Του George Friedman
Το στρατηγικό δίλημμα των ΗΠΑ και πώς ο Ομπάμα εγκλωβίστηκε από λάθος
κινήσεις. Ο ρόλος της φιλοπόλεμης "κλίκας" στην Ουάσινγκτον και η
"light" εμπλοκή. Η στρατηγική Βρετανίας, Γαλλίας και Τουρκίας. Η θέση
και τα συμφέροντα της Ρωσίας.
Η προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησε με τη βεβαιότητα ότι η επίθεση στη Συρία είναι αναπόφευκτη και αναμένεται άμεσα.
Ολοκληρώθηκε με τον συνασπισμό που τίθεται υπέρ της επέμβασης να «φυλλορροεί» και τον Αμερικανό πρόεδρο να ξεκαθαρίζει ότι η επιχείρηση είναι αναπόφευκτη, ίσως σε έναν μήνα από τώρα, εάν το Κογκρέσο το εγκρίνει, μετά τις 9 Σεπτεμβρίου, οπότε και συνέρχεται εκ νέου μετά την καλοκαιρινή διακοπή.
Πρόκειται για μια κωμωδία σε τρία μέρη: Ο διστακτικός πολεμιστής μετατρέπεται σε επιθετικό στρατηγό που γυρνά πίσω του και βλέπει τους ακόλουθούς του να εξαφανίζονται, οπότε μετατρέπεται εκ νέου σε διστακτικό πολεμιστή.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν η πρώτη χώρα που ζήτησε στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία μετά τις φωτογραφίες με τους νεκρούς από μια επίθεση με χημικά όπλα. Η τιμή πηγαίνει στη Γαλλία, την Τουρκία και τη Βρετανία, που ζήτησαν δράση. Όπως και στη Λιβύη, όπου Γαλλία και Ιταλία ήταν οι πρώτες και πλέον πρόθυμες να παρέμβουν και οι ΗΠΑ ήλθαν καθυστερημένα στο «πανηγύρι».
Οι ΗΠΑ δεν έχουν συγκλονιστικά εθνικά συμφέροντα στη Συρία. Είναι εχθρικές εδώ και πολύ καιρό απέναντι στο καθεστώς Ασάντ. Δείχνουν μια συμπάθεια προς τους Σουνίτες αντάρτες, αλλά έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι κατάρρευση του Ασάντ δεν αναμένεται να οδηγήσει σε ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά σε ένα ισλαμιστικό καθεστώς που θα έχει δεσμούς με την αλ Κάιντα.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια διαδικασία «επούλωσης» από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και δεν επιθυμούν να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους στη Συρία. Ως εκ τούτου, η αμερικανική στάση απέναντι στη Συρία ήταν να εκφράζει την βαθιά της ανησυχία και να παραμένει όσο μακρύτερα μπορεί, όπως έχει κάνει και ο υπόλοιπος κόσμος.
Αυτό που «έσυρε» τις ΗΠΑ στο παιχνίδι ήταν μια δήλωση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2012, όταν είπε ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Δεν εννοούσε ότι ήθελε να εμπλακεί. Έθεσε την «κόκκινη γραμμή» γιατί θεωρούσε ότι ήταν ένα πράγμα που ο Ασάντ δεν θα δοκίμαζε. Ήταν μια απόπειρα να παραμείνει εκτός πεδιάς, όχι μια ανακοίνωση που έδειχνε εμπλοκή. Στη πραγματικότητα, υπήρχαν ήδη αποδείξεις για χημικές επιθέσεις μικρής κλίμακας και ο αμερικανός Πρόεδρος είχε αποφύγει να δεσμευτεί.
Για παράδειγμα, η Susan Rice, μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, τίθεται υπέρ της χρήσης στρατιωτικής βίας σε περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεγάλης κλίμακας.
Κάποιος θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι είχε ταχθεί υπέρ του πολέμου στο Ιράκ κατά του Σαντάμ Χουσείν, τρανταχτό παράδειγμα εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δεν το είχε κάνει. Πάντως το θέμα είναι ότι, εγκαταλείποντας το Ιράκ, αυτή η κλίκα συμβούλων αισθάνθηκε ότι οι ΗΠΑ απέτυχαν να εκπληρώσουν τις ηθικές τους δεσμεύσεις στη Ρουάντα, ενώ χαιρέτισε την επέμβαση στο Κόσοβο.
Η εν λόγω κλίκα δεν είναι μικρή και έχει τις ρίζες της σε μια σημαντική τάση της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας, η οποία θεωρεί τον Β' Παγκόσμιο ως «τον τέλειο πόλεμο», επειδή είχε στραφεί κατά ενός ανείπωτου κακού, και όχι για στρατηγικά ή υλικά οφέλη.
Ο Β' Παγκόσμιος βέβαια ήταν πολύ πιο πολύπλοκος από αυτό, αλλά υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας στην εν λόγω αντίληψη. Και ο κόσμος, συνολικά, ενέκρινε την αμερικανική εμπλοκή τότε.
Για την κλίκα του Λευκού Οίκου, αυτό ήταν το μοντέλο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Διασφαλισμένη από την απόσταση και την ισχύ της η υπερδύναμη δεν θα έπρεπε να αποτελεί μια τυπική ανασφαλή πολιτική δύναμη, αλλά να χρησιμοποιεί αυτή της τη δύναμη για να αποτρέπει τις πιο ακραίες μορφές αδικίας ανά τον κόσμο.
