Του Martin Ravallion
Κατά τα τελευταία 200 χρόνια ο κόσμος στο σύνολό του έχει δει μια σημαντική μείωση στη συχνότητα εμφάνισης της απόλυτης φτώχειας. Η επιτυχία της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα στην μείωση της απόλυτης φτώχειας είναι γνωστή, όπως είναι και η επιτυχία της Κίνας και της Ινδίας σε πιο πρόσφατες εποχές. Έχουμε δει επίσης, ενθαρρυντικά σημάδια ταχύτερης προόδου κατά της φτώχειας σε μεγάλο μέρος της Αφρικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στον κόσμο με λιγότερο από (ας πούμε) 1 δολάριο την ημέρα έχει μειωθεί από 80% και πλέον που ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα σε κάτω από 20% που είναι σήμερα.
Είδαμε επίσης μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο σκέψης σχετικά με τη φτώχεια. Οι παρατηρήσεις της φτώχειας αλληλεπιδρούσαν με τις προηγούμενες «θεωρίες» (συμπεριλαμβανομένων των ιδεολογιών) για να δώσουν μια «ερμηνεία» των αιτιών της φτώχειας, με πιθανές συνέπειες από την ανάληψη δράσης. Από τον τρόπο σκέψης του παρελθόντος μπορούν να διακριθούν δύο ερμηνείες, τόσο λόγιες, όσο και λαϊκές.
• Στην ερμηνεία «χρησιμότητα της φτώχειας», μερικοί άνθρωποι είναι φτωχοί σε μεγάλο βαθμό λόγω των επιλογών που κάνουν και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι έχουν τη δυνατότητα να είναι τίποτε άλλο από φτωχοί.
Και η φτώχεια τους θεωρείται απαραίτητη για την οικονομική επιτυχία της χώρας, η οποία χρήζει ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που ανυπομονούν να δουλέψουν και η αποφυγή της πείνας θεωρείται ως απαραίτητο κίνητρο για την αναζήτηση της προαναφερθείσας εργασίας. Η άποψη του Patrick Colquhoun (1806), του ιδρυτή της σύγχρονης αστυνομικής δύναμης, είναι μια δίκαιη εκπροσώπηση της ερμηνείας αυτής: «Η φτώχεια είναι ένα πολύ αναγκαίο και απαραίτητο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς την οποία τα έθνη και οι κοινότητες δε θα μπορούσαν να υπάρχουν σε μια κατάσταση πολιτισμού. Είναι η μοίρα του ανθρώπου, είναι η πηγή του πλούτου». Αυτή φαίνεται να ήταν η κυρίαρχη άποψη μέχρι και τον 19ο αιώνα και παραλλαγές της άποψης αυτής υπάρχουν μέχρι και σήμερα, αν και είναι σαφές πλέον πως δεν είναι κυρίαρχες.
Οι υποστηρικτές της «χρησιμότητας της φτώχειας» του παρελθόντος είχαν λίγες ελπίδες για τη μείωση της φτώχειας μέσω της τεχνικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης, με δεδομένη την φερόμενη έλλειψη «ηθικών περιορισμών» στους φτωχούς ανθρώπους. Κλασικοί οικονομολόγοι (από τον Adam Smith μέχρι και τον John Stuart Mill) αναγνώρισαν τη λογική των πολιτικών μαζικής εκπαίδευσης για την αλλαγή συμπεριφορών και ως εκ τούτου, την εξασφάλιση μεγαλύτερης υποστήριξης υπέρ της ανάπτυξης των φτωχών σε μια καπιταλιστική οικονομία. Αλλά υπήρχε ελάχιστος ενθουσιασμός για τη δημόσια παρέμβαση σχετικά με την προώθηση της βασικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρχε λογικά μεγάλος βαθμός στήριξης από τις ελίτ για τις πολιτικές που βοήθησαν την προστασία των ανθρώπων από την παροδική φτώχεια λόγω των κινδύνων ακόμα και όταν η μαζική φτώχεια ήταν δεδομένη (οι Old Poor Laws της Αγγλίας, που χρονολογούνται από τον καιρό της Βασίλισσας Elizabeth, ήταν ένα έγκαιρο και φαινομενικά επιτυχημένο παράδειγμα τέτοιων πολιτικών). Αλλά η ανάληψη δημόσιας δράσης για τη μείωση της χρόνιας φτώχειας είχε λίγους υποστηρικτές.
• Η δεύτερη, εναλλακτική ερμηνεία, θεωρεί ότι η φτώχεια απορρέει σε μεγάλο βαθμό από την αγορά και άλλες θεσμικές αδυναμίες.
