κίνηση, καθώς, δύο χρόνια νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2010, πάλι με δικό μας πρωτοσέλιδο, είχε αποκαλυφθεί ότι νορβηγικές έρευνες συμπέραιναν πως στην περιοχή περί το Καστελόριζο υπάρχουν μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα. Έκτοτε η λέξη «Καστελόριζο» έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο των ελληνικών κομμάτων.
Αλλά και οι διαπραγματεύσεις της χώρας μας με άλλες γειτονικές για τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών, παρότι είχαν φτάσει σε συμφωνίες με την Αλβανία και την Αίγυπτο, ανατράπηκαν μετά την έντονη παρασκηνιακή παρέμβαση της Τουρκίας.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια επανεκκίνησης των συζητήσεων με την Αίγυπτο εν μέσω μιας εξαιρετικά ταραχώδους κατάστασης στη χώρα αυτή, με αβέβαιο προς το παρόν αποτέλεσμα.
Νέες ευκαιρίες
Αυτή η σταθερή διολίσθηση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ανακοπεί αυτή την περίοδο, καθώς το διεθνές περιβάλλον μεταβάλλεται και η ελληνική διπλωματία θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί μια σειρά από νέους παράγοντες, οι οποίοι δημιουργούν νέα δεδομένα:
Οι αυτοκρατορικού τύπου κινήσεις της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή συναντούν σοβαρά εμπόδια.
Το ναυάγιο της τουρκικής πολιτικής στην Αίγυπτο μπορεί να ανοίξει εκ νέου μια σοβαρή συζήτηση της Ελλάδας με τη χώρα αυτή για τα όρια των ΑΟΖ με δυνητικά θετικό αποτέλεσμα.
Το διαφαινόμενο ναυάγιο της τουρκικής πολιτικής στη Συρία έχει και εσωτερικό αντίκτυπο, καθώς οι Αλεβίτες της Τουρκίας αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια μετά τη στάση του Ερντογάν έναντι των συγγενών τους Αλαουιτών στη Συρία.
Παράλληλα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η διατήρηση της έντασης στη Συρία να επιφέρει όξυνση και εντός της Τουρκίας, στο τρίγωνο που αποτελούν ο Ερντογάν, οι σαλαφιστές του Γκιουλέν και οι Αλεβίτες.
Ο κρισιμότερος παράγοντας κρίσης, όμως, που σκοτεινιάζει τον τουρκικό ορίζοντα, είναι το Κουρδικό, καθώς η διαφαινόμενη επιθυμία των ΗΠΑ και του Ισραήλ για αυτονόμηση της κουρδικής περιοχής της Συρίας ανάβει νέες φωτιές στην Τουρκία, σε συνδυασμό με τη δεδομένη κουρδική αυτονομία στο Ιράκ.
Οι Κούρδοι της Τουρκίας και του Ιράν θα αποτελέσουν τις επόμενες βόμβες μεγατόνων για το σημερινό στάτους ολόκληρης της περιοχής. Ήδη το ΡΚΚ σταμάτησε την αποχώρηση των μαχητών του από την Τουρκία και παράλληλα κάλεσε σε πολιτικές κινητοποιήσεις τον κουρδικό και τουρκικό λαό με άξονα τα θέματα Παιδείας.
Τουρκία και Ισραήλ
Το μεγάλο μυστήριο όμως παραμένει η αντιφατική σχέση της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Στο εμπορικό και οικονομικό επίπεδο η σχέση αυτή παραμένει ανθηρή, τόσο μάλιστα ώστε πολλοί να μιλούν για έναν «τουρκικό δρόμο του μεταξιού», ο οποίος, διά του Ισραήλ, επιτρέπει τη διακίνηση όλο και περισσότερων τουρκικών εμπορευμάτων προς τις χώρες του Αραβικού Κόλπου.
Το αποτέλεσμα είναι οι εξαγωγές του Ισραήλ προς την Τουρκία να έχουν αυξηθεί κατά 60% από το 2009 και οι αντίστοιχες από την Τουρκία προς το Ισραήλ να έχουν αυξηθεί κατά 40% το ίδιο διάστημα.
Παράλληλα αυξάνεται αλματωδώς το εμπόριο της Τουρκίας μέσω Ισραήλ προς τις αραβικές χώρες, όπως η Ιορδανία, το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία. Το εμπορικό όφελος για την Τουρκία συνδυάζεται με την εμπορική αναβάθμιση του Ισραήλ σε ένα παραδοσιακά εχθρικό αραβικό περιβάλλον.
Ωστόσο οι πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών περνούν μακρά περίοδο παγετώνων, αφού τα μεταξύ τους προβλήματα είναι πολλά και ποικίλα. Από τον έλεγχο των ενεργειακών δρόμων και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου έως την κρίση μεταξύ τους με το θέμα της Αιγύπτου.
Κανείς δεν μπορεί αυτή την ώρα να προβλέψει την εξέλιξη των σχέσεών τους, αλλά προφανώς για την Ελλάδα είναι η χειρότερη ώρα να δυναμιτίσει τις παραδοσιακές σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο, εν όσω η Τουρκία, παρά τα τεράστια προβλήματά της, τα οποία ίσως ενταθούν την επόμενη περίοδο, διεισδύει με όπλο το εμπόριο και την περιφερειακή εμπορική συνεργασία.
Η πολλαπλή απάντηση
Πέρα, λοιπόν, από τις γενικότερες στρατηγικές παραμέτρους της κρίσης στη Συρία, το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε να απασχολεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, συμπυκνώνεται σε τρία κεφάλαια:
● Την πορεία γεωστρατηγικής υποβάθμισης της δικής μας χώρας.