Για αυτούς, όλα τα κακά του εμφυλίου στη Συρία ήταν αποτέλεσμα των πρακτικών του καθεστώτος Ασάντ. Η κλίκα αυτή είχε μια ενδιαφέρουσα οπτική. Επικεντρώθηκε στις τρέχουσες αδικίες χωρίς να γνωρίζει, να ενδιαφέρεται να μάθει ή να πιστέψει ότι αυτό που θα ακολουθήσει ενδέχεται να είναι ακόμη χειρότερο.
Θυμάμαι να διαπληκτίζομαι με ακαδημαϊκούς συναδέλφους μου πριν την πτώση του Σάχη της Περσίας, σημειώνοντας ότι ενώ ήταν σίγουρα ένας δολοφόνος, τόσο εμείς όσο και οι Ιρανοί πολίτες θα μετανιώναμε για αυτό που θα ερχόταν μετά. Πάντοτε υπήρχε μια ρομαντική πεποίθηση ότι ο λαός στους δρόμους είναι πάντοτε πιο ενάρετος από τον τύραννο στο παλάτι του. Κάποιες φορές αυτή η άποψη είναι σωστή. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ωστόσο ότι η πτώση του Σάχη μείωσε το συνολικό αριθμό των ανθρώπων που υποφέρουν.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης υπήρξε ένας εξευγενισμός των ανθρώπων που κατέβαιναν στους δρόμους, ιδίως στις ΗΠΑ. Υπήρχε η πεποίθηση, ιδίως από αυτούς που θεωρούσαν πρωταρχική ευθύνη των ΗΠΑ την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι η πλειοψηφία των αντιφρονούντων ήθελε να δημιουργήσει μια δημοκρατία αμερικανικού τύπου.
Είναι μεγάλη ειρωνεία ότι δυο ομάδες που απεχθάνονται η μία την άλλη –οι νέοσυντηρητικοί και οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- είχαν την ίδια άποψη, ότι εάν εξαφανίσεις τους τυράννους, αυτό που θα προκύψει είναι συνταγματικές δημοκρατίες που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Rice το 2013 ανέλαβε τον ίδιο ρόλο που είχε αναλάβει ο Paul Wolfowitz το 2003, επί προεδρίας Bush.
Ως εκ τούτου, η αποκαθήλωση του Ασάντ αποτέλεσε στόχο εξωτερικής πολιτικής για τους συμβούλους - υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίοι απογοητεύτηκαν όταν, αντί για επέμβαση, ο Ομπάμα έβαλε «κόκκινες γραμμές». Όταν η «κόκκινη γραμμή» φάνηκε να παραβιάζεται, ζήτησαν επιτακτικά την ανάληψη δράσης.
Ο Ομπάμα έχει πλέον μάθει δυο-τρία πράγματα για τη δύναμη του όχλου, Αράβων ή όχι. Είναι λιγότερο ρομαντικός για τις προθέσεις τους, ιδίως μετά τη Λιβύη. Υστερα από τη Λιβύη, γνώριζε επίσης ότι μετά τους πανηγυρισμούς, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να ζήσουν με το χάος μιας νέας τυραννίας. Δεν ήθελε να επιτεθεί και αυτό ήταν σαφές τις πρώτες μέρες μετά τα γεγονότα στη Συρία.
Υπήρχαν δύο λόγοι πίσω από αυτό. Πρώτον, είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στις επιλογές του πλήθους. Δεύτερον, είχε ορκιστεί να μην οδηγήσει τις ΗΠΑ σε έναν ακόμη πόλεμο, όπως είχε κάνει ο Μπους, χωρίς διεθνή στήριξη και νομιμοποίηση από τον ΟΗΕ, και υπό το βάρος της δύναμης που ηγείται. Στη Λιβύη, ο πόλεμος ξεκίνησε με τους Γάλλους στην πρώτη γραμμή και σταδιακά, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν τις απαιτούμενες δυνάμεις και η Γαλλία όχι, ώθησε τις ΗΠΑ στην θέση του αρχηγού, κάτι που ο Ομπάμα δεν επιθυμούσε να αναλάβει εκ νέου.
Εκτός της εσωτερικής πίεσης από τις ομάδες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ομπάμα δέχτηκε πιέσεις και από τρεις χώρες «κλειδιά: Την Βρετανία, τη Γαλλία και την Τουρκία.
Ιδίως η Τουρκία ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον αμερικανό πρόεδρο. Οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν διαταραχθεί από το 2003, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να αφήσει τις αμερικανικές δυνάμεις να επιτεθούν στο Ιράκ από τα εδάφη της. Μπορεί μια ανταπόκριση στο τουρκικό αίτημα να ήταν ελκυστική ιδέα, αλλά ο Ομπάμα δεν ήταν προετοιμασμένος να κάνει περισσότερα από μια συμβολική επίθεση με πυραύλους κατά αβέβαιων στόχων, όπως κατά εγκαταστάσεων με ρουκέτες που ενδέχεται να περιείχαν χημικά. Η Τουρκία όμως απαιτούσε μια παρέμβαση όπως στο Κόσοβο, που θα σχεδιαζόταν για να απομακρύνει το καθεστώς από την εξουσία. Ο Ομπάμα αντιστάθηκε, όχι επί της αρχής μιας επίθεσης, αλλά επί της κλίμακας της επέμβασης που ζητούσε η Τουρκία.
Ο Ομπάμα ήταν προετοιμασμένος όταν έβαλε την «κόκκινη γραμμή» -και υπό την πίεση των βασικών συμβούλων του- να συμμετέχει στη συμμαχία. Εμεινε, νομίζω, έκπληκτος όταν οι ΗΠΑ έπαψαν να είναι μέρος μιας συμμαχίας αλλά ο ηγέτης και ο εμπνευστής. Η όλη ιδέα είχε γίνει δική του. Δεν ήταν, όμως, σίγουρος για το τι θα κάνει με αυτή την «τιμή».
Τότε το Βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε κατά της επέμβασης και ο πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον, ένας σύμμαχος από την αρχή, έπρεπε να αποχωρήσει. Οι Βρετανοί συμμετείχαν στους πολέμους των αμερικανών. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν βοηθήσει να εξυφανθεί η συμμαχία, αλλά το κοινοβούλιο ψήφισε αρνητικά με αρκετά από τα μέλη του να λένε ότι η Βρετανία δεν είναι πια το "σκυλάκι" των Αμερικανών. Ο Ομπάμα που είχε δουλέψει σκληρά ώστε να αποφύγει την ηγεσία μετατράπηκε για το βρετανικό κοινοβούλιο σε George W. Bush.
Υπήρξε και διπλωματία παρασκηνίου, όπως πάντα υπάρχει. Στο επίκεντρο ήταν η Ρωσία. Η χώρα υποστήριξε τη φατρία των Ασαντ από την δεκαετία του 1970 και το πραξικόπημα του Χαφέζ Αλ Ασαντ, οπότε η Σοβιετική Ενωση έδωσε στήριξη στο καθεστώς. Οι σχέσεις τους πάνε πολύ πίσω και η Σοβιετική (τώρα Ρωσική) επιρροή στη Συρία έχει χτιστεί τόσο σε θεσμικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Οι Ρώσοι ήταν απόλυτα δεσμευμένοι στην επιβίωση του καθεστώτος.
Οι ΗΠΑ κινήθηκαν με λιγότερο πάθος, αλλά ο Ομπάμα, αν και πρόθυμος να κάνει την μικρότερη δυνατή χειρονομία για να ικανοποιήσει το αίσθημα περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σκέφτηκε το τι θα έρθει αργότερα και δεν ήθελε να δει το καθεστώς να πέφτει. Σε αυτό Ρώσοι και Αμερικανοί έχουν κοινό συμφέρον.
Στην διάρκεια της εβδομάδας ο Πρόεδρος άρχισε να εστιάζει την προσοχή του στον Μπασάρ Αλ Ασαντ, καθιστώντας τον προσωπικά υπεύθυνο για τις επιθέσεις με τα χημικά ακόμα και αν αυτός δεν ήξερε και κάποιος χαμηλόβαθμος αξιωματούχος το έπραξε.
Η εστίαση στον Ασαντ έμοιαζε να δείχνει προς μια κατεύθυνση. Αν ο τελευταίος και ορισμένοι στενοί υποστηρικτές του, αποχωρούσαν από την εξουσία, το καθεστώς θα μπορούσε να συνεχίσει. Το καθεστώς είναι μια πολύπλοκη και διαρκής οντότητα. Εχει επιβιώσει από δυο χρόνια εμφύλιο πόλεμο. Δεν είναι απλά μια προσωπική τυραννία αλλά μια κυβέρνηση στην οποία πολύ άνθρωποι
έχουν στηριχθεί. Θα επιβίωνε και χωρίς αυτόν.
Το να ξεφορτωθεί τον Ασαντ και να κρατήσει το καθεστώς ώστε να μπλοκάρει τους τζιχαντιστές θα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα απ' όλο αυτό. Βέβαια ενώ οι Τούρκοι θέλουν περισσότερα, οι Ρώσοι δεν θέλουν τίποτα απ' όλα αυτά. Εχτισαν την αξιοπιστία τους στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη στηριγμένοι στην αδυναμία των αμερικανών και δεν βλέπουν λόγο να διασώσουν τον Ομπάμα. Δεν επρόκειτο άλλωστε να πάρει τα απαραίτητα ρίσκα για να ρίξει το καθεστώς.
Οι ρωσικοί υπολογισμοί έγιναν υπό το πρίσμα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να επιβάλουν ένα διεθνές σύστημα στην περιοχή εξαιτίας της πολιτικής αδυναμίας στο εσωτερικό. Κατά συνέπεια οι Ρώσοι είχαν μια σπάνια ευκαιρία να επιβάλουν, αν όχι ένα σύστημα, μια παρουσία. Περισσότερο απ' όλα η άποψη των Ρώσων ήταν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τις ΗΠΑ παρά την ανισορροπία της δύναμης της. Ο Ομπάμα δεν ήταν πιθανό να αναλάβει δράση.
Αλλοι, όπως οι Πολωνοί που συμμετείχαν με τους αμερικανούς στο Ιράκ και το Αφγανιστάν επίσης αποτραβήχτηκαν. Η περίπτωσή τους είναι ενδιαφέρουσα, καθώς ήταν οι ποιο πρόθυμοι για συνεργασία με τους αμερικανούς αλλά και αυτοί που αισθάνθηκαν περισσότερο προδομένοι μην εξασφαλίζοντας μια αμερικανική δέσμευση για σημαντική στρατιωτική βοήθεια και συνεργασία. Εβαλαν στόχο να πουν στους αμερικανούς ότι δεν θα υποστηρίξουν δράση στη Συρία, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τη Συρία, αλλά για να δείξουν τις συνέπειες την αμερικανικής πολιτικής ακόμα και για ένα αναλογικά μικρό «παίκτη».
Στο τέλος της εβδομάδας οι Ρώσοι είχαν εξαπολύσει ύβρις κατά του Ομπάμα, οι Βρετανοί τελικά αποδεσμεύτηκαν από την αμερικανική κυριαρχία και οι Τούρκοι ήταν έξαλλοι με την αδυναμία των Αμερικανών. Οι Γάλλοι (η ροή παρεμβάσεων της χώρας είναι συναρπαστική, Λιβύη, Μάλι και τώρα Συρία) στάθηκαν στο πλευρό των ΗΠΑ. Αυτή είναι μια ιστορία που πρέπει να γραφεί, αλλά όχι εδώ. Και οι Καναδοί αποφάσισαν ότι όσο και αν αντιπαθούν τη χρήση χημικών όπλων, δεν θα είναι διαθέσιμοι.
Οι ΗΠΑ είχαν στρατηγικό συμφέρον καμία φατρία να μην πάρει τον έλεγχο στη Συρία και την «Λιβανοποιήσει». Είναι σκληρό αλλά είναι αλήθεια και οι ΗΠΑ δεν ήταν η μόνη χώρα με αυτό το συμφέρον. Επίσης αυτό είναι εκτός της ιδεολογίας της προεδρίας και των «θέλω» βασικών της μελών. Ο πρόεδρος ακροβάτησε ανάμεσα στην αλλαγή καθεστώτος και την «μη δράση» (ή μια μικρή δράση που θα αφήσει το καθεστώς στην εξουσία). Όλα αυτά είναι που πρέπει να κάνουν οι πρόεδροι.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι το εξής: Μετά τους ισλαμικούς πολέμους οι ΗΠΑ, όπως συνέβη στο παρελθόν, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την παρουσία τους στον κόσμο και παρότι απολαμβάνουν τα οφέλη από το να είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο να μην πληρώσουν πολιτικά ή στρατιωτικά το τίμημα. Είναι μια στρατηγική που είναι αδύνατο να είναι διατηρήσιμη, όπως έμαθαν μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βιετνάμ και την Καταιγίδα της Ερήμου. Είναι ένα σαγηνευτικό όραμα, αλλά και μια φαντασίωση.
Χωρίς απόλυτη κατανόηση της στρατηγικής μας, είναι αδύνατο να δηλωθεί σαφώς το εθνικό συμφέρον, το ποια πράγματα μετρούν και ποια όχι. Η Συρία, πάντως όχι. Αλλά οδηγούμενος από μια ανεπαρκή εθνική στρατηγική ο πρόεδρος παγιδεύτηκε από εσωτερικές ιδεολογίες, την προτίμηση σε ξένους συμμάχους και τον πειρασμό να κάνει κάτι, όσο αναποτελεσματικό και αν είναι. Αλλά όπως ξέρουμε το αναποτελεσματικό συχνά κοστίζει ακριβότερα από το αποτελεσματικό. Το να γνωρίζεις το που θα είσαι αποτελεσματικός και που θα προσπεράσεις είναι κρίσιμο.
Τίποτα δεν τελείωσε. Αν το Κογκρέσο ψηφίσει υπέρ του χτυπήματος, το πιθανότερο είναι ότι ο Ομπάμα θα κάνει κάτι. Αλλά σε αυτό το σημείο θα το κάνει μόνος του και ο αναπόφευκτος θάνατος αθώων, ακόμα και στην μικρότερη επίθεση, θα έχει ως αποτέλεσμα να δεχθεί πυρά από κάποιους από όσους σήμερα είναι οι περισσότερο πιεστικοί στο να δράσει για τα εγκλήματα πολέμου στη Συρία.
Δεν είναι εύκολο να είσαι πρόεδρος, ούτε είναι εύκολο να έχεις την μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Είναι ωραίο να μπορεί κανείς να κάνει κρίσεις για το ηθικό ανάστημα ανδρών όπως ο Ασαντ αλλά -δυστυχώς- να μην έχεις τη δύναμη να κάνεις κάτι. Η ζωή γίνεται δύσκολη όταν η ηθική κρίση σε οδηγεί να κάνεις κάτι γιατί μπορείς. Αυτό σε μαθαίνει να είσαι προσεκτικός στις κρίσεις σου, καθώς ο κόσμος και θα απαιτήσει να δράσεις και θα σε καταδικάσει γιατί το έκανες.
* Ο κ. George Friedman είναι ο ιδρυτής και CEO του αμερικανικού think tank Stratfor.
Ολοκληρώθηκε με τον συνασπισμό που τίθεται υπέρ της επέμβασης να «φυλλορροεί» και τον Αμερικανό πρόεδρο να ξεκαθαρίζει ότι η επιχείρηση είναι αναπόφευκτη, ίσως σε έναν μήνα από τώρα, εάν το Κογκρέσο το εγκρίνει, μετά τις 9 Σεπτεμβρίου, οπότε και συνέρχεται εκ νέου μετά την καλοκαιρινή διακοπή.
Πρόκειται για μια κωμωδία σε τρία μέρη: Ο διστακτικός πολεμιστής μετατρέπεται σε επιθετικό στρατηγό που γυρνά πίσω του και βλέπει τους ακόλουθούς του να εξαφανίζονται, οπότε μετατρέπεται εκ νέου σε διστακτικό πολεμιστή.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν η πρώτη χώρα που ζήτησε στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία μετά τις φωτογραφίες με τους νεκρούς από μια επίθεση με χημικά όπλα. Η τιμή πηγαίνει στη Γαλλία, την Τουρκία και τη Βρετανία, που ζήτησαν δράση. Όπως και στη Λιβύη, όπου Γαλλία και Ιταλία ήταν οι πρώτες και πλέον πρόθυμες να παρέμβουν και οι ΗΠΑ ήλθαν καθυστερημένα στο «πανηγύρι».
Οι ΗΠΑ δεν έχουν συγκλονιστικά εθνικά συμφέροντα στη Συρία. Είναι εχθρικές εδώ και πολύ καιρό απέναντι στο καθεστώς Ασάντ. Δείχνουν μια συμπάθεια προς τους Σουνίτες αντάρτες, αλλά έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι κατάρρευση του Ασάντ δεν αναμένεται να οδηγήσει σε ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά σε ένα ισλαμιστικό καθεστώς που θα έχει δεσμούς με την αλ Κάιντα.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια διαδικασία «επούλωσης» από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και δεν επιθυμούν να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους στη Συρία. Ως εκ τούτου, η αμερικανική στάση απέναντι στη Συρία ήταν να εκφράζει την βαθιά της ανησυχία και να παραμένει όσο μακρύτερα μπορεί, όπως έχει κάνει και ο υπόλοιπος κόσμος.
Αυτό που «έσυρε» τις ΗΠΑ στο παιχνίδι ήταν μια δήλωση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2012, όταν είπε ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Δεν εννοούσε ότι ήθελε να εμπλακεί. Έθεσε την «κόκκινη γραμμή» γιατί θεωρούσε ότι ήταν ένα πράγμα που ο Ασάντ δεν θα δοκίμαζε. Ήταν μια απόπειρα να παραμείνει εκτός πεδιάς, όχι μια ανακοίνωση που έδειχνε εμπλοκή. Στη πραγματικότητα, υπήρχαν ήδη αποδείξεις για χημικές επιθέσεις μικρής κλίμακας και ο αμερικανός Πρόεδρος είχε αποφύγει να δεσμευτεί.
Οι «κυνηγοί» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουάσινγκτον
Αυτή τη φορά, με τους μεγάλους διεθνείς εταίρους των ΗΠΑ να ζητούν δράση, ο Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν είχε επιλογή. Άλλωστε, δέχτηκε και πιέσεις από μια συγκεκριμένη «κλίκα» στο συμβουλευτικό του επιτελείο.Για παράδειγμα, η Susan Rice, μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, τίθεται υπέρ της χρήσης στρατιωτικής βίας σε περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεγάλης κλίμακας.
Κάποιος θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι είχε ταχθεί υπέρ του πολέμου στο Ιράκ κατά του Σαντάμ Χουσείν, τρανταχτό παράδειγμα εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δεν το είχε κάνει. Πάντως το θέμα είναι ότι, εγκαταλείποντας το Ιράκ, αυτή η κλίκα συμβούλων αισθάνθηκε ότι οι ΗΠΑ απέτυχαν να εκπληρώσουν τις ηθικές τους δεσμεύσεις στη Ρουάντα, ενώ χαιρέτισε την επέμβαση στο Κόσοβο.
Η εν λόγω κλίκα δεν είναι μικρή και έχει τις ρίζες της σε μια σημαντική τάση της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας, η οποία θεωρεί τον Β' Παγκόσμιο ως «τον τέλειο πόλεμο», επειδή είχε στραφεί κατά ενός ανείπωτου κακού, και όχι για στρατηγικά ή υλικά οφέλη.
Ο Β' Παγκόσμιος βέβαια ήταν πολύ πιο πολύπλοκος από αυτό, αλλά υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας στην εν λόγω αντίληψη. Και ο κόσμος, συνολικά, ενέκρινε την αμερικανική εμπλοκή τότε.
Για την κλίκα του Λευκού Οίκου, αυτό ήταν το μοντέλο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Διασφαλισμένη από την απόσταση και την ισχύ της η υπερδύναμη δεν θα έπρεπε να αποτελεί μια τυπική ανασφαλή πολιτική δύναμη, αλλά να χρησιμοποιεί αυτή της τη δύναμη για να αποτρέπει τις πιο ακραίες μορφές αδικίας ανά τον κόσμο.
Για αυτούς, όλα τα κακά του εμφυλίου στη Συρία ήταν αποτέλεσμα των πρακτικών του καθεστώτος Ασάντ. Η κλίκα αυτή είχε μια ενδιαφέρουσα οπτική. Επικεντρώθηκε στις τρέχουσες αδικίες χωρίς να γνωρίζει, να ενδιαφέρεται να μάθει ή να πιστέψει ότι αυτό που θα ακολουθήσει ενδέχεται να είναι ακόμη χειρότερο.
Θυμάμαι να διαπληκτίζομαι με ακαδημαϊκούς συναδέλφους μου πριν την πτώση του Σάχη της Περσίας, σημειώνοντας ότι ενώ ήταν σίγουρα ένας δολοφόνος, τόσο εμείς όσο και οι Ιρανοί πολίτες θα μετανιώναμε για αυτό που θα ερχόταν μετά. Πάντοτε υπήρχε μια ρομαντική πεποίθηση ότι ο λαός στους δρόμους είναι πάντοτε πιο ενάρετος από τον τύραννο στο παλάτι του. Κάποιες φορές αυτή η άποψη είναι σωστή. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ωστόσο ότι η πτώση του Σάχη μείωσε το συνολικό αριθμό των ανθρώπων που υποφέρουν.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης υπήρξε ένας εξευγενισμός των ανθρώπων που κατέβαιναν στους δρόμους, ιδίως στις ΗΠΑ. Υπήρχε η πεποίθηση, ιδίως από αυτούς που θεωρούσαν πρωταρχική ευθύνη των ΗΠΑ την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι η πλειοψηφία των αντιφρονούντων ήθελε να δημιουργήσει μια δημοκρατία αμερικανικού τύπου.
Είναι μεγάλη ειρωνεία ότι δυο ομάδες που απεχθάνονται η μία την άλλη –οι νέοσυντηρητικοί και οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- είχαν την ίδια άποψη, ότι εάν εξαφανίσεις τους τυράννους, αυτό που θα προκύψει είναι συνταγματικές δημοκρατίες που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Rice το 2013 ανέλαβε τον ίδιο ρόλο που είχε αναλάβει ο Paul Wolfowitz το 2003, επί προεδρίας Bush.
Ως εκ τούτου, η αποκαθήλωση του Ασάντ αποτέλεσε στόχο εξωτερικής πολιτικής για τους συμβούλους - υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίοι απογοητεύτηκαν όταν, αντί για επέμβαση, ο Ομπάμα έβαλε «κόκκινες γραμμές». Όταν η «κόκκινη γραμμή» φάνηκε να παραβιάζεται, ζήτησαν επιτακτικά την ανάληψη δράσης.
Ο Ομπάμα έχει πλέον μάθει δυο-τρία πράγματα για τη δύναμη του όχλου, Αράβων ή όχι. Είναι λιγότερο ρομαντικός για τις προθέσεις τους, ιδίως μετά τη Λιβύη. Υστερα από τη Λιβύη, γνώριζε επίσης ότι μετά τους πανηγυρισμούς, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να ζήσουν με το χάος μιας νέας τυραννίας. Δεν ήθελε να επιτεθεί και αυτό ήταν σαφές τις πρώτες μέρες μετά τα γεγονότα στη Συρία.
Υπήρχαν δύο λόγοι πίσω από αυτό. Πρώτον, είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στις επιλογές του πλήθους. Δεύτερον, είχε ορκιστεί να μην οδηγήσει τις ΗΠΑ σε έναν ακόμη πόλεμο, όπως είχε κάνει ο Μπους, χωρίς διεθνή στήριξη και νομιμοποίηση από τον ΟΗΕ, και υπό το βάρος της δύναμης που ηγείται. Στη Λιβύη, ο πόλεμος ξεκίνησε με τους Γάλλους στην πρώτη γραμμή και σταδιακά, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν τις απαιτούμενες δυνάμεις και η Γαλλία όχι, ώθησε τις ΗΠΑ στην θέση του αρχηγού, κάτι που ο Ομπάμα δεν επιθυμούσε να αναλάβει εκ νέου.
Εκτός της εσωτερικής πίεσης από τις ομάδες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ομπάμα δέχτηκε πιέσεις και από τρεις χώρες «κλειδιά: Την Βρετανία, τη Γαλλία και την Τουρκία.
Ιδίως η Τουρκία ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον αμερικανό πρόεδρο. Οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν διαταραχθεί από το 2003, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να αφήσει τις αμερικανικές δυνάμεις να επιτεθούν στο Ιράκ από τα εδάφη της. Μπορεί μια ανταπόκριση στο τουρκικό αίτημα να ήταν ελκυστική ιδέα, αλλά ο Ομπάμα δεν ήταν προετοιμασμένος να κάνει περισσότερα από μια συμβολική επίθεση με πυραύλους κατά αβέβαιων στόχων, όπως κατά εγκαταστάσεων με ρουκέτες που ενδέχεται να περιείχαν χημικά. Η Τουρκία όμως απαιτούσε μια παρέμβαση όπως στο Κόσοβο, που θα σχεδιαζόταν για να απομακρύνει το καθεστώς από την εξουσία. Ο Ομπάμα αντιστάθηκε, όχι επί της αρχής μιας επίθεσης, αλλά επί της κλίμακας της επέμβασης που ζητούσε η Τουρκία.
Ο διστακτικός ηγέτης της συμμαχίας
Τότε κάτι ενδιαφέρον συνέβη. Στην πορεία της προηγούμενης εβδομάδας αντί οι ΗΠΑ να ακολουθούν τις άλλες χώρες στις εκκλήσεις για δράση, η Ουάσιγκτον έγινε κύριος συνήγορος της ανάγκης για επέμβαση. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Η παρουσία της στον συνασπισμό κυριαρχεί επί αυτού. Εν μέρει, είναι η στρατιωτική ισχύς. Εχει δυνατότητες που οι άλλοι δεν έχουν. Εν μέρει είναι η πολιτική. Οι ΗΠΑ μπορούν να οργανώσουν μια παγκόσμια συμμαχία όταν κανείς άλλος δεν μπορεί.Ο Ομπάμα ήταν προετοιμασμένος όταν έβαλε την «κόκκινη γραμμή» -και υπό την πίεση των βασικών συμβούλων του- να συμμετέχει στη συμμαχία. Εμεινε, νομίζω, έκπληκτος όταν οι ΗΠΑ έπαψαν να είναι μέρος μιας συμμαχίας αλλά ο ηγέτης και ο εμπνευστής. Η όλη ιδέα είχε γίνει δική του. Δεν ήταν, όμως, σίγουρος για το τι θα κάνει με αυτή την «τιμή».
Τότε το Βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε κατά της επέμβασης και ο πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον, ένας σύμμαχος από την αρχή, έπρεπε να αποχωρήσει. Οι Βρετανοί συμμετείχαν στους πολέμους των αμερικανών. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν βοηθήσει να εξυφανθεί η συμμαχία, αλλά το κοινοβούλιο ψήφισε αρνητικά με αρκετά από τα μέλη του να λένε ότι η Βρετανία δεν είναι πια το "σκυλάκι" των Αμερικανών. Ο Ομπάμα που είχε δουλέψει σκληρά ώστε να αποφύγει την ηγεσία μετατράπηκε για το βρετανικό κοινοβούλιο σε George W. Bush.
Υπήρξε και διπλωματία παρασκηνίου, όπως πάντα υπάρχει. Στο επίκεντρο ήταν η Ρωσία. Η χώρα υποστήριξε τη φατρία των Ασαντ από την δεκαετία του 1970 και το πραξικόπημα του Χαφέζ Αλ Ασαντ, οπότε η Σοβιετική Ενωση έδωσε στήριξη στο καθεστώς. Οι σχέσεις τους πάνε πολύ πίσω και η Σοβιετική (τώρα Ρωσική) επιρροή στη Συρία έχει χτιστεί τόσο σε θεσμικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Οι Ρώσοι ήταν απόλυτα δεσμευμένοι στην επιβίωση του καθεστώτος.
Οι ΗΠΑ κινήθηκαν με λιγότερο πάθος, αλλά ο Ομπάμα, αν και πρόθυμος να κάνει την μικρότερη δυνατή χειρονομία για να ικανοποιήσει το αίσθημα περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σκέφτηκε το τι θα έρθει αργότερα και δεν ήθελε να δει το καθεστώς να πέφτει. Σε αυτό Ρώσοι και Αμερικανοί έχουν κοινό συμφέρον.
Στην διάρκεια της εβδομάδας ο Πρόεδρος άρχισε να εστιάζει την προσοχή του στον Μπασάρ Αλ Ασαντ, καθιστώντας τον προσωπικά υπεύθυνο για τις επιθέσεις με τα χημικά ακόμα και αν αυτός δεν ήξερε και κάποιος χαμηλόβαθμος αξιωματούχος το έπραξε.
Η εστίαση στον Ασαντ έμοιαζε να δείχνει προς μια κατεύθυνση. Αν ο τελευταίος και ορισμένοι στενοί υποστηρικτές του, αποχωρούσαν από την εξουσία, το καθεστώς θα μπορούσε να συνεχίσει. Το καθεστώς είναι μια πολύπλοκη και διαρκής οντότητα. Εχει επιβιώσει από δυο χρόνια εμφύλιο πόλεμο. Δεν είναι απλά μια προσωπική τυραννία αλλά μια κυβέρνηση στην οποία πολύ άνθρωποι
έχουν στηριχθεί. Θα επιβίωνε και χωρίς αυτόν.
Το να ξεφορτωθεί τον Ασαντ και να κρατήσει το καθεστώς ώστε να μπλοκάρει τους τζιχαντιστές θα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα απ' όλο αυτό. Βέβαια ενώ οι Τούρκοι θέλουν περισσότερα, οι Ρώσοι δεν θέλουν τίποτα απ' όλα αυτά. Εχτισαν την αξιοπιστία τους στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη στηριγμένοι στην αδυναμία των αμερικανών και δεν βλέπουν λόγο να διασώσουν τον Ομπάμα. Δεν επρόκειτο άλλωστε να πάρει τα απαραίτητα ρίσκα για να ρίξει το καθεστώς.
Οι ρωσικοί υπολογισμοί έγιναν υπό το πρίσμα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να επιβάλουν ένα διεθνές σύστημα στην περιοχή εξαιτίας της πολιτικής αδυναμίας στο εσωτερικό. Κατά συνέπεια οι Ρώσοι είχαν μια σπάνια ευκαιρία να επιβάλουν, αν όχι ένα σύστημα, μια παρουσία. Περισσότερο απ' όλα η άποψη των Ρώσων ήταν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τις ΗΠΑ παρά την ανισορροπία της δύναμης της. Ο Ομπάμα δεν ήταν πιθανό να αναλάβει δράση.
Αλλοι, όπως οι Πολωνοί που συμμετείχαν με τους αμερικανούς στο Ιράκ και το Αφγανιστάν επίσης αποτραβήχτηκαν. Η περίπτωσή τους είναι ενδιαφέρουσα, καθώς ήταν οι ποιο πρόθυμοι για συνεργασία με τους αμερικανούς αλλά και αυτοί που αισθάνθηκαν περισσότερο προδομένοι μην εξασφαλίζοντας μια αμερικανική δέσμευση για σημαντική στρατιωτική βοήθεια και συνεργασία. Εβαλαν στόχο να πουν στους αμερικανούς ότι δεν θα υποστηρίξουν δράση στη Συρία, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τη Συρία, αλλά για να δείξουν τις συνέπειες την αμερικανικής πολιτικής ακόμα και για ένα αναλογικά μικρό «παίκτη».
Στο τέλος της εβδομάδας οι Ρώσοι είχαν εξαπολύσει ύβρις κατά του Ομπάμα, οι Βρετανοί τελικά αποδεσμεύτηκαν από την αμερικανική κυριαρχία και οι Τούρκοι ήταν έξαλλοι με την αδυναμία των Αμερικανών. Οι Γάλλοι (η ροή παρεμβάσεων της χώρας είναι συναρπαστική, Λιβύη, Μάλι και τώρα Συρία) στάθηκαν στο πλευρό των ΗΠΑ. Αυτή είναι μια ιστορία που πρέπει να γραφεί, αλλά όχι εδώ. Και οι Καναδοί αποφάσισαν ότι όσο και αν αντιπαθούν τη χρήση χημικών όπλων, δεν θα είναι διαθέσιμοι.
Το δίλημμα των ΗΠΑ
Είναι εύκολο να κατηγορήσεις τον Ομπάμα για το ότι έχασε τον έλεγχο της κατάστασης αλλά είναι πολύ απλοϊκό. Κάθε διοίκηση έχει την ιδεολογία της, κάθε πρόεδρος θέλει συμμάχους και κανένας δεν θέλει να πάει σε πόλεμο χωρίς αυτούς τους συμμάχους να πετούν με τα αεροσκάφη τους δίπλα. Θα ήταν καλό οι ΗΠΑ να είναι σαν μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά δεν είναι. Τη στιγμή που μπαίνει σε μια συμμαχία, ηγείται αυτής.Οι ΗΠΑ είχαν στρατηγικό συμφέρον καμία φατρία να μην πάρει τον έλεγχο στη Συρία και την «Λιβανοποιήσει». Είναι σκληρό αλλά είναι αλήθεια και οι ΗΠΑ δεν ήταν η μόνη χώρα με αυτό το συμφέρον. Επίσης αυτό είναι εκτός της ιδεολογίας της προεδρίας και των «θέλω» βασικών της μελών. Ο πρόεδρος ακροβάτησε ανάμεσα στην αλλαγή καθεστώτος και την «μη δράση» (ή μια μικρή δράση που θα αφήσει το καθεστώς στην εξουσία). Όλα αυτά είναι που πρέπει να κάνουν οι πρόεδροι.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι το εξής: Μετά τους ισλαμικούς πολέμους οι ΗΠΑ, όπως συνέβη στο παρελθόν, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την παρουσία τους στον κόσμο και παρότι απολαμβάνουν τα οφέλη από το να είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο να μην πληρώσουν πολιτικά ή στρατιωτικά το τίμημα. Είναι μια στρατηγική που είναι αδύνατο να είναι διατηρήσιμη, όπως έμαθαν μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βιετνάμ και την Καταιγίδα της Ερήμου. Είναι ένα σαγηνευτικό όραμα, αλλά και μια φαντασίωση.
Χωρίς απόλυτη κατανόηση της στρατηγικής μας, είναι αδύνατο να δηλωθεί σαφώς το εθνικό συμφέρον, το ποια πράγματα μετρούν και ποια όχι. Η Συρία, πάντως όχι. Αλλά οδηγούμενος από μια ανεπαρκή εθνική στρατηγική ο πρόεδρος παγιδεύτηκε από εσωτερικές ιδεολογίες, την προτίμηση σε ξένους συμμάχους και τον πειρασμό να κάνει κάτι, όσο αναποτελεσματικό και αν είναι. Αλλά όπως ξέρουμε το αναποτελεσματικό συχνά κοστίζει ακριβότερα από το αποτελεσματικό. Το να γνωρίζεις το που θα είσαι αποτελεσματικός και που θα προσπεράσεις είναι κρίσιμο.
Τίποτα δεν τελείωσε. Αν το Κογκρέσο ψηφίσει υπέρ του χτυπήματος, το πιθανότερο είναι ότι ο Ομπάμα θα κάνει κάτι. Αλλά σε αυτό το σημείο θα το κάνει μόνος του και ο αναπόφευκτος θάνατος αθώων, ακόμα και στην μικρότερη επίθεση, θα έχει ως αποτέλεσμα να δεχθεί πυρά από κάποιους από όσους σήμερα είναι οι περισσότερο πιεστικοί στο να δράσει για τα εγκλήματα πολέμου στη Συρία.
Δεν είναι εύκολο να είσαι πρόεδρος, ούτε είναι εύκολο να έχεις την μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Είναι ωραίο να μπορεί κανείς να κάνει κρίσεις για το ηθικό ανάστημα ανδρών όπως ο Ασαντ αλλά -δυστυχώς- να μην έχεις τη δύναμη να κάνεις κάτι. Η ζωή γίνεται δύσκολη όταν η ηθική κρίση σε οδηγεί να κάνεις κάτι γιατί μπορείς. Αυτό σε μαθαίνει να είσαι προσεκτικός στις κρίσεις σου, καθώς ο κόσμος και θα απαιτήσει να δράσεις και θα σε καταδικάσει γιατί το έκανες.
* Ο κ. George Friedman είναι ο ιδρυτής και CEO του αμερικανικού think tank Stratfor.