Μια εκδοχή της ερμηνείας αυτής ήρθε στο προσκήνιο στα σοσιαλιστικά κινήματα στα μέσα του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η φτώχεια θεωρήθηκε ως αναπόφευκτη συνέπεια του καπιταλισμού. Όπως και οι κλασικοί οικονομολόγοι, ο Karl Marx ήταν επιφυλακτικός όσον αφορούσε τις προοπτικές ανάπτυξης για τη μείωση της φτώχειας στον καπιταλισμό, αλλά όχι λόγω των ηθικών παραπτωμάτων των φτωχών, απεναντίας πίστευε ότι η ολοκληρωτική απασχόληση θα ήταν αδύνατη και ότι ο «εφεδρικός στρατός» των ανέργων θα συγκρατούσε τυχόν αυξήσεις των μισθών.
Καθώς η οικονομική ανάλυση απέκτησε περισσότερο βάθος, προέκυψε μια εκδοχή της ιδέας των θεσμικών αποτυχιών σύμφωνα με την οποία οι αδυναμίες της αγοράς αλληλεπιδρούν με τις αρχικές ανισότητες για να εμποδίσουν την πρόοδο έναντι της φτώχειας. Για παράδειγμα, οι πιστωτικοί περιορισμοί συνεπάγονται ότι τα παιδιά των φτωχών οικογενειών δε προσελκύουν τις επενδύσεις - στη διατροφή, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση- που χρειάζονται για να ξεφύγουν τελικά από τη φτώχεια. Οι θετικές επιδράσεις, όπως η ύπαρξη ενός (θετικού) κατώτατου ορίου για το ανθρώπινο κεφάλαιο, προκειμένου αυτό να είναι παραγωγικό, δημιουργούν τη δυναμική για την ύπαρξη παγίδων που οδηγούν στη φτώχεια. Τα γενικά αποτελέσματα ισορροπίας, ιδίως όσον αφορά την κατανομή των κερδών της εργασίας, δεδομένου του άνισου ανθρώπινου κεφαλαίου, οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα οφέλη της τεχνικής προόδου αύξησης της εργασίας, μοιράζονται αρκετά άνισα. Οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν στο ότι δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τα προβλήματα αυτά. Υπήρχαν υπαινιγμοί αυτών των ιδεών στην οικονομική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, αλλά μια καλή ανάπτυξη αυτών των ιδεών δεν εμφανίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.
Αυτή η εκδοχή της ιδέας των θεσμικών αποτυχιών είδε τη φτώχεια ως μια κοινωνική αρρώστια που μπορεί να αποφευχθεί μέσω της δημόσιας δράσης σε μια καπιταλιστική οικονομία. Επιπλέον, η πράξη αυτή θεωρήθηκε με τον καιρό ως απόλυτα συνεπής με την ανάπτυξη σε μια τέτοια οικονομία. Πράγματι, οι σωστές πολιτικές αναμενόταν να συμβάλλουν στην εν λόγω ανάπτυξη με την άρση των υλικών περιορισμών της ελευθερίας του ατόμου, για να προωθήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Βήματα στη μετάβαση
Η υπεροχή της άποψης των θεσμικών αποτυχιών ήταν ιδιαίτερα άνιση κατά την πάροδο του χρόνου, με μεγάλες περιόδους αδράνειας και πολλές καθυστερήσεις. Ωστόσο, μπορούν να διακριθούν δύο σημαντικά ιστορικά βήματα, στα οποία δίνω τα ονόματα Πρώτος και Δεύτερος Διαφωτισμός της Φτώχειας. Ο Πρώτος Διαφωτισμός της Φτώχειας ήταν περίπου 20 χρόνια πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Άνθισαν οι κριτικές κατά των επικρατουσών κοινωνικών ιεραρχιών από το λαό στο Λονδίνο και το Παρίσι. Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα είχαν ως διάσημο αποκορύφωμά τους τη Γαλλική Επανάσταση. Τα φιλοσοφικά γραπτά των Immanuel Kant, Jean-Jacques Rousseau, Smith και άλλων εξέφρασαν ένα νέο σεβασμό για τους φτωχούς ανθρώπους ως ανθρώπους και όχι ως κάτι που εξυπηρετεί απλώς κάποιον αμιγώς αποφασιστικό ρόλο ως μέσο παραγωγής. Η ίδια η οικονομία θεωρήθηκε με τον καιρό ως ένα μέσο για την προώθηση της βελτίωσης όλων των συνθηκών διαβίωσης του ανθρώπου.
