Της Μαριλένας Κοππά*
Η 3η Σεπτεμβρίου του 1974 υπήρξε η αφετηρία μιας σειράς ριζοσπαστικών αλλαγών και «ρεαλιστικών συμβιβασμών». Στις σημερινές συνθήκες, όπου η πολιτεία και η πολιτική βιώνουν μια πρωτοφανή και αλληλένδετη κρίση, το πνεύμα της αποτίμησης πρέπει να υπερισχύσει του πνεύματος της επετείου.Το πρώτο συστατικό στοιχείο της 3ης του Σεπτέμβρη ήταν μια ηθελημένη στρατηγική ασάφεια όσον αφορά την ιδεολογική τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ. Σ’ ένα και μοναδικό κόμμα συνυπήρχαν μαρξιστικής αναφοράς ηττημένοι του εμφυλίου, εκσυγχρονιστές σοσιαλδημοκράτες και βετεράνοι του αντιδικτατορικού αγώνα, μαζί με δοκιμασμένους «πολιτικούς καριέρας» της Ενωσης Κέντρου. Αλλά ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις ήταν η δύναμη του ΠΑΣΟΚ.
Η μαρξιστική και «αγωνιστική» τάση έδωσε στο ΠΑΣΟΚ τον αέρα ενός κινήματος κοινωνικής ανατροπής, προσφέροντας εχέγγυα ηθικής ακεραιότητας. Η δεύτερη τάση παρείχε τη διαβεβαίωση ότι η χώρα θα ανταποκριθεί σε πραγματικές προκλήσεις, διεθνείς και εσωτερικές. Η τρίτη τάση διαβεβαίωνε τον κόσμο ότι, πράγματι, η εξουσία ήταν όχι απλώς το μέσο αλλά και ο στόχος. Με άλλα λόγια, η ασαφής ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ σήμαινε ότι μπορούσε να εκφράσει μια σειρά από κοινωνικά στρώματα, συντηρητικά και ριζοσπαστικά.
Μια ιστορική αφήγηση του κινήματος θα τόνιζε ότι το 1981 παγιώνεται η Δημοκρατία στη χώρα, με το «άλλο μισό» του ελληνικού λαού να αποκτά και αυτό φωνή στο πολιτικό σύστημα, ενώ εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η ψήφος μπορεί να φέρει την «αλλαγή» σε μια δημοκρατία. Αλλά θα στεκόταν και σε σημεία-σταθμούς, όπως η δημιουργία καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών χωρίς προηγούμενο, η εντυπωσιακή διεύρυνση της μεσαίας τάξης ή η μαζική συμμετοχή στην πολιτική. Η Ελλάδα κατέκτησε μια μεσαία θέση στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος ενώ αυξήθηκε η ευημερία και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών της. Ομως, καμία επιτυχία δεν ήταν απλώς «ηρωική».
Η πικρή αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προχώρησε στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων με ανακατανομή εισοδήματος αλλά, αρχικά, με τα γνωστά ευρωπαϊκά «πακέτα» και στη συνέχεια με δημόσιο δανεισμό. Σήμερα, η αναδρομική κριτική λέει ότι αν και το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε θεαματικά, ουσιαστικά αφομοιώθηκε ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα που απαιτούσε ταξική εξισορρόπηση με παροχές και «αντίδωρα»: ένα επίδομα, μία θέση στο Δημόσιο…
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προχώρησε σε έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των δομών της δημόσιας διοίκησης, ενώ το κράτος εξακολουθούσε να θεωρείται κομματικό λάφυρο. Μ’ αυτή την αναδρομική κριτική το ΠΑΣΟΚ κατηγορείται ότι αφομοίωσε τη ριζοσπαστική δυναμική ενός κινήματος εκσυγχρονισμού, διατηρώντας παλαιές δομές άθροισης συμφερόντων, αντί να θεμελιώσει θεσμούς που θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια του κράτους. Την ίδια όμως στιγμή, αυτή η ιστορικά ανεπανάληπτη περίοδος κοινωνικής κινητικότητας άλλαξε ριζικά τους Ελληνες, συντελώντας σε άλματα τεχνογνωσίας, διοικητικής ικανότητας, υποδομών και, τελικά, απαιτήσεων από την πολιτική τους ηγεσία. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και κάθε κίνημα, επέλεξε τις μάχες του και κρίνεται κυρίως για αυτές που δεν έδωσε.
Εάν κανείς αποστασιοποιηθεί από την ανάγκη εορτασμού ή αναδρομικής καταδίκης της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, τότε θα δει ότι πράγματι η ημερομηνία είναι ορόσημο αλλαγών. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς «ουδέτερος» στην αξιολόγηση του ΠΑΣΟΚ ως ιστορικού πολιτικού υποκειμένου.
Υποκειμενικά λοιπόν μιλώντας, το ΠΑΣΟΚ έχει σήμερα μετατραπεί σε «διαχειριστή» της συμβολικής σημασίας της 3ης Σεπτεμβρίου. Σήμερα πλέον ξέρουμε πόσο εφήμερα είναι τα αποτελέσματα ενός «δανεικού» ταξικού μετασχηματισμού. Το κόμμα έχει, με μικρές αντιστάσεις, αποδεχτεί την ταύτιση απορρύθμισης και μεταρρύθμισης, στο πλαίσιο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που επιβάλλει το μνημόνιο. Ομως, επειδή δεν υπάρχει παρθενογένεση, αξίζει να δούμε την παρακαταθήκη της 3ης του Σεπτέμβρη όχι ως κομματική περιουσία αλλά ως μια σειρά αιτημάτων και κατακτήσεων. Αυτά παραμένουν επίκαιρα.
Το αίτημα του προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν μπορεί πλέον να βασιστεί στα εχέγγυα της ηθικής ακεραιότητας των αγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα. Η κοινωνία ψάχνει ηγεσία που να εκφράζει τα αναγκαία, επίκαιρα «όχι» με προσωπικό κόστος. Σε μια εποχή «φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού», δεν ψάχνει ηγέτες αλάθητους ή «στεγνούς» τεχνοκράτες που εισάγουν συνταγές, αλλά πολιτικούς με δική τους άποψη και γνώση, που αντιμετωπίζουν σ’ εθνικό πλαίσιο διεθνείς προκλήσεις. Τέλος, η κοινωνία δεν ψάχνει απλά και μόνο την αλήθεια του προβλήματος. Ψάχνει για τη δυνατότητα μαζικής συμμετοχής στην απάντηση στην κρίση.
Ως κοινωνία, δεν αναζητούμε μια νέα επετειακή αφετηρία αλλά έναν νέο προσανατολισμό. Ποιος προοδευτικός άνθρωπος πιστεύει ότι η Ελλάδα που σύρθηκε στα τρία Μνημόνια και τα δύο «κουρέματα» μπορεί ν’ αποτελέσει βάση για την οικοδόμηση του αύριο; Το αίτημα ξανά, όπως πάντα, είναι ο δίκαιος κοινωνικός μετασχηματισμός. Ομως πια οι μύθοι ξέφτισαν και τα στερεότυπα πεθαίνουν. Οφείλουμε να πούμε αλήθειες: η άποψη ότι είναι εφικτή μια ολοκληρωτική επανεκκίνηση μοιάζει με φαντασίωση. Και, πάντως, δεν πείθει. Σε μια δημοκρατία, το προοδευτικό προέρχεται από τη συλλογική επανατοποθέτηση έναντι παλαιών και νέων προκλήσεων. Και η μεγάλη πρόκληση είναι το σοσιαλδημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό αίτημα να μπορέσει να εκφραστεί αυθεντικά, όπως απαιτεί η εποχή.
………………………………………………………………………………………………………………
* Ευρωβουλευτής
Η 3η Σεπτεμβρίου του 1974 υπήρξε η αφετηρία μιας σειράς ριζοσπαστικών αλλαγών και «ρεαλιστικών συμβιβασμών». Στις σημερινές συνθήκες, όπου η πολιτεία και η πολιτική βιώνουν μια πρωτοφανή και αλληλένδετη κρίση, το πνεύμα της αποτίμησης πρέπει να υπερισχύσει του πνεύματος της επετείου.Το πρώτο συστατικό στοιχείο της 3ης του Σεπτέμβρη ήταν μια ηθελημένη στρατηγική ασάφεια όσον αφορά την ιδεολογική τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ. Σ’ ένα και μοναδικό κόμμα συνυπήρχαν μαρξιστικής αναφοράς ηττημένοι του εμφυλίου, εκσυγχρονιστές σοσιαλδημοκράτες και βετεράνοι του αντιδικτατορικού αγώνα, μαζί με δοκιμασμένους «πολιτικούς καριέρας» της Ενωσης Κέντρου. Αλλά ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις ήταν η δύναμη του ΠΑΣΟΚ.
Η μαρξιστική και «αγωνιστική» τάση έδωσε στο ΠΑΣΟΚ τον αέρα ενός κινήματος κοινωνικής ανατροπής, προσφέροντας εχέγγυα ηθικής ακεραιότητας. Η δεύτερη τάση παρείχε τη διαβεβαίωση ότι η χώρα θα ανταποκριθεί σε πραγματικές προκλήσεις, διεθνείς και εσωτερικές. Η τρίτη τάση διαβεβαίωνε τον κόσμο ότι, πράγματι, η εξουσία ήταν όχι απλώς το μέσο αλλά και ο στόχος. Με άλλα λόγια, η ασαφής ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ σήμαινε ότι μπορούσε να εκφράσει μια σειρά από κοινωνικά στρώματα, συντηρητικά και ριζοσπαστικά.
Μια ιστορική αφήγηση του κινήματος θα τόνιζε ότι το 1981 παγιώνεται η Δημοκρατία στη χώρα, με το «άλλο μισό» του ελληνικού λαού να αποκτά και αυτό φωνή στο πολιτικό σύστημα, ενώ εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η ψήφος μπορεί να φέρει την «αλλαγή» σε μια δημοκρατία. Αλλά θα στεκόταν και σε σημεία-σταθμούς, όπως η δημιουργία καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών χωρίς προηγούμενο, η εντυπωσιακή διεύρυνση της μεσαίας τάξης ή η μαζική συμμετοχή στην πολιτική. Η Ελλάδα κατέκτησε μια μεσαία θέση στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος ενώ αυξήθηκε η ευημερία και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών της. Ομως, καμία επιτυχία δεν ήταν απλώς «ηρωική».
Η πικρή αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προχώρησε στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων με ανακατανομή εισοδήματος αλλά, αρχικά, με τα γνωστά ευρωπαϊκά «πακέτα» και στη συνέχεια με δημόσιο δανεισμό. Σήμερα, η αναδρομική κριτική λέει ότι αν και το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε θεαματικά, ουσιαστικά αφομοιώθηκε ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα που απαιτούσε ταξική εξισορρόπηση με παροχές και «αντίδωρα»: ένα επίδομα, μία θέση στο Δημόσιο…
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προχώρησε σε έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των δομών της δημόσιας διοίκησης, ενώ το κράτος εξακολουθούσε να θεωρείται κομματικό λάφυρο. Μ’ αυτή την αναδρομική κριτική το ΠΑΣΟΚ κατηγορείται ότι αφομοίωσε τη ριζοσπαστική δυναμική ενός κινήματος εκσυγχρονισμού, διατηρώντας παλαιές δομές άθροισης συμφερόντων, αντί να θεμελιώσει θεσμούς που θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια του κράτους. Την ίδια όμως στιγμή, αυτή η ιστορικά ανεπανάληπτη περίοδος κοινωνικής κινητικότητας άλλαξε ριζικά τους Ελληνες, συντελώντας σε άλματα τεχνογνωσίας, διοικητικής ικανότητας, υποδομών και, τελικά, απαιτήσεων από την πολιτική τους ηγεσία. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και κάθε κίνημα, επέλεξε τις μάχες του και κρίνεται κυρίως για αυτές που δεν έδωσε.
Εάν κανείς αποστασιοποιηθεί από την ανάγκη εορτασμού ή αναδρομικής καταδίκης της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, τότε θα δει ότι πράγματι η ημερομηνία είναι ορόσημο αλλαγών. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς «ουδέτερος» στην αξιολόγηση του ΠΑΣΟΚ ως ιστορικού πολιτικού υποκειμένου.
Υποκειμενικά λοιπόν μιλώντας, το ΠΑΣΟΚ έχει σήμερα μετατραπεί σε «διαχειριστή» της συμβολικής σημασίας της 3ης Σεπτεμβρίου. Σήμερα πλέον ξέρουμε πόσο εφήμερα είναι τα αποτελέσματα ενός «δανεικού» ταξικού μετασχηματισμού. Το κόμμα έχει, με μικρές αντιστάσεις, αποδεχτεί την ταύτιση απορρύθμισης και μεταρρύθμισης, στο πλαίσιο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που επιβάλλει το μνημόνιο. Ομως, επειδή δεν υπάρχει παρθενογένεση, αξίζει να δούμε την παρακαταθήκη της 3ης του Σεπτέμβρη όχι ως κομματική περιουσία αλλά ως μια σειρά αιτημάτων και κατακτήσεων. Αυτά παραμένουν επίκαιρα.
Το αίτημα του προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν μπορεί πλέον να βασιστεί στα εχέγγυα της ηθικής ακεραιότητας των αγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα. Η κοινωνία ψάχνει ηγεσία που να εκφράζει τα αναγκαία, επίκαιρα «όχι» με προσωπικό κόστος. Σε μια εποχή «φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού», δεν ψάχνει ηγέτες αλάθητους ή «στεγνούς» τεχνοκράτες που εισάγουν συνταγές, αλλά πολιτικούς με δική τους άποψη και γνώση, που αντιμετωπίζουν σ’ εθνικό πλαίσιο διεθνείς προκλήσεις. Τέλος, η κοινωνία δεν ψάχνει απλά και μόνο την αλήθεια του προβλήματος. Ψάχνει για τη δυνατότητα μαζικής συμμετοχής στην απάντηση στην κρίση.
Ως κοινωνία, δεν αναζητούμε μια νέα επετειακή αφετηρία αλλά έναν νέο προσανατολισμό. Ποιος προοδευτικός άνθρωπος πιστεύει ότι η Ελλάδα που σύρθηκε στα τρία Μνημόνια και τα δύο «κουρέματα» μπορεί ν’ αποτελέσει βάση για την οικοδόμηση του αύριο; Το αίτημα ξανά, όπως πάντα, είναι ο δίκαιος κοινωνικός μετασχηματισμός. Ομως πια οι μύθοι ξέφτισαν και τα στερεότυπα πεθαίνουν. Οφείλουμε να πούμε αλήθειες: η άποψη ότι είναι εφικτή μια ολοκληρωτική επανεκκίνηση μοιάζει με φαντασίωση. Και, πάντως, δεν πείθει. Σε μια δημοκρατία, το προοδευτικό προέρχεται από τη συλλογική επανατοποθέτηση έναντι παλαιών και νέων προκλήσεων. Και η μεγάλη πρόκληση είναι το σοσιαλδημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό αίτημα να μπορέσει να εκφραστεί αυθεντικά, όπως απαιτεί η εποχή.
………………………………………………………………………………………………………………
* Ευρωβουλευτής