Tου Ανδρέα Ανδριανόπουλου*
Ο κόσμος ολόκληρος και πάλι κρατάει την αναπνοή του μπροστά στην προοπτική μιας ακόμη πολεμικής σύγκρουσης, αυτή τη φορά στην καρδιά της εύθραυστης Μέσης Ανατολής. Θα χτυπήσουν ή όχι οι Αμερικανοί, αναρωτιέται η υφήλιος. Με στόχο όμως ακριβώς ποιον; Αν πρόκειται να βομβαρδιστεί η Συρία ώστε να ειρηνεύσει η περιοχή, να σταματήσουν οι ακρότητες και οι σφαγές και να αποκατασταθεί μια κάποια οικονομική ευημερία στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα σε σημαντικές περιοχές της Γης, πιθανότατα να υπήρχε κάποια λογική στο εγχείρημα. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν ισχύει. Το μόνο που έχει συμβεί είναι μια ατυχέστατη δήλωση προ καιρού του προέδρου Ομπάμα πως οι ΗΠΑ θα δράσουν στρατιωτικά αν σημειωθεί χρήση χημικών όπλων.
Και τέτοια χρήση πράγματι έγινε. Δίχως όμως αποδεδειγμένη δημόσια σιγουριά για το ποιος είναι ο υπεύθυνος. Μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση θα ενισχύσει σημαντικότατα τις θέσεις των αντιπάλων του προέδρου Ασαντ. Δίχως όμως να εξασφαλίζει πως οι ΗΠΑ, η Δύση γενικότερα, θα αποκτήσουν τη στήριξη και συμπάθεια της σημερινής συριακής αντιπολίτευσης. Διότι αυτή είναι πολυδιασπασμένη. Με ισχυρότερα κομμάτια της τους ακραίους σουνίτες ισλαμιστές, τους εξίσου απομονωτιστές σαλαφιστές και τους πιστούς της Αλ Κάιντα. Οι μετριοπαθείς και διαλλακτικοί μουσουλμάνοι αποτελούν πλέον τη μειονότητα και εύκολα παρασύρονται προς τις τάξεις των ακραίων. Μια μετα-Ασαντ Συρία είναι άγνωστο τι φυσιογνωμία θα έχει, τι είδους πολιτειακή οργάνωση θα διαθέτει και τι ρόλο θα μπορούσε να παίξει στην περιοχή. Αξίζει, για τόσο γεμάτα ερωτηματικά αποτελέσματα, μερικές χιλιάδες άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, πόλεις να καταστραφούν και μια κοινωνία να βρεθεί στα όρια του χάους; Χώρια βέβαια το τεράστιο κόστος, σε ανθρώπους και υλικές υποδομές, που ένα τέτοιο εγχείρημα θα στοιχίσει στη Δύση συνολικά.
Το πιο ειρωνικό απ’ όλα είναι πως μια στρατιωτική επέμβαση, έστω και μόνο αεροπορική, θα συντρίψει πιθανότατα το καθεστώς του Ασαντ, προσφέροντας στους ισλαμιστές αντιπάλους του έτοιμη, με ελάχιστο δικό τους κόστος και κόπο, τη δική τους τελική επιδίωξη. Μια νευραλγική, μέσα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, μεγάλη χώρα που θα εκπέμπει με επιμονή το δικό τους μήνυμα της έλλειψης ανοχής, της προώθησης της βίας και της συντριβής κάθε αντίθετης εθνικής ή θρησκευτικής φωνής.
Η Δύση δυστυχώς κλείνει τα μάτια της στην τραγική πραγματικότητα. Πως πραγματικός εχθρός σε αυτόν τον πόλεμο με την τρομοκρατία και τον φανατισμό είναι οι φανατικοί μουλάδες της Αραβικής Χερσονήσου. Σύμμαχοι και ουσιαστικά συνεργάτες του καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας, με το οποίο είναι στενά δεμένοι και με σχέσεις συγγενικές, το παντοδύναμο ιερατείο των ουαχαβιτών εξάγει το θρησκευτικό μίσος και τον δολοφονικό φανατισμό στον υπόλοιπο κόσμο – εξίσου σε αλλόθρησκους και μουσουλμάνους.
Το Ισλάμ δεν είναι μονολιθικό. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις ανάμεσα σε σέκτες και σχολές σκέψης και λατρείας. Οι ουαχαβίτες όμως, με την ακραία αντιμετώπιση, με τελικό στόχο την εκμηδένιση όσων δεν ασπάζονται το επιθετικά απόλυτο δόγμα τους, είναι οι χειρότεροι. Ακόμα και τον ίδιο τον Προφήτη κατά καιρούς αμφισβητούν όταν οι επιθετικά σκληρές τους δοξασίες περί εκκαθάρισης όσων δεν ομονοούν μαζί τους έρχονται σε αντίθεση με τις περί ευσπλαχνίας, ανοχής, συγχώρεσης και ελέους απόψεις του. Είναι γνωστό πως κατά το παρελθόν δεν είχαν διστάσει να συλήσουν τον τάφο του και να γκρεμίσουν μνημεία αφιερωμένα σε αυτόν και σε πολλούς από τους στενότερους συνοδούς του.
Ιστορικά το Ισλάμ δείχνει δύο πρόσωπα. Το ένα είναι αυτό της εξόδου στον κόσμο, της συνοχής, του διαλόγου, της διαπραγμάτευσης και της ανοχής της διαφορετικότητας. Το Ισλάμ της επιστήμης, της τέχνης και των μεγάλων προοδευτικών ανακαλύψεων. Το άλλο είναι εκείνο της απομόνωσης, των ακροτήτων, της πίστης στην πουριτανική αυστηρότητα των ηθών και της θρησκευτικής πρακτικής. Το Ισλάμ του μίσους εναντίον της διαφορετικότητας και του χωρισμού του κόσμου στα δύο. Από τη μια μεριά είναι ο κόσμος του Θεού, οι κοινότητες δηλαδή που εφαρμόζουν αυστηρά τις αντιλήψεις των ακραίων ζηλωτών (Νταρ αλ Ισλάμ). Κι από την άλλη όλοι οι άλλοι, όσοι δηλαδή δεν ασπάζονται τις ίδιες απομονωτικές τάσεις, ακόμα κι αν είναι μουσουλμάνοι, και οι αλλόθρησκοι των όποιων άλλων θρησκευτικών δογμάτων. Ο οίκος δηλαδή του Πολέμου (Νταρ αλ Χαρμπ). Ολοι αυτοί, με άλλα λόγια, που περιμένουν να υποστούν την έκρηξη του θυμού του Θεού για την (ακατανόητη) επιμονή τους να μην πιστεύουν σε αυτόν.
Το ακραίο αυτό δόγμα των ουαχαβιτών δεν κυριαρχεί μόνο στο εσωτερικό της Σαουδικής Αραβίας. Εξάγεται σε χώρες που βρίσκονται στα όρια της ρήξης και της διάλυσης. Με χρηματοδότηση από την Αραβική Χερσόνησο, χιλιάδες σχολές (μεντρεσέδες) έχουν ιδρυθεί σε μουσουλμανικές χώρες προπαγανδίζοντας τη φιλοσοφία της ακρότητας και της μη ανοχής. Από την Ινδική Χερσόνησο και το Πακιστάν (Σχολή των Ντεομπαντιστών) μέχρι το Αφγανιστάν, τον Καύκασο, τα Βαλκάνια, την περιοχή Βόλγα – Ουραλίων και πολλές περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, το μήνυμα της ρήξης με τη μορφή του ιερού πολέμου (τζιχάντ) έχει συχνά μεταδοθεί.
Η Δύση παραβλέπει αυτές τις πραγματικότητες. Κι αναγκάζεται να «μαζεύει» τις συνέπειές τους. Εμπλέκεται τελικά σε ρήξεις που δεν είναι δικές της γιατί φοβάται –λόγω πετροδολαρίων (;)– να δει την αλήθεια. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στην Αραβική Χερσόνησο.
* Πρώην υπουργός
www.andrianopoulos.gr