● Τα αίτια των σωρευμένων αποτυχιών τα τελευταία χρόνια στις διεθνείς σχέσεις μας.
● Και την εκπόνηση ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου, το οποίο πρέπει να απαντάει σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Τι είδους χώρα θέλουμε; Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι μόνο διπλωματική, αλλά και οικονομική, διοικητική και παραγωγική.
Η θέση της Ελλάδας στον κόσμο και την περιοχή της δεν μπορεί να περιγραφεί τόσο μονοδιάστατα όσο σήμερα την περιγράφουν οι πολιτικές δυνάμεις. Δυστυχώς, αυτή την ώρα, όλα τα δεδομένα είναι απογοητευτικά.
Η χρεοκοπία της Ελλάδας, η μετατροπή της σε αποικία χρέους και η μεταβολή – μέσω των μνημονίων και του επονείδιστου PSI – των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ σε αποκλειστικούς δανειστές, αλλά η παραχώρηση στη Γερμανία της απόλυτης πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας αποδυναμώνουν κάθε δυνατότητά της χώρας μας να διαπραγματεύεται σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Η εντελώς επικοινωνιακή «επένδυση» σε μια υπερατλαντική στήριξη, η οποία θα ενίσχυε την ελληνική κυβέρνηση στη φαντασιακή «διαπραγμάτευσή» της με τη Γερμανία και την τρόικα, ήταν απλώς μια πομφόλυγα απαραίτητη για να επενδυθεί το ταξίδι Σαμαρά στις ΗΠΑ και να «πουληθεί» για λίγες μέρες ένα είδος γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας.
Όμως, όσοι έχουν επαφή με την ελληνική διπλωματία, γνωρίζουν άριστα πόσο αληθής είναι η διαπίστωση πως η Ελλάδα αποτελεί πεδίο άσκησης πολιτικής μεγάλων δυνάμεων χωρίς τα ανάλογα ωφελήματα για τη χώρα μας.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως οικόπεδο και όχι ως χώρα. Η «υπαλληλικού» τύπου αντιμετώπιση της Ελλάδας εκ μέρους των ΗΠΑ συνεχίζεται, επιτείνοντας την αίσθηση ότι κανείς εκ των ισχυρών δεν λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τα ελληνικά συμφέροντα. Ακόμη και η πρόσδεσή της στον περίφημο άξονα με την Κύπρο και το Ισραήλ έγινε κατόπιν υπερατλαντικών υποδείξεων.
Με πιο απλά λόγια τα τελευταία χρόνια, μέσω των μνημονίων, η Γερμανία πήρε την οικονομική εκμετάλλευση του ελληνικού οικοπέδου, αλλά οι ΗΠΑ διατηρούν τη στρατηγική κυριότητα επ’ αυτού.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, αναζητεί διεθνή στηρίγματα χωρίς σχέδιο, χωρίς διεκδίκηση συγκεκριμένων ωφελημάτων, ενώ παράλληλα άγεται και φέρεται από επιχειρηματικά συμφέροντα και κυβερνητικούς παράγοντες και συμβούλους που λειτουργούν περισσότερο ως σερβιτόροι και υπάλληλοι εγχώριων επιχειρηματιών και ξένων πρεσβειών.
Το συμπέρασμα αυτό είναι πολιτικά οδυνηρό όχι μόνο για τη νυν κυβέρνηση, αλλά και η χειρότερη δυνατή «προοπτική» για την επόμενη – όποια κι αν είναι αυτή και με όποια σύνθεση – καθώς θα πρέπει να διαχειριστεί ένα τραγικό πολιτικό κενό και σωρευμένες αποτυχίες προηγούμενων χρόνων.
Η αίσθηση αυτή επιβεβαιώνεται και από την προκλητική αντιμετώπιση που επιφύλαξε στην κυβέρνηση Σαμαρά η Ρωσία του Πούτιν, η οποία, παρότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις ελπίδες πολλών Ελλήνων πολιτών σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, συστηματικά εκμεταλλεύεται με τον πιο ωμό τρόπο τόσο την ελληνική κρίση, όσο και τη δραματική ανικανότητα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.
Από το πανάκριβο ρωσικό αέριο (ένα εκατομμύριο δολάρια ημερησίως φτάνει το «καπέλο» στην τιμή του), έως τον συνειδητό εμπαιγμό από την κρατική Gazprom στην υπόθεση της ΔΕΠΑ και τις απαξιωτικές δημόσιες αναφορές του ίδιου του Πούτιν στην Ελλάδα, όλα καταδεικνύουν ότι ούτε η Ρωσία είναι πρόθυμη να παράσχει οποιαδήποτε στήριξη προς τη χώρα μας, η οποία είναι μεν «μαγαζί γωνία», αλλά αντιμετωπίζεται από όλους ως ευκαιρία για λεηλασία.
Το σκληρό δίδαγμα, προφανώς, συνίσταται στη διαχρονική αλήθεια ότι όποιος είναι ανίκανος να διατρανώσει και να υπερασπιστεί τα δίκαια και τα συμφέροντά του είναι τουλάχιστον αφελής αν περιμένει από οποιονδήποτε άλλον να το κάνει για λογαριασμό του.
Και αυτό είναι το κρισιμότερο από τα ζητήματα στα οποία θα πρέπει να κληθούν να απαντήσουν όσοι είτε κατέχουν είτε διεκδικούν την πολιτική εξουσία σε μια χώρα η οποία καθημερινά βυθίζεται στην οικονομική καταστροφή και την πολιτική ανυποληψία.