17 Σεπτεμβρίου 2013

«Πάγωσε» η αγορά από τη μεταφορά της Βιοχάλκο στο Βέλγιο Συνολικά 189 εταιρείες αποχώρησαν από το Χ.Α. ενώ άλλες 37 είναι στον προθάλαμο

«Πάγωσε» η αγορά από τη μεταφορά της Βιοχάλκο στο Βέλγιο

Μαντικίδης ΤάσoςΟι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση, το υψηλό ενεργειακό κόστος, απαγορευτικό για την ανταγωνιστικότητα του ομίλου, και οι γενικότερες συνθήκες υπερφορολόγησης στη χώρα βάρυναν, όπως λέγεται, στην απόφαση της οικογένειας Στασινόπουλου, βασικού μετόχου της Βιοχάλκο Συμμετοχών, για τη μεταφορά της έδρας της εκτός Ελλάδος (στο Βέλγιο), καθώς και της μετοχής της από το ΧΑ στο Euronext.



Η κίνηση αυτή «πάγωσε» την αγορά και επιβάρυνε το κλίμα, αν και ο όμιλος, όπως αναφέρθηκε, με τον τρόπο αυτόν θα επιτύχει ενίσχυση της κεφαλαιακής δομής του, αμεσότερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και δημιουργία ενός βραχίονα χρηματοοικονομικής στήριξης των θυγατρικών του.

Ο μεγαλύτερος μεταλλευτικός όμιλος της χώρας, που εξάγει σε 60 χώρες εισήχθη στο Χρηματιστήριο το 1947. Περιλαμβάνει περίπου 80 εταιρείες, έξι από τις οποίες (Ελβάλ, Χαλκόρ, Σιδενόρ, Ελληνικά Καλώδια, ΕΤΕΜ και Σωληνουργεία Κορίνθου) είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και οι μετοχές τους θα συνεχίσουν να διακινούνται στην ελληνική αγορά.

Η μεταφορά της έδρας της Βιοχάλκο Συμμετοχών στο εξωτερικό, ίσως του πιο παραδοσιακού βιομηχανικού ομίλου της χώρας, επηρεάζει και το επιχειρηματικό κλίμα, δεδομένου μάλιστα ότι έρχεται μετά τη μεταφορά της έδρας στο Λουξεμβούργο της ΦΑΓΕ και της αντίστοιχης της Coca-Cola Hellenic στην Ελβετία.

Ο πατριωτισμός είναι αυτός που κρατάει τον όμιλο στην Ελλάδα, παρά το τρελό φορολογικό φορτίο που καλείται να σηκώσει και έχει αποτέλεσμα ορισμένοι μέτοχοι να ζητούν τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας, είχε δηλώσει προσφάτως με τη σειρά του ο Ευ. Μυτιληναίος του ομώνυμου ομίλου στο Reuters. Οι οικογένεια Στασινόπουλου φέρεται να είχε επίσης συγκρουστεί και με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλο, ο οποίος για κάποιους ενδεχομένως να αφήσει τη θέση του μετά τον Μάιο στον Σπ. Θεοδωρόπουλο της Chipita.

Το κόστος συντήρησης
Την ίδια ώρα, από τη μία πλευρά οι εξαγορές των θυγατρικών των πολυεθνικών στην Ελλάδα, από την άλλη το κόστος συντήρησης μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο στα χρόνια της κρίσης, σε συνάρτηση με την κατάρρευση των τιμών που διευκόλυνε τους βασικούς μετόχους να βγάλουν τις μετοχές τους από το ΧΑ με μικρό κόστος, οδήγησαν μετά το 2000 σε ένα «κύμα φυγής» των εισηγμένων από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, καθώς 189 εταιρείες αποχώρησαν, ενώ άλλες 37 βρίσκονται ήδη στον προθάλαμο της εξόδου, καθώς η διαπραγμάτευση των μετοχών τους έχει ανασταλεί από τις Αρχές.

Συνολικά, εταιρείες όπως Ελαΐς, Παπαστράτος, Ρanafon, Ιnteramerican, ΑΒ Βασιλόπουλος, Γερμανός, Βαρυτίνης, Cosmote, Chipita, στην ουσία και η Coca-Cola HBC, Βαρυτίνης, αύριο ίσως και το Ιατρικό Κέντρο, αποτελούν παραδείγματα εταιρειών που διά της απουσίας τους καθιστούν φτωχότερη την ελληνική αγορά. Η μετοχική σχέση επίσης σε ορισμένες εταιρείες (π.χ. Ηρακλής - Lafarge) προϊδεάζει για ανάλογες κινήσεις στο μέλλον, ενώ η εξαγορά του ΟΤΕ από την Deutsche Τelekom δεν αποκλείει την πιθανότητα μακροπρόθεσμα το ΧΑ να χάσει ακόμη μία από τις κορυφαίες εταιρείες του.

«Κύμα εξόδου»
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΧΑ, από το 1997 συνολικά 202 εταιρείες εγκατέλειψαν την ελληνική αγορά, εκ των οποίων 11 λόγω απορρόφησης από μη εισηγμένη και διαγραφής λόγω δημόσιας πρότασης, 97 λόγω απορρόφησης από άλλη εισηγμένη με τελική κατάληξη τη διαγραφή, 29 ύστερα από απόφαση του βασικού μετόχου, μία λόγω χαμηλής παραγωγικής δραστηριότητας και 64 λόγω οικονομικών προβλημάτων που οδήγησαν σε διαγραφή.

Η ύφεση και η κατάρρευση των εταιρικών κερδών τα τελευταία χρόνια πάντως ενέτειναν το «κύμα εξόδου», καθώς αύξησαν το κόστος παραμονής στο ΧΑ, την ώρα μάλιστα που οι εταιρείες δεν μπορούσαν σε μια τέτοια συγκυρία να αντλήσουν φθηνά κεφάλαια, ενώ η μηδενική εμπορευσιμότητα των περισσοτέρων μετοχών, απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος, συνέθετε το θολό τοπίο. Την ίδια ώρα, η σημαντική υποχώρηση των τιμών των μετοχών καθιστούσε πιο «φθηνή» την υποβολή δημοσίων προτάσεων και εξαγορών των εταιρειών, με όρους μάλιστα πολλές φορές «ληστρικούς», όπως τους χαρακτηρίζουν παράγοντες της αγοράς, για τη μειοψηφία των μετόχων.