Η περίφημη κριτική του Smith της μερκαντιλιστικής άποψης ότι η πρόοδος μιας χώρας θα πρέπει να κρίνεται από το εμπορικό της ισοζύγιο, ήταν ένα σημαντικό βήμα στο άνοιγμα του δρόμου ώστε να θεωρηθεί (τελικά) η πρόοδος κατά της φτώχειας ως στόχος για την ανάπτυξη και όχι ως απειλή αυτής. Ο Smith τάχθηκε επίσης υπέρ της προώθησης πολιτικών κατά της φτώχειας, όπως οι δημόσιες επιδοτήσεις για την βοήθεια κάλυψης του κόστους μόρφωσης των «απλών ανθρώπων». Αλλά σε αυτό και σε άλλα κοινωνικά θέματα, ο Smith ήταν προφανώς πολύ πιο προοδευτικός από τους συναδέλφους ή βραχυπρόθεσμους οπαδούς του. Οι κλασικοί οικονομολόγοι, όπως ο Thomas Malthus και ο David Ricardo ήταν εχθρικοί στην ιδέα της πολιτικής κατά της φτώχειας, κάνοντας λόγο για δυσμενείς επιπτώσεις του κινήτρου, αν και (όχι για τελευταία φορά) στα αποτελέσματα είχαν σχεδόν σίγουρα υπερβάλλει, όπως στις έντονες και περιβόητες συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση των Poor Laws της Αγγλίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Ενώ η αναγνώριση ότι τα θεσμικά όργανα ήταν τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνα για τη φτώχεια ήταν ένα κρίσιμο βήμα, πέρασε πολύς καιρός πριν δούμε την εμφάνιση ολοκληρωμένων πολιτικών κατά της φτώχειας που θα μπορούσαν να προωθήσουν, καθώς και να προστατεύσουν.
Ο Δεύτερος Διαφωτισμός της Φτώχειας ήρθε περίπου στην περίοδο 1960-1980 και συνεχίζει να έχει επιρροή μέχρι και σήμερα. Με αυτόν είδαμε τόσο ένα μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης του συνολικού ποσοστού της φτώχειας, όσο και την εμφάνιση πνευματικά ισχυρότερων και καλύτερα ενημερωμένων επιχειρημάτων για την πολιτική κατά της φτώχειας. Η μαζική προσοχή που δόθηκε όσον αφορά τη φτώχεια, έφτασε επίσης το ιστορικό υψηλό της. Αυτό είναι προφανές αν κάποιος εισάγει τη λέξη «φτώχεια» στο Google Books Ngram Viewer: υπήρξε μια απότομη αύξηση κατά το 1960 και από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας αυτής, οι αναφορές στη «φτώχεια» ως ποσοστό του συνόλου των δημοσιευμένων λέξεων, έφθασαν το μέγιστο αριθμό τους σε 300 χρόνια, στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Η ερμηνεία των θεσμικών αποτυχιών νίκησε σαφώς αυτή της χρησιμότητας της φτώχειας. Οι συζητήσεις, φυσικά, συνέχισαν. Κάποιοι συνέχισαν να κατηγορούν τους φτωχούς ανθρώπους για τη φτώχεια τους. Κάποιοι δεν είδαν τη φτώχεια ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Ωστόσο, εμφανίστηκε μια αρκετά ευρεία συναίνεση ότι η φτώχεια ήταν ηθικά απαράδεκτη, και σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των νέων ελευθέρων χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου, υπήρξε νέα αισιοδοξία σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της καταπολέμησης της φτώχειας. Ενώ έγιναν λάθη και κάποια αισιόδοξα, αλλά κακοσχεδιασμένα σχέδια, απέτυχαν σύντομα, εμφανίστηκαν πολλές πολιτικές καινοτομίες τόσο στις πλούσιες, όσο και στις φτωχές χώρες. Τα κίνητρα των αποτελεσμάτων ήταν ακόμη υπό συζήτηση, αν και μπορούσαν να αντλήσουν στοιχεία από καλύτερες πηγές. Ένας συνδυασμός πολιτικών απευθείας προώθησης με την ισχυρή ανάπτυξη υπέρ των φτωχών σε μια λογικά ανοικτή οικονομία θεωρήθηκε με τον καιρό ως το κλειδί για την καταπολέμηση της φτώχειας. Οι προστατευτικές πολιτικές παλαιού τύπου ενσωμάτωσαν με τον καιρό και κίνητρα για την προώθηση, όπως η ενίσχυση φτωχών οικογενειών για τα έξοδα (συμπεριλαμβανομένου του διαφυγόντος εργατικού εισοδήματος) της μόρφωσης των παιδιών τους.
Ενώ τα θεμέλια για τη μετάβαση στον τρόπο σκέψης είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διαφωτισμού της Φτώχειας, ήταν πραγματικά μόνο από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά που έγινε κατανοητό ότι η ελευθερία, η καταξίωση και η γενικότερη ευημερία απαιτούν (μεταξύ άλλων) ότι οι άνθρωποι δεν παρακωλύονται από τη φτώχεια και ότι οι κυβερνήσεις είχαν την ευθύνη να βοηθήσουν στο να βεβαιώσουν ότι αυτό δε γινόταν. Οι φιλοσοφικές κι οικονομικές σκέψεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο (στα γραπτά των John Rawls, Amartya Sen και άλλων), αλλά το ίδιο έκαναν και δημοφιλέστερα έργα (όπως των Michael Harrington και JK Galbraith). Το κράτος φάνηκε να έχει ένα ρόλο στη διασφάλιση του ότι όλα τα άτομα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις βασικές υλικές συνθήκες για την εκπλήρωσή τους, κάτι που είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική προϋπόθεση για την ισότητα, αλλά και το κλειδί ώστε να αποφευχθούν παγίδες φτώχειας. Η καλή δημόσια εκπαίδευση, τα συμπαγή συστήματα υγείας και η οικονομική ένταξη όλων θεωρήθηκαν με τον καιρό ως στοιχεία ζωτικής σημασίας για να μπορέσει η επόμενη γενιά φτωχών οικογενειών να ξεφύγει για τα καλά από τη φτώχεια.
Για την εξήγηση τόσο αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης, όσο και της μείωσης της συχνότητας εμφάνισης της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεχωρίζουν τρεις παράγοντες που αλληλοενισχύονται: η νέα τεχνολογία, οι νέες γνώσεις και η πολιτική βούληση (Ravallion 2013a). Οι νέες τεχνολογίες δημιούργησαν οικονομικές ευκαιρίες και απαιτήσεις για νέες δεξιότητες στο εργατικό δυναμικό, τις οποίες μπορούσε να προσφέρει η μαζική εκπαίδευση. Ένα πιο έξυπνο εργατικό δυναμικό έπρεπε επίσης να είναι υγιές. Νέα δεδομένα, καθώς και νέες έρευνες σχετικά με τους φτωχούς ανθρώπους επηρέασαν την κοινή σκέψη και τη χάραξη πολιτικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, ενώ ήταν επίσης χρήσιμα μαθήματα προς τους φορείς χάραξης πολιτικής, για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών τους. Επίσης, τα δημοφιλή κείμενα, κοινωνικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, βοήθησαν στο να μετατραπεί η γνώση σε ευαισθητοποίηση του κοινού. Η επιτυχία των (συχνά επώδυνων) αγώνων για ευρεία πολιτική εκπροσώπηση ήρθε σχεδόν χέρι-χέρι με καλύτερα ενημερωμένες πολιτικές συζητήσεις και καλύτερες πολιτικές κι ενισχύθηκαν με τη νέα γνώση και την ευαισθητοποίηση.
Συμπεράσματα
Ζούμε σε έναν πολύ λιγότερο φτωχό κόσμο απ’ ό,τι 200 χρόνια πριν κι είναι ένας κόσμος που έχει γίνει γενικώς πιο έξυπνος όσον αφορά στην καταπολέμηση της φτώχειας. Η πρόκληση είναι αναμφισβήτητα αμφίδρομη ανάμεσα στην πρόοδο μας κατά της φτώχειας και την αλλαγή του τρόπου σκέψης. Είναι πολύ πιο δύσκολο να σημειωθεί ταχεία πρόοδος κατά της φτώχειας, όταν αυτή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και γενικά η λογική των 200 και πλέον χρόνων προηγουμένως, δε θα μπορούσε εύκολα να συνηθίσει με την ιδέα ενός κόσμου χωρίς φτώχεια. Με κάποιες οδυνηρά μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις (ο χρόνος που χρειάστηκε πριν τις πραγματικές αυξήσεις μισθών στον απόηχο της βιομηχανικής επανάστασης είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτος), η ανύψωση από την απόλυτη φτώχεια στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έγινε τελικά με τη βοήθεια της τεχνικής προόδου, της οικονομικής ανάπτυξης και (κυρίως) της συμπληρωματικής προόδου στους βασικούς τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες και κατά την πάροδο του χρόνου θεσπίστηκαν πολιτικές που διαβεβαίωναν πως από τις ευκαιρίες αυτές θα μπορούσαν να επωφεληθούν πολλοί άνθρωποι. Στη συνέχεια, εμφανίστηκαν νέες επιλογές για πιο επικεντρωμένες και αποτελεσματικές άμεσες παρεμβάσεις που δίνουν έμφαση τόσο στην προώθηση, όσο και στην προστασία. Οι πολιτικές κατά της φτώχειας έχουν τροφοδοτήσει και τροφοδοτήθηκαν από, τη συνολική αύξηση της ευημερίας.
Με την παγκόσμια συχνότητα της ακραίας φτώχειας να βρίσκεται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδό της και η προσοχή του κοινού και η γνώση να βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο τους, το ιδανικό ενός κόσμου απαλλαγμένου από τέτοιου είδους φτώχεια είναι σίγουρα πιο κοντά από ποτέ. Αλλά η ιστορία κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου κατά του εφησυχασμού. Ακριβώς όπως η ανέλιξη των ανεπτυγμένων κι επιτυχημένων χωρών του σήμερα δεν ήταν εύκολη, οι φτωχότερες χώρες σήμερα αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις. Με συνεχή προσπάθεια, η οποία αντλεί από την εμπειρία του παρελθόντος, θα πρέπει να μπορέσουμε να εξαλείψουμε την ακραία φτώχεια μέχρι περίπου το 2030. Αλλά επίσης εύκολα μπορούν να προσδιοριστούν και λιγότερο αισιόδοξα σενάρια, με την επιστροφή στους πιο αργούς ρυθμούς προόδου του παρελθόντος.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)
Κατά τα τελευταία 200 χρόνια ο κόσμος στο σύνολό του έχει δει μια σημαντική μείωση στη συχνότητα εμφάνισης της απόλυτης φτώχειας. Η επιτυχία της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα στην μείωση της απόλυτης φτώχειας είναι γνωστή, όπως είναι και η επιτυχία της Κίνας και της Ινδίας σε πιο πρόσφατες εποχές. Έχουμε δει επίσης, ενθαρρυντικά σημάδια ταχύτερης προόδου κατά της φτώχειας σε μεγάλο μέρος της Αφρικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στον κόσμο με λιγότερο από (ας πούμε) 1 δολάριο την ημέρα έχει μειωθεί από 80% και πλέον που ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα σε κάτω από 20% που είναι σήμερα.
Είδαμε επίσης μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο σκέψης σχετικά με τη φτώχεια. Οι παρατηρήσεις της φτώχειας αλληλεπιδρούσαν με τις προηγούμενες «θεωρίες» (συμπεριλαμβανομένων των ιδεολογιών) για να δώσουν μια «ερμηνεία» των αιτιών της φτώχειας, με πιθανές συνέπειες από την ανάληψη δράσης. Από τον τρόπο σκέψης του παρελθόντος μπορούν να διακριθούν δύο ερμηνείες, τόσο λόγιες, όσο και λαϊκές.
• Στην ερμηνεία «χρησιμότητα της φτώχειας», μερικοί άνθρωποι είναι φτωχοί σε μεγάλο βαθμό λόγω των επιλογών που κάνουν και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι έχουν τη δυνατότητα να είναι τίποτε άλλο από φτωχοί.
Και η φτώχεια τους θεωρείται απαραίτητη για την οικονομική επιτυχία της χώρας, η οποία χρήζει ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που ανυπομονούν να δουλέψουν και η αποφυγή της πείνας θεωρείται ως απαραίτητο κίνητρο για την αναζήτηση της προαναφερθείσας εργασίας. Η άποψη του Patrick Colquhoun (1806), του ιδρυτή της σύγχρονης αστυνομικής δύναμης, είναι μια δίκαιη εκπροσώπηση της ερμηνείας αυτής: «Η φτώχεια είναι ένα πολύ αναγκαίο και απαραίτητο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς την οποία τα έθνη και οι κοινότητες δε θα μπορούσαν να υπάρχουν σε μια κατάσταση πολιτισμού. Είναι η μοίρα του ανθρώπου, είναι η πηγή του πλούτου». Αυτή φαίνεται να ήταν η κυρίαρχη άποψη μέχρι και τον 19ο αιώνα και παραλλαγές της άποψης αυτής υπάρχουν μέχρι και σήμερα, αν και είναι σαφές πλέον πως δεν είναι κυρίαρχες.
Οι υποστηρικτές της «χρησιμότητας της φτώχειας» του παρελθόντος είχαν λίγες ελπίδες για τη μείωση της φτώχειας μέσω της τεχνικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης, με δεδομένη την φερόμενη έλλειψη «ηθικών περιορισμών» στους φτωχούς ανθρώπους. Κλασικοί οικονομολόγοι (από τον Adam Smith μέχρι και τον John Stuart Mill) αναγνώρισαν τη λογική των πολιτικών μαζικής εκπαίδευσης για την αλλαγή συμπεριφορών και ως εκ τούτου, την εξασφάλιση μεγαλύτερης υποστήριξης υπέρ της ανάπτυξης των φτωχών σε μια καπιταλιστική οικονομία. Αλλά υπήρχε ελάχιστος ενθουσιασμός για τη δημόσια παρέμβαση σχετικά με την προώθηση της βασικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρχε λογικά μεγάλος βαθμός στήριξης από τις ελίτ για τις πολιτικές που βοήθησαν την προστασία των ανθρώπων από την παροδική φτώχεια λόγω των κινδύνων ακόμα και όταν η μαζική φτώχεια ήταν δεδομένη (οι Old Poor Laws της Αγγλίας, που χρονολογούνται από τον καιρό της Βασίλισσας Elizabeth, ήταν ένα έγκαιρο και φαινομενικά επιτυχημένο παράδειγμα τέτοιων πολιτικών). Αλλά η ανάληψη δημόσιας δράσης για τη μείωση της χρόνιας φτώχειας είχε λίγους υποστηρικτές.
• Η δεύτερη, εναλλακτική ερμηνεία, θεωρεί ότι η φτώχεια απορρέει σε μεγάλο βαθμό από την αγορά και άλλες θεσμικές αδυναμίες.
Μια εκδοχή της ερμηνείας αυτής ήρθε στο προσκήνιο στα σοσιαλιστικά κινήματα στα μέσα του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η φτώχεια θεωρήθηκε ως αναπόφευκτη συνέπεια του καπιταλισμού. Όπως και οι κλασικοί οικονομολόγοι, ο Karl Marx ήταν επιφυλακτικός όσον αφορούσε τις προοπτικές ανάπτυξης για τη μείωση της φτώχειας στον καπιταλισμό, αλλά όχι λόγω των ηθικών παραπτωμάτων των φτωχών, απεναντίας πίστευε ότι η ολοκληρωτική απασχόληση θα ήταν αδύνατη και ότι ο «εφεδρικός στρατός» των ανέργων θα συγκρατούσε τυχόν αυξήσεις των μισθών.
Καθώς η οικονομική ανάλυση απέκτησε περισσότερο βάθος, προέκυψε μια εκδοχή της ιδέας των θεσμικών αποτυχιών σύμφωνα με την οποία οι αδυναμίες της αγοράς αλληλεπιδρούν με τις αρχικές ανισότητες για να εμποδίσουν την πρόοδο έναντι της φτώχειας. Για παράδειγμα, οι πιστωτικοί περιορισμοί συνεπάγονται ότι τα παιδιά των φτωχών οικογενειών δε προσελκύουν τις επενδύσεις - στη διατροφή, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση- που χρειάζονται για να ξεφύγουν τελικά από τη φτώχεια. Οι θετικές επιδράσεις, όπως η ύπαρξη ενός (θετικού) κατώτατου ορίου για το ανθρώπινο κεφάλαιο, προκειμένου αυτό να είναι παραγωγικό, δημιουργούν τη δυναμική για την ύπαρξη παγίδων που οδηγούν στη φτώχεια. Τα γενικά αποτελέσματα ισορροπίας, ιδίως όσον αφορά την κατανομή των κερδών της εργασίας, δεδομένου του άνισου ανθρώπινου κεφαλαίου, οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα οφέλη της τεχνικής προόδου αύξησης της εργασίας, μοιράζονται αρκετά άνισα. Οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν στο ότι δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τα προβλήματα αυτά. Υπήρχαν υπαινιγμοί αυτών των ιδεών στην οικονομική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, αλλά μια καλή ανάπτυξη αυτών των ιδεών δεν εμφανίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.
Αυτή η εκδοχή της ιδέας των θεσμικών αποτυχιών είδε τη φτώχεια ως μια κοινωνική αρρώστια που μπορεί να αποφευχθεί μέσω της δημόσιας δράσης σε μια καπιταλιστική οικονομία. Επιπλέον, η πράξη αυτή θεωρήθηκε με τον καιρό ως απόλυτα συνεπής με την ανάπτυξη σε μια τέτοια οικονομία. Πράγματι, οι σωστές πολιτικές αναμενόταν να συμβάλλουν στην εν λόγω ανάπτυξη με την άρση των υλικών περιορισμών της ελευθερίας του ατόμου, για να προωθήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Βήματα στη μετάβαση
Η υπεροχή της άποψης των θεσμικών αποτυχιών ήταν ιδιαίτερα άνιση κατά την πάροδο του χρόνου, με μεγάλες περιόδους αδράνειας και πολλές καθυστερήσεις. Ωστόσο, μπορούν να διακριθούν δύο σημαντικά ιστορικά βήματα, στα οποία δίνω τα ονόματα Πρώτος και Δεύτερος Διαφωτισμός της Φτώχειας. Ο Πρώτος Διαφωτισμός της Φτώχειας ήταν περίπου 20 χρόνια πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Άνθισαν οι κριτικές κατά των επικρατουσών κοινωνικών ιεραρχιών από το λαό στο Λονδίνο και το Παρίσι. Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα είχαν ως διάσημο αποκορύφωμά τους τη Γαλλική Επανάσταση. Τα φιλοσοφικά γραπτά των Immanuel Kant, Jean-Jacques Rousseau, Smith και άλλων εξέφρασαν ένα νέο σεβασμό για τους φτωχούς ανθρώπους ως ανθρώπους και όχι ως κάτι που εξυπηρετεί απλώς κάποιον αμιγώς αποφασιστικό ρόλο ως μέσο παραγωγής. Η ίδια η οικονομία θεωρήθηκε με τον καιρό ως ένα μέσο για την προώθηση της βελτίωσης όλων των συνθηκών διαβίωσης του ανθρώπου.
Η περίφημη κριτική του Smith της μερκαντιλιστικής άποψης ότι η πρόοδος μιας χώρας θα πρέπει να κρίνεται από το εμπορικό της ισοζύγιο, ήταν ένα σημαντικό βήμα στο άνοιγμα του δρόμου ώστε να θεωρηθεί (τελικά) η πρόοδος κατά της φτώχειας ως στόχος για την ανάπτυξη και όχι ως απειλή αυτής. Ο Smith τάχθηκε επίσης υπέρ της προώθησης πολιτικών κατά της φτώχειας, όπως οι δημόσιες επιδοτήσεις για την βοήθεια κάλυψης του κόστους μόρφωσης των «απλών ανθρώπων». Αλλά σε αυτό και σε άλλα κοινωνικά θέματα, ο Smith ήταν προφανώς πολύ πιο προοδευτικός από τους συναδέλφους ή βραχυπρόθεσμους οπαδούς του. Οι κλασικοί οικονομολόγοι, όπως ο Thomas Malthus και ο David Ricardo ήταν εχθρικοί στην ιδέα της πολιτικής κατά της φτώχειας, κάνοντας λόγο για δυσμενείς επιπτώσεις του κινήτρου, αν και (όχι για τελευταία φορά) στα αποτελέσματα είχαν σχεδόν σίγουρα υπερβάλλει, όπως στις έντονες και περιβόητες συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση των Poor Laws της Αγγλίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Ενώ η αναγνώριση ότι τα θεσμικά όργανα ήταν τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνα για τη φτώχεια ήταν ένα κρίσιμο βήμα, πέρασε πολύς καιρός πριν δούμε την εμφάνιση ολοκληρωμένων πολιτικών κατά της φτώχειας που θα μπορούσαν να προωθήσουν, καθώς και να προστατεύσουν.
Ο Δεύτερος Διαφωτισμός της Φτώχειας ήρθε περίπου στην περίοδο 1960-1980 και συνεχίζει να έχει επιρροή μέχρι και σήμερα. Με αυτόν είδαμε τόσο ένα μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης του συνολικού ποσοστού της φτώχειας, όσο και την εμφάνιση πνευματικά ισχυρότερων και καλύτερα ενημερωμένων επιχειρημάτων για την πολιτική κατά της φτώχειας. Η μαζική προσοχή που δόθηκε όσον αφορά τη φτώχεια, έφτασε επίσης το ιστορικό υψηλό της. Αυτό είναι προφανές αν κάποιος εισάγει τη λέξη «φτώχεια» στο Google Books Ngram Viewer: υπήρξε μια απότομη αύξηση κατά το 1960 και από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας αυτής, οι αναφορές στη «φτώχεια» ως ποσοστό του συνόλου των δημοσιευμένων λέξεων, έφθασαν το μέγιστο αριθμό τους σε 300 χρόνια, στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Η ερμηνεία των θεσμικών αποτυχιών νίκησε σαφώς αυτή της χρησιμότητας της φτώχειας. Οι συζητήσεις, φυσικά, συνέχισαν. Κάποιοι συνέχισαν να κατηγορούν τους φτωχούς ανθρώπους για τη φτώχεια τους. Κάποιοι δεν είδαν τη φτώχεια ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Ωστόσο, εμφανίστηκε μια αρκετά ευρεία συναίνεση ότι η φτώχεια ήταν ηθικά απαράδεκτη, και σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των νέων ελευθέρων χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου, υπήρξε νέα αισιοδοξία σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της καταπολέμησης της φτώχειας. Ενώ έγιναν λάθη και κάποια αισιόδοξα, αλλά κακοσχεδιασμένα σχέδια, απέτυχαν σύντομα, εμφανίστηκαν πολλές πολιτικές καινοτομίες τόσο στις πλούσιες, όσο και στις φτωχές χώρες. Τα κίνητρα των αποτελεσμάτων ήταν ακόμη υπό συζήτηση, αν και μπορούσαν να αντλήσουν στοιχεία από καλύτερες πηγές. Ένας συνδυασμός πολιτικών απευθείας προώθησης με την ισχυρή ανάπτυξη υπέρ των φτωχών σε μια λογικά ανοικτή οικονομία θεωρήθηκε με τον καιρό ως το κλειδί για την καταπολέμηση της φτώχειας. Οι προστατευτικές πολιτικές παλαιού τύπου ενσωμάτωσαν με τον καιρό και κίνητρα για την προώθηση, όπως η ενίσχυση φτωχών οικογενειών για τα έξοδα (συμπεριλαμβανομένου του διαφυγόντος εργατικού εισοδήματος) της μόρφωσης των παιδιών τους.
Ενώ τα θεμέλια για τη μετάβαση στον τρόπο σκέψης είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διαφωτισμού της Φτώχειας, ήταν πραγματικά μόνο από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά που έγινε κατανοητό ότι η ελευθερία, η καταξίωση και η γενικότερη ευημερία απαιτούν (μεταξύ άλλων) ότι οι άνθρωποι δεν παρακωλύονται από τη φτώχεια και ότι οι κυβερνήσεις είχαν την ευθύνη να βοηθήσουν στο να βεβαιώσουν ότι αυτό δε γινόταν. Οι φιλοσοφικές κι οικονομικές σκέψεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο (στα γραπτά των John Rawls, Amartya Sen και άλλων), αλλά το ίδιο έκαναν και δημοφιλέστερα έργα (όπως των Michael Harrington και JK Galbraith). Το κράτος φάνηκε να έχει ένα ρόλο στη διασφάλιση του ότι όλα τα άτομα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις βασικές υλικές συνθήκες για την εκπλήρωσή τους, κάτι που είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική προϋπόθεση για την ισότητα, αλλά και το κλειδί ώστε να αποφευχθούν παγίδες φτώχειας. Η καλή δημόσια εκπαίδευση, τα συμπαγή συστήματα υγείας και η οικονομική ένταξη όλων θεωρήθηκαν με τον καιρό ως στοιχεία ζωτικής σημασίας για να μπορέσει η επόμενη γενιά φτωχών οικογενειών να ξεφύγει για τα καλά από τη φτώχεια.
Για την εξήγηση τόσο αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης, όσο και της μείωσης της συχνότητας εμφάνισης της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεχωρίζουν τρεις παράγοντες που αλληλοενισχύονται: η νέα τεχνολογία, οι νέες γνώσεις και η πολιτική βούληση (Ravallion 2013a). Οι νέες τεχνολογίες δημιούργησαν οικονομικές ευκαιρίες και απαιτήσεις για νέες δεξιότητες στο εργατικό δυναμικό, τις οποίες μπορούσε να προσφέρει η μαζική εκπαίδευση. Ένα πιο έξυπνο εργατικό δυναμικό έπρεπε επίσης να είναι υγιές. Νέα δεδομένα, καθώς και νέες έρευνες σχετικά με τους φτωχούς ανθρώπους επηρέασαν την κοινή σκέψη και τη χάραξη πολιτικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, ενώ ήταν επίσης χρήσιμα μαθήματα προς τους φορείς χάραξης πολιτικής, για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών τους. Επίσης, τα δημοφιλή κείμενα, κοινωνικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, βοήθησαν στο να μετατραπεί η γνώση σε ευαισθητοποίηση του κοινού. Η επιτυχία των (συχνά επώδυνων) αγώνων για ευρεία πολιτική εκπροσώπηση ήρθε σχεδόν χέρι-χέρι με καλύτερα ενημερωμένες πολιτικές συζητήσεις και καλύτερες πολιτικές κι ενισχύθηκαν με τη νέα γνώση και την ευαισθητοποίηση.
Συμπεράσματα
Ζούμε σε έναν πολύ λιγότερο φτωχό κόσμο απ’ ό,τι 200 χρόνια πριν κι είναι ένας κόσμος που έχει γίνει γενικώς πιο έξυπνος όσον αφορά στην καταπολέμηση της φτώχειας. Η πρόκληση είναι αναμφισβήτητα αμφίδρομη ανάμεσα στην πρόοδο μας κατά της φτώχειας και την αλλαγή του τρόπου σκέψης. Είναι πολύ πιο δύσκολο να σημειωθεί ταχεία πρόοδος κατά της φτώχειας, όταν αυτή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και γενικά η λογική των 200 και πλέον χρόνων προηγουμένως, δε θα μπορούσε εύκολα να συνηθίσει με την ιδέα ενός κόσμου χωρίς φτώχεια. Με κάποιες οδυνηρά μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις (ο χρόνος που χρειάστηκε πριν τις πραγματικές αυξήσεις μισθών στον απόηχο της βιομηχανικής επανάστασης είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτος), η ανύψωση από την απόλυτη φτώχεια στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έγινε τελικά με τη βοήθεια της τεχνικής προόδου, της οικονομικής ανάπτυξης και (κυρίως) της συμπληρωματικής προόδου στους βασικούς τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες και κατά την πάροδο του χρόνου θεσπίστηκαν πολιτικές που διαβεβαίωναν πως από τις ευκαιρίες αυτές θα μπορούσαν να επωφεληθούν πολλοί άνθρωποι. Στη συνέχεια, εμφανίστηκαν νέες επιλογές για πιο επικεντρωμένες και αποτελεσματικές άμεσες παρεμβάσεις που δίνουν έμφαση τόσο στην προώθηση, όσο και στην προστασία. Οι πολιτικές κατά της φτώχειας έχουν τροφοδοτήσει και τροφοδοτήθηκαν από, τη συνολική αύξηση της ευημερίας.
Με την παγκόσμια συχνότητα της ακραίας φτώχειας να βρίσκεται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδό της και η προσοχή του κοινού και η γνώση να βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο τους, το ιδανικό ενός κόσμου απαλλαγμένου από τέτοιου είδους φτώχεια είναι σίγουρα πιο κοντά από ποτέ. Αλλά η ιστορία κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου κατά του εφησυχασμού. Ακριβώς όπως η ανέλιξη των ανεπτυγμένων κι επιτυχημένων χωρών του σήμερα δεν ήταν εύκολη, οι φτωχότερες χώρες σήμερα αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις. Με συνεχή προσπάθεια, η οποία αντλεί από την εμπειρία του παρελθόντος, θα πρέπει να μπορέσουμε να εξαλείψουμε την ακραία φτώχεια μέχρι περίπου το 2030. Αλλά επίσης εύκολα μπορούν να προσδιοριστούν και λιγότερο αισιόδοξα σενάρια, με την επιστροφή στους πιο αργούς ρυθμούς προόδου του παρελθόντος